
Ρουφιάνεψε την άνοιξη μια μυγδαλιά νυφούλα
κι ο ήλιος μάτωσε στα χείλη ενός παιδιού
κι η σόμπα αναγάλλιασε τρίζοντας
μέσα της βαθειά
βγάζοντας κάπνα απ’ τα μαύρα σωθικά
φλόγα γαλαζοπράσινη
του δράκου αναστεναγμό
από φωτιά κι ατσάλι.
Και τούτοι οι γύφτοι εδώ
ρημάζουν τα κοτέτσια
κι ανάβουνε τα πετρογκάζ
με τα χρωματιστά
τα μαγικά τσακμάκια τους
κι ανάβουν τα κορμιά τους
με τα τσαλίμια της καρδιάς
με τα γαλάζια ντέφια
χορεύοντας σ’ αρχαίες πομπές
χωρίς να ονειρεύονται το μέλλον
ατίθασοι μεσ’ τη γλυκιά αγριότητα της σάρκας
με τις σπαθιές που ρίχνουνε τα βλέμματα
στα πυρωμένα χείλη
βυζαίνοντας την ηδονή με λύσσα
απ’ τα σπλάχνα των κορμιών
το αίμα της λαμπαδιασμένης μήτρας
που ζητά να σφίξει μέσα της τον άγιο φαλλό
μέσ’ τα θανατερά υγρά του τρυφερού
μελαχρινού ναού της
στην άγια κολυμπήθρα της
βαφτίζοντάς τον μέσα εκεί
άρχων
ως τη συντέλεια του κόσμου.