Τα λιμασμένα του κόρφου σου σκυλιά

 

doyle

Ανησυχώ μη πεθάνω και δεν προλάβω να κόψω τα νύχια
τα λιμασμένα του κόρφου σου σκυλιά μη δεν δω
δάφνες ποιητικές και μπακαλιάρους
ταξίδια και
θηλυκά ανελέητα μη δε γευτώ

μα όταν το υγρό του κορμιού σου το δάσος
με ρουφά καθώς κλείνω το ποίημα
σαν ο πάγος γυμνή μπαλαρίνα
τους λεπτούς αστραγάλους με μισάνοιχτο στόμα κοιτώ

με το μπικ τις λεξούλες τραβάω
μελανιάζοντας μπλοκ
ρυθμικά σαν παπάς που ωραία βοά
μπρος σε μνήμα προστάτη της νύχτας
μπρος σε στήθη κορασίδας στητά

μέσ’ σε κάμαρη άγριων ερώτων
αχ! σαν σπασμένη είμαι μόνος κιθάρα

με χαϊδεύει ο λύκος της στέπας 
με τα κοφτερά τους οι γύφτοι νταούλια
με προστρέχουν
τα σκυλιά του θεού και οι μαύρες αράχνες
σερβιτόροι που εισπράξαν τον τελευταίο μισθό.

 

Παιδείας εγκώμιον

 

gheim-marc_little-prince-51

Βλέπω τα παιδιά στα σχολικά τους μαντριά να εκπαιδεύονται με το φετιχισμό του αναλυτικού προγράμματος της επιτροπής σοφών του κράτους. Βλέπω τη μπότα του γραφειοκράτη να συνθλιβεί το δημιουργό. Ο δάσκαλος είναι κάτι μεταξύ γραμματέα και χωροφύλακα αφού το σύστημα διαχειρίζεται την αγραμματοσύνη του και τον ιδεολογικό του στραβισμό με όρους επαγγελματικού προσανατολισμού των νέων σφαχτών. Τουτέστιν σέρνει το άρμα της αγοράς μαζί με το συρφετό από τσόλια πολιτικάντηδες, βλαχοδήμαρχους και θεούσες. Ο λαός προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Ο λαός έχει στρογγυλέψει δεν έχει γωνίες πια. Έχει εγκαταλείψει τα τέκνα του στα καταγώγια της εκπαίδευσης. Σχολεία, φροντιστήρια, ιδιαίτερα, παπαγαλίες. ένα δεκαπεντάωρο της μέρας το πετσί του παιδιού δε το βλέπει ο ήλιος.
 
Στην Αγγλία του 17ου αιώνα, τα πουλερικά και τα γουρούνια των κτηνοτρόφων ζούσαν και εκτρέφονταν σε σκοτεινούς χώρους για να παχύνουν το ταχύτερο δυνατόν. Το ελεύθερο τρέξιμο στους αγρούς, ακόμη και το βάδισμα, ήταν αδιανόητα. Οι συνήθειες αυτές καταναλώνουν θερμίδες, καθυστερούν την αύξηση του βάρους και συνεπώς ,καθυστερούν την αύξηση του κέρδους. Η οικονομία, δυστυχώς, δεν μπορεί να περιμένει.

Ο εκσυγχρονισμός γέννημα θρέμμα κομπλεξικών φτωχοδιάβολων που ξέφυγαν απ’ τη μιζέρια του χωριού τους μεγαλουργώντας στην πόλη μέσα σ’ ένα άναρχο σκηνικό μεταπολεμικής σκόνης και πολιτικής αφασίας, έρχεται να κουμπώσει τα τέκνα του στο άρμα μιας μεταμοντέρνας δυστυχίας όπου τον πρώτο λόγο έχει η επιχειρηματικότητα. Ο μάνατζερ είναι ο δήμιος του νέου εργασιακού μεσαίωνα. 

Κι ότι μείνει όρθιο έρχεται να το αποκεφαλίσει ο διαφημιστής με τα τηλεπαιχνίδια, τ’ αθλητικά, το μπανιστήρι στις ζωές των άλλων.  Το παιδί στομώνει απ’ τις πληροφορίες. Νιώθει παρκαρισμένο, γερασμένο κοντά σε ένα μόνιμο θανατικό περασμένο στη φανέλα του σα φυλαχτό απ’ τους γόνείς του που σαν υστερικοί του περνάνε όλα τα απωθημένα τους.   Σταβλίζεται σε φροντιστήρια. Από τους ίδιους ανθρώπους που δεν τους καταλαβαίνει ή τους κοροϊδεύει όταν διδάσκουν στην τάξη, από τους ίδιους προσλαμβάνει τα πάντα όταν κάνει φροντιστήριο.

Διασκεδάζει από υποχρέωση, από συνήθεια, από μίμηση. Η γλωσσική ύλη αποθεώνεται στα μηνύματα και τα μέιλ. Αποσπασματική με το σύνδρομο του τετελεσμένου και της προχειρότητας. Της γρηγοράδας των ρυθμών της ζωής που έχει μασήσει ύφασμα σαν το φερμουάρ σκαλώνοντας την επικοινωνία στο επίπεδο μιας πεισιθάνατης διαλεκτικής.
    
Το παιδί βαριέται, χωρίς να έχει γνωρίσει τον κόσμο τον έχει αποστηθίσει. Τον έχει κλείσει σε κουτάκια τον έχει αλφαδιάσει με τηλεθέαση. Το παιδί θα ξεπέσει αργά η γρήγορα στη θαυματουργία. Θα αναζητήσει το πρατήριο του θεού για ανεφοδιασμό. Θα γίνει πιστός καταναλωτής. Θα αποκτήσει σύνδρομα στέρησης. Θα φωλιάζει όλο και περισσότερο στα SMS προσδοκώντας ανταπόκριση χωρίς έξοδα. Χωρίς σπατάλη αισθήματος.

Κι όταν επιτέλους θα έρθει η στιγμή να μείνει μόνο του το παιδί δε θα είναι πια παιδί αλλά μεγάλος χωμένος στους μηχανισμούς. Θα είναι εξάρτημα ασύμβατο με τους δομικούς όρους της ύπαρξής του. Θα μυηθεί στην ψυχοθεραπεία του εκμαυλισμού. Θα διπλαρώνει υποκατάστατα. Θα ουρλιάζει περί παιδείας και αξιών, θα το παίζει οικογενειάρχης και κοινωνικός μα θα κρύβει κάτω απ’ το δέρμα του έναν λυσσασμένο, έναν σάτυρο, έναν καυλωμένο γαμιά που θα περιμένει να του αδειάσουν τη γωνιά για να μαλακιστεί με την ησυχία του. Θα πιλοτάρει την Ιστορία με την απουσία του. Θα βαράει σα ντενεκές μπροστά στους φίλους του απαριθμώντας κατορθώματα απ’ τις πρόσκαιρες περιπέτειές του, Θα κελαηδά ατάκες του Πρετεντέρη και του Βορίδη. Θα σκούζει σαν τον Άδωνι. Θα επαναστατεί μέχρι εκεί που θίγεται το μικροσυμφέρον του. Θα χυδαιολογεί με το φονταμενταλισμό του μικροαστού, θα ειρωνεύεται με την ασφάλεια του βολεμένου. 

Η παιδεία είναι ο υπέρτατος μύθος του συστήματος. Η οριοθέτηση του όχλου. Στο όνομα του ορθολογισμού πλάθει συνειδήσεις. Ψαλιδίζει περιβάλλοντα. Τακτοποιεί την αντιλήψιμη πραγματικότητα αφήνοντας τις αισθήσεις και τις ορμές στο έλεος της μεταφυσικής. Η παιδεία υπερφαλαγγίζει το νόημα. Διαπομπεύει την διαφορετικότητα αλφαδιάζοντάς τη με το μέσο όρο. Διδάσκει την ποίηση εξευτελίζοντάς τη. Διδάσκει την τόλμη με ατολμία. Αν της τραβήξεις το χαλί του φορμαλισμού απ’ τα πόδια της θα τσακιστεί. Αν της δώσεις το φιλί της ζωής θα πεθάνει.
    
Ακούω τη φράση όλα είναι ζήτημα παιδείας κι ο νους μου πάει στα κρεματόρια. Η απόλαυση και η ηδονή είναι εξόριστες απ’ τα σχολεία. Εκπαιδεύω σημαίνει ευνουχίζω. Καταργώ τη φύση των πραγμάτων. Ληστεύω απ’ το μεδούλι του παιδιού την πραγματική ζωή. Το μπολιάζω με υποκατάστατα. Του δίνω απαντήσεις χωρίς ερωτήσεις. Ανατρέπω τη φυσική ροή της σκέψης του με βεβαιότητες. Καταργώ την ποιητική του τόλμη που εκφράζεται στο παιχνίδι του. Καταργώ την ποίηση που αντανακλά την πάλη ανάμεσα στο πάθος και τον λόγο του. Τη διαλεκτική τριβή που δίνει το σπινθήρα. Κι έτσι η έκθεση ιδεών γίνεται φλυαρία και μουσταλευριά που προορίζεται για το ζεστό μελάνι του διορθωτή. Γίνεται το προοίμιο μιας τακτοποιημένης ζωής που στοιχίζει τις ανάγκες με τα πάθη, την επιβίωση  με την απόλαυση. Προορίζοντας το λόγο για εργαλειακή χρήση, για να υπηρετεί τη μεθόριο των εγγράφων, για να εμπνέει χοντρόκωλους ακαδημαϊκούς που υγραίνονται φλυαρώντας σε άνοστα συνέδρια.