ότι ξέρουμε για το θάνατο
το έχουνε γράψει οι ζωντανοί
και δυο φορές μελαγχολώ σαν βλέπω
να προσπερνούν οι όμορφες
κι εγώ να ταλαντεύομαι ο σάτυρος
δεμένος απ’ το κατάρτι του καραβιού.
Αχ! τα γυμνά κορίτσια δηλητήριο
και με φαρμακώνουν.
Ανέκαθεν υπήρξα χαμάλης των γυναικών
ανέκαθεν με ποδοπάτησαν οι όμορφες
μα στο δρόμο για τον έρωτα δεν είναι λίγες οι απολαύσεις.
Αχ! μωρό μου
τι μπορεί να καταλάβει ένας μικρόψυχος αστός
από την καύλα μας
όταν απ’ το βρόγχο του θεού του έχει πιαστεί
και σπαρταρά σαν ψάρι
τι να μοιραστούν μαζί μας οι πιστοί
μονάχα οι κραυγές μας είν έτοιμες ν’ αντισταθούν
μονάχα οι κραυγές μας προλαβαίνουν
πριν να χωνέψει ο Άδης τα ψοφίμια μας.
Month: Μαρτίου 2007
Οι ρόγες της Μαριώς
Οι ρόγες της Μαριώς ήτο πρόστυχες. Κι η κάμαρη επίσης. Και είχε φωτοστέφανο η Αγία. Μεσοτοιχία με τα μοναστήρια και τους οργασμούς. Κι έσκαγε στην άκρη των χειλιών χαμόγελο, από κείνα τα μεσαιωνικά όπως οι αρμάθες με το καπνό στις λιάστρες τρυφερότατες κι έτοιμες να τριφτούνε με το πρώτο φύσημα του λίβα. Οι ρόγες της Μαριώς ήτο ωραιότατες σταφίδες Αιγίου. Τα στήθια της δε ξέχειλα και θρασύτατα κι ανάμεσα μονοπάτι μέσ’ το κενό, φεγγίτης που περνάει φως κι αστράφτει ο ασβέστης. Κι είχε κουρνιάσει εκεί το φυλαχτό καθώς κοιτούσε ανάσκελα τον ουρανό ανάποδα σα μέσα σε πηγάδι σα μέσα σε επιτάφιο στολισμένον με λουλούδια του αγρού. Η Μαριώ λοιπόν ήτο μετρέσα ήτο απαρηγόρητη κι οι άντρες που ερχότανε τουρτούριζαν πάνω στο κορμί της, πάνω στο πετσί της που ακούγονταν τις νύχτες σαν πάφλας να χτυπά και σαν παραθυρόφυλλο γδαρμένο από λιοπύρια κι ανέμους. Ένα μικρό πετράδι της έσφιγγε τα δάχτυλα και τραγουδούσε μονάχη κοντά στη φωτιά δίπλα στον πυρωμένο τενεκέ πετώντας φλούδια από αχλάδια πετώντας κατάρες, κλάματα, αναφιλητά. Στη θέση αυτή καθότανε ώρα πολλή με μια πίκρα στο λαρύγγι και τα σπλάχνα, πίνοντας αλκοόλ σκοτσέζικο μπόμπα με εκατό βαθμούς οινόπνευμα φωτιστικό κι άρχιζε το δέρμα να χαρακιάζει κι οι ρυτίδες να αυλακώνουν το πρόσωπο και τα μηνίγγια να πρήζονται απ’ το ουρλιαχτό. Τα ρούχα της ήταν πλεχτά από πρόβατα της Κίνας με ανθεκτικό μαλλί στους ενενήντα βαθμούς κι ακόμα πιο καυτό νερό, οι χούφτες της ιδρωμένες σα μωσαϊκό σφουγγαρισμένο και οι φωνές και τα λόγια που έβγαζε σα βεγγαλικά πέφταν και βροντάγαν στις λαμαρίνες σα τα σκάγια απ’ τις καραμπίνες και πάνω στο γυμνό κορμί ξεγλιστρούσαν τα ξωτικά σα το σπέρμα που έλεγε και ξαναέλεγε «είναι μεταλαβιά, είναι μεδούλι του θεού, είν’ απ’ τη στέρνα χάους, είναι απ’ τ’ αστέρια και τα ξεροπήγαδα, είναι μέσ’ το λαρύγγι ίδιο σελάχι που κατεβαίνει τους βυθούς».
Το χορταράκι της νυχτιάς
Απ’ αλμυρό νερό λιγώθηκε
του κοριτσιού τ’ αχείλι
φιδίσια γλώσσα έσκιαξε
το νήπιο γιασεμί
κι ο άνεμος εξύπνησε
των ερπετών τους πόθους
των γρύλων τα τρελά βιολιά
που ευφραίνουν τους μπαξέδες
το χορταράκι της νυχτιάς
το μάδησαν τ’ αηδόνια
το μάδησαν οι θάλασσες
το πένθιμο τριζόνι
η χόβολη το πύρωσε της γύμνιας
το ζύμωσε με τ’ αχαμνά
ο περατάρης ήλιος
το χορταράκι της νυχτιάς
αρβύλες το πατήσανε
δαμάλια το ξεκοίλιασαν
σφήκες το γυροφέραν
κορίτσια το κατούρησαν
νεκροί το κοιμηθήκαν
γλύκα γλυκά το σκέπασε
μεγαλομάτα άβυσσος
παλαίστρα των ερώτων.
Βουλγαρία
Την εποχή που ήμουν φαντάρος στον Έβρο έφερναν κορίτσια απ’ τη Βουλγαρία. Μέσα σε δώματα ήσανε πανέμορφες ολόγυμνες που πλήρωνες ένα χιλιάρικο και τις χάιδευες και σε χάιδευαν κι έμενε μια νυχτιά στην παλάμη σου τ’ άρωμά τους και το χνώτο τους στο λαιμό σου και τα ωραία τους ψεύτικα φιλιά στο στήθος κατακόκκινα σαν πατημασιές.
Κατέβαινα από μακριά απ’ τα φυλάκια , μόνο και μόνο για ν’ αγγίξω τα στήθη τους να μυρίσω το βουλγάρικο δέρμα τους. Ύστερα τρύπωνα γύρω στα χωράφια , κάτω απ’ τις μηλιές κι αδιαφορώντας για τα μεσάνυχτα, τις αγγαρείες, τις σκοπιές την άγρια νύχτα του Έβρου φιλούσα φιλούσα με πάθος τα χέρια μου που είχαν αγγίξει λίγη Βουλγαρία.