Ψάχνοντας τα γυαλιά μου
Δύστυχο ποίημα
δεν αξιώθηκες
το φως του ήλιου.
Έσκασες τα μεσάνυχτα
ωσάν βεγγαλικό
μέσα στον ύπνο μου.
Και σηκώθηκα
με τα κόκκινα μάτια του κουνελιού
με τα λευκά ματόκλαδα
απ’ το χοντρό αλάτι του ύπνου
ψάχνοντας τα γυαλιά μου
για να σε καταγράψω
με την καύλα
νέγρου που εκσπερματώνει.
Θεοφάνεια
Άνοιξε με τα δάχτυλα
τα χείλη του μουνιού της
ξεδίπλωσε τα πέταλα
και φάνηκε η άβυσσος
και βούτηξαν κολυμβητές
να πιάσουν το σταυρό
τα Θεοφάνεια
τρυφερά
τόσο τρυφερά
άγρια
τόσο άγρια
ενοχλώντας
το σύμπαν των ψαριών της
και τις σκιές από χελιδονόψαρα
κι όλους τους βουτηχτές
που μέσα της
χαθήκαν.