ο ήλιος μόλις πέρασε ανάμεσα απ’ τα πυκνά σφεντάμια
άρχοντας που αναρριχιέται τις πλαγιές
σαλπίζει τους σπασμούς των κοριτσιών
κι ο φαροφύλακας έχει μια παιδική καρδιά
έχει ένα πρόσωπο γυμνό στα ακρωτήρια
παραμονεύει τα πουλιά με τη σφεντόνα του
αλείφει το ψωμί με βούτυρο και μέλι
μετράει στα δάχτυλά του τις σκιές
ανοίγει με τα δόντια του κονσέρβες
και μεσ’ τη μνήμη του σαλεύει μια γυμνή
κι ο ήλιος από πάνω του να καίει.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ