
τη μέδουσα του κορμιού σου
κρυφοκοιτάζοντας
το υγρό στόμα στο σκοτεινό καθρέφτη
κι έβλεπα
πως με θάβαν οι δικοί μου
με δάκρυα, ευαγγέλια
αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις
κι άλλα τέτοια
ως που με τύλιγε αεράκι απέραντο
και λιβάνι
κι ο ασβέστης της μαύρης γης
ο αμείλιχτος Άδης