Ο πόθος που τρελά σε κυβερνά και σ’ έχει αιχμάλωτη
Κι είν’ έτοιμος όπως με τη φαλτσέτα του ο γύφτος
Να σε ξεσκίσει σαν καρπούζι να σου ρουφήξει την
Καρδιά να πιει το αίμα σου παρθένα κόρη έρμαιο
Σε στίχους ελευθέρων σκοπευτών που μόλις μπρος
Στο Δρόμο τους διαβείς επίθετα σκυλεύουνε και
Ακροβολίζονται οι άπληστοι στους δρόμους του κορμιού σου
Θεριεύουνε και μ’ άγριο καλπασμό ζυγώνουν τα βυζιά σου.
Λυμαίνονται το δέρμα σου ρουφώντας, γλείφοντάς σε
Τις ρόγες σου ολόγυρα σα βρέφη πιπιλίζουν
Δαγκώνοντάς τες άγρια αφήνοντας πυρακτωμένες
Μελανιές αφήνοντας πατημασιές η γλώσσα τους
Θηλάζοντας τη γλύκα όλων των καρπών, όλα τα
Πρωτοβρόχια όλη τη γεύση απ’ τ’ αγριόσυκα
του σύμπαντος κι απολαμβάνουν αίμα καθώς
κουρνιάζουν με το δάχτυλο στου κόλπου το σκοτάδι
λύνοντας μια για πάντα το αίνιγμα
που το κρατούν σφιχτά μανταλωμένα μπούτια.