Δύο ποιήματα

35668953_e091e9a78d.jpg

Ψάχνοντας τα γυαλιά μου

Δύστυχο ποίημα
δεν αξιώθηκες
το φως του ήλιου.
Έσκασες τα μεσάνυχτα
ωσάν βεγγαλικό
μέσα στον ύπνο μου.
Και σηκώθηκα
με τα κόκκινα μάτια του κουνελιού
με τα λευκά ματόκλαδα
απ’ το χοντρό αλάτι του ύπνου
ψάχνοντας τα γυαλιά μου
για να σε καταγράψω
με την καύλα
νέγρου που εκσπερματώνει.

12253.jpg

Θεοφάνεια

Άνοιξε με τα δάχτυλα
τα χείλη του μουνιού της
ξεδίπλωσε τα πέταλα
και φάνηκε η άβυσσος

και βούτηξαν κολυμβητές
να πιάσουν το σταυρό
τα Θεοφάνεια

τρυφερά
τόσο τρυφερά

άγρια
τόσο άγρια

ενοχλώντας
το σύμπαν των ψαριών της

και τις σκιές από χελιδονόψαρα
κι όλους τους βουτηχτές
που μέσα της
χαθήκαν.

Ένα στραγάλι μου τσάκισε το σφράγισμα

bukowskipainting004.jpg

 

       
ένα στραγάλι μου τσάκισε το σφράγισμα
και το σπασμένο μου δόντι
φιλονικούσε αγρίως με τον πόνο
περίμενα στωικά να’ ρθει η σειρά μου
διαβάζοντας για τη σχολή του Σικάγου
ανάμεσα από κοπέλες με λαχταριστά βυζιά
στα σκόρπια περιοδικά του ιατρείου
και σκέφτηκα τι ανέραστοι
οικονομολόγοι και φιλόσοφοι
και ξενυχτούν δουλεύοντας
για να φτιάξουν τον κόσμο στα μέτρα τους
κάνοντας μαύρα σκατά
πεθαίνοντας από γεροντική κατάθλιψη
σε κλινική της Ελβετίας.
Κι ήρθε η ώρα που μια πεταλούδα
μπήκε απ’ το παράθυρο
καθώς με το πάτημα ενός κουμπιού
ο γιατρός με ανέβαζε στα ουράνια
κι ο ζεστός ήλιος με κοιτούσε κατάματα
ώσπου στο τέλος έβλεπα μόνο μια μαύρη κηλίδα
την ώρα που ο γιατρός μπάζωνε την κουφάλα
και γω με το στόμα ορθάνοιχτο
δε μπορούσα τίποτε να πω
παρά μονάχα σκεφτόμουν
αν θα καταφέρω να φάω μεσημεριανό
σκεφτόμουν τι ώρα πιάνω δουλειά
και σκεφτόμουν πως θα τη σκαπουλάρω και σήμερα.
 

 

Ζεστά κάστανα στα σκέλια

n45-ch-2.jpg

Μέναμε σ’ ένα δίπατο σπίτι στην Καστοριά. Κυριακή βράδυ ακούγαμε όπερα στο ραδιόφωνο. Φυσούσε κι έβρεχε μακριά κι έφερνε ο αγέρας φύλλα στην αυλή μας ολονυχτίς και τα δέντρα στέκονταν γυμνά πάνω απ’ τη λίμνη, απ’ τα νερά με τα υπέροχα σιδερένια εικονίσματα που τρεμόπαιζαν στον κόρφο της νύχτας. Τα καντήλια θαμπώνανε τα τζάμια, το μικρό ζωγραφισμένο χαμόγελο του θεού, τις γάτες που γδέρναν στα κατώφλια καναρίνια και λάστιχα πεταμένα, τις ψυχές που μαδούσε με τα δάχτυλα ο Άδης σα μαργαρίτες σα λυκόφωτα  πάνω στη σάρκα, πάνω στις πληγές που άφησε το χάδι της ζωής κι η γύμνια του έρωτα. Το σπίτι μας είχε έναν υπέροχο καθρέφτη στην είσοδο με ζωγραφιές στις άκρες κι όμορφα  κτερίσματα από βλέμματα κοριτσιών και στήθη κι είχε και μια χαραμάδα όπου έπαιρνες μάτι το σκοτάδι την άβυσσο τον μαύρο ήλιο που ήταν θαμμένος στο χώμα, κουφάρι. Τα σκυλιά έρχονταν και γλείφαν τον καθρέφτη μας. Συμμορίες παιδιών βγάζανε τη γλώσσα κι εμείς κρυφά τα κοιτούσαμε στις σκοτεινές μας χαραμάδες. Γουνεργάτες καρφώναν στην τάβλα τομάρια αθώων και η υγρή χλόη περίμενε τον τρελό Ινδιάνο της. Κι έβγαινε η αγαπημένη χωρίς όνομα μονάχα με τη γύμνια της πάνοπλη, σφριγηλή, άρτι αφιχθείσα εκ του κόλπου της νυχτός. Ένας χείμαρρος. Μια Μαρία με τους χρησμούς της με τα ζεστά κάστανα στα σκέλια της με τα πετράδια της ξεριζωμένα απ’ την κάψα με το σχεδόν μαύρο χορτάρι της να φλέγεται ένας αϊτός στην κοιλιά της, ν’ ανοίγουν τα φτερά του να ξαποσταίνει. Η αγαπημένη μου κι εγώ ήμασταν οι τρελοί του χωριού. Ανάβαμε λαμπάδες στα ερείπια. Ανεβάζαμε τη στάθμη του νερού στον ουρανό. Η αγάπη μας σκιρτούσε μέσα στις πυρακτωμένες κοιλιές πυγολαμπίδων που λαχταρούσαν να ζευγαρώσουν με τ’ άστρα με τους φάρους, τις σκοτεινές κατακόμβες ώσπου στο τέλος πάντα η σιωπή γινόταν πιο βαθειά και οι μεθυσμένοι ψηλαφούσαν τα ρείθρα που βλάσταιναν τα βαθιά πηγάδια του σύμπαντος που έτριζαν σα μασέλες που κλείνουν. Το κορμί της αγαπημένης γυρνούσε στα μπάρ παραγέμιζε τα χαντάκια με το πυρακτωμένο σίδερο της χαράς μαρκάριζε τα πονεμένα πλατάνια της λίμνης κι ένα πλήθος ψαράδες, οπλισμένο με πετονιές και δίχτυ κυνηγούσε το μεγάλο σκυλόψαρο που εξόκειλε. Η αγαπημένη με τις ομιλούσες θηλές στέρεα λάγνα στις πλάκες πάνω περπατώντας ευλύγιστη υποταγμένη στα υγρά της ανάφτρα της σάρκας, σπίρτο που συντρίβεται μέσα στη φλόγα, στη γύμνια που ο θάνατος διαφεντεύει με τα απέραντα χείλη του με τη λαγνεία που μπουμπουκιάζει οσμές και χαύνωση σαν από γκάζι αυτόχειρ το δείλι με τριαντάφυλλα στο στήθος και μια παιχνιδιάρικη ξύλινη αγωνία με το μάτι χαριτωμένο χρυσόψαρο να γλιστρά στα χάη ανάμεσα στα πόδια της. Η αγάπη μου φυσούσε σα το νεωκόρο τα κεριά στα μανουάλια της Καστοριάς κι έδειχνε πίσω απ’ τα βουνά την πρώτη αυγή.                    

αιδοίου αποκάλυψης Α

severin12.jpg

 

Εν τ μσ τς κοιλίας ατς κα το αιδοίου ντεθεν κα ντεθεν το υπερμεγέθης φαλλός, αναβλύζων σπέρμα εκ της αβύσσου ομοίω δενδρίον κάμνον καρπος δδεκα, καθκαστον μνα κμνον τν καρπν ατο, κα τ φλλα το δνδρου εναι ες θεραπεαν τν πόθων που εγένοντο φύτρες ηδονής ξεφυτρώσας εκ της ουρανίου χλόης φιλτάτων αιδοίων .

 

 

severin03.jpg

Κα εδον, κα δο γυνή στμενη π της κλίνης,  χουσα τ αιδοίον της ορθάνοιχτο βαλλόμενο πανταχόθεν  εκ των οργίλων φαλλών καυλωμένων ανδρών που ως πύρκαυλοι ηλιοσκόποι διασκεδάζαν τας νεφέλας και μετεκαλέσαντο εξ Αφρικής τους θερμούς ανέμους ατο γεγραμμνον π τν γλουτών της γυνής που ήτο θωπευωμένοι υπο σιέλου γλώσσης έρπουσας ως δαιμονισμένον ερπετόν ολισθαίνων δια μέσω των τρυπών ταύτης γυνής διακορεύων υπερμεγέθης συράγους, εξηφανίζοντο εν τω απείρω.

01exlibrheberg.jpg

Κα η καύλα σλπισε· κα εδον τι πεσεν ες τν γν ρανίς σπέρματος κ το φαλλού, κα δθη ες ατν τ κλειδον το φρατος τς βσσου.
 Κα
νοιξε τ φραρ τς βσσου, κα νβη κραυγή κ το φρατος της γυνής ς καπνς καμνου μεγλης, κα σκοτσθη λιος εκ των οφαλμών της κα ἀὴρ κ το λάρυγγος αίφνης ετραντάχθη θέτουσα την χείρα επι του αιδοίου ινα συγρατήση τους σπασμούς αυτού ενώ το ερύθημα του προσώπου της μετεβαλλετο εις ωχρότητα.