Νύχτα βαθιά που σε περπάτησα
ακούγοντας την ταραχή του άνθους
τις τρομερές βροχές που νανουρίζουν τα ερπετά
στα σκοτεινά λιθάρια
χείλη από γιασεμιά όπου
με ζώνετε γυμνό
τα πάθη μ’ έχουν εύρει στην καρδιά
και δε χορταίνω Άδη
η σάρκα εκεί με πάει ψηλά στη λάσπη
στα δάση με τις μυρουδιές
σα λυσσασμένος
φέγγοντας στύση ατέλειωτη
στους πυρωμένους τους μηρούς
στα βοερά φαράγγια
κι ο άνεμος που με κεντά
μυρίζει χώμα και καρπούς
του οργασμού τη λαίλαπα
το ουρλιαχτό της Άνοιξης που χίμηξε
ελόγου της στη μήτρα
ίδιο σερσέγγι που τρυπώνει στα περάσματα
με το κεντρί του στάζοντας τον πόθο
δαιμονικά τα κόκκινα αφήνοντας σημάδια
και το ζεστό φαρμάκι του
στα δροσερά πηγάδια
αχ! απ’τον αφαλό της άρχισε η προσευχή μου
υγρή κι απόκρημνη μεσ’ τα ζεστά φυλλώματα
νύχτα κι έκλεισα την μπασιά με αγριολούλουδα