ότι ξέρουμε για το θάνατο
το έχουνε γράψει οι ζωντανοί
και δυο φορές μελαγχολώ σαν βλέπω
να προσπερνούν οι όμορφες
κι εγώ να ταλαντεύομαι ο σάτυρος
δεμένος απ’ το κατάρτι του καραβιού.
Αχ! τα γυμνά κορίτσια δηλητήριο
και με φαρμακώνουν.
Ανέκαθεν υπήρξα χαμάλης των γυναικών
ανέκαθεν με ποδοπάτησαν οι όμορφες
μα στο δρόμο για τον έρωτα δεν είναι λίγες οι απολαύσεις.
Αχ! μωρό μου
τι μπορεί να καταλάβει ένας μικρόψυχος αστός
από την καύλα μας
όταν απ’ το βρόγχο του θεού του έχει πιαστεί
και σπαρταρά σαν ψάρι
τι να μοιραστούν μαζί μας οι πιστοί
μονάχα οι κραυγές μας είν έτοιμες ν’ αντισταθούν
μονάχα οι κραυγές μας προλαβαίνουν
πριν να χωνέψει ο Άδης τα ψοφίμια μας.