Ανησυχώ μη πεθάνω και δεν προλάβω να κόψω τα νύχια
τα λιμασμένα του κόρφου σου σκυλιά μη δεν δω
δάφνες ποιητικές και μπακαλιάρους
ταξίδια και
θηλυκά ανελέητα μη δε γευτώ
μα όταν το υγρό του κορμιού σου το δάσος
με ρουφά καθώς κλείνω το ποίημα
σαν ο πάγος γυμνή μπαλαρίνα
τους λεπτούς αστραγάλους με μισάνοιχτο στόμα κοιτώ
με το μπικ τις λεξούλες τραβάω
μελανιάζοντας μπλοκ
ρυθμικά σαν παπάς που ωραία βοά
μπρος σε μνήμα προστάτη της νύχτας
μπρος σε στήθη κορασίδας στητά
μέσ’ σε κάμαρη άγριων ερώτων
αχ! σαν σπασμένη είμαι μόνος κιθάρα
με χαϊδεύει ο λύκος της στέπας
με τα κοφτερά τους οι γύφτοι νταούλια
με προστρέχουν
τα σκυλιά του θεού και οι μαύρες αράχνες
σερβιτόροι που εισπράξαν τον τελευταίο μισθό.