οι άσχημες κοπέλες που σερβίρουνε ποτά
δίπλα σε αγκάθια και βράχους
στα χωριά του δρόμου
οι άσχημες γυναίκες που απλώνουνε τα χέρια
σαν τα κλαδιά ενός σταυρού και εκλιπαρούν
και υπόσχονται πίστη και απιστία
με τη διαλεκτική του μεθυσιού
έχοντας στα χείλη
το πικρό άρωμα της ιτιάς
έχοντας στα σκέλια το χασάπη του χωριού
οι άσχημες κοπέλες που ξεμείνανε
τρώγοντας κονσέρβες στις έξι το πρωί
με την αρμύρα της σαρδέλας πα’στη γλώσσα
κάνοντας πίπα στον έσχατο φορτηγατζή
χαϊδεύοντας στην τσέπη τα λεφτά
όπως οι καλόγριες το κομποσκοίνι τους
όπως τα ποντίκια των αγρών μαζεύουν σπόρους
για τον καιρό της μάχης και της πολιορκίας
οι άσχημες κοπέλες ήταν κάποτε όμορφες παιδούλες
μαδούσαν μαργαρίτες κολυμπούσανε
δαμάζοντας τα βότσαλα
μαθαίνανε ποιήματα και ουράνια τόξα
μα το κορμί είναι μια πολιτεία από δαίμονες
και οι πατεράδες οδηγούνε τα παιδιά τους στη σφαγή
Ίρις Αλεξάνδρα ατενίζοντας την άβυσσο
βγαίνοντας με τα βυζιά γυμνά στον παγωμένο αέρα
ακούγοντας κοκόρια να λαλούν ξημέρωμα
εκεί κάτω στον Άδη
μυρίζοντας την κάπνα απ’ τα λάστιχα
μυρίζοντας την πυρκαγιά που άναψε
μεσ’ τα λαρύγγια των φτωχών
μυρίζοντας τις σπίθες και τη γάνα του σφυριού
όπου βροντά
την αμπαρωμένη πύλη
τον άνεμο που φέρνει μέσ’ τα μάτια τους
τη στάχτη της πατρίδας
και χώνονται
σαν ετοιμόγεννα ποντίκια μεσ’ τα πνευμόνια της γης.