έτρεξε ο διάβολος για να τη μεταλάβει
τη γύμνια της τα έγκατα το χλοϊσμένο στόμα
ορθάνοιχτη και λιποθυμισμένη
ωραία αγριοσυκιά
αυγή στα μαύρα έλατα
Μέσ’ το σκοτάδι σε ρημάζουνε τα χνώτα τους
οι ρόγες οι πρησμένες που γυαλίζουν
γράφοντας στον αέρα βελονιές
στριφώνοντας τον έρωτα στα διψασμένα χείλη.
Καθώς περπατώ στα λιοστάσια
γυμνάζοντας τους μύες της καρδιάς
αναρωτιέμαι
τι να γράφουν σήμερα οι ποιητές στο Νεπάλ
αναρωτιέμαι
τι θα απογίνει η κόρη μου σαν πεθάνω
κι αναρωτιέμαι ποιόν κερατά
να σκέφτονται τούτη την ώρα οι όμορφες που γουστάρω
κι άλλα πολλά αναρωτιέμαι ανάρμοστα που δε λέγονται
και δε γράφονται
και βλέπω από μακριά μια γυφτοπούλα με τα φουστάνια
τραβηγμένα ως στον αφαλό να κατουράει
κι αναστατώνομε
και βλέπω τ’ αγρολούλουδα
να της χαϊδεύουν τρυφερά τα καπούλια
και νιώθω να βαρά σφυριές
η καρδιά