Εις την οδό αιωνιότητας
σε γνώρισα
και με γνώρισες
πάνω στη φούστα σου
απίθωσα την καρδιά μου
σαν ζυμωτό ψωμί
έσκυψα να σε μυρίσω
σαν δαίμονας
έγλειψα το στήθος σου
όταν κοιμόσουν.
Όρμησα σαν ταύρος
πάνω στη γύμνια σου
που ανέμιζε σαν κόκκινο πανί
κι άπλωσα πάνω στο κορμί σου
τις μπογιές μου
κι έγινες το καβαλέτο μου
για μια στιγμή
εις την οδό αιωνιότητας
καθώς ύψωσες τα πόδια σου
ως τ’ άστρα
ελεύθερη
σαν αγριολούλουδο στον άνεμο
που περιμένει μέλισσες
να τις φιλέψει γύρη
σαν άρπα
που περιμένει
δάχτυλα και χάδια
με τον πόθο μας
πρώτο βιολί
μέσα στη νύχτα
χωρίς όρκους
προσευχές
κι ανοησίες.
Τα χείλη μας
οι γλώσσες μας
χτυπώντας
τις τρομερές καμπάνες
του οργασμού
και τα σεντόνια με τα υγρά μας
οι σημαίες μας
λίγο πριν μας τυλίξει
η άγρια ύπαρξη
στον ύπνο της
λίγο πριν με φασκιώσεις
με τα υγρά σου
εσύ η άβυσσος
εσύ ο ήλιος που έκλεισα
μεσ’ το κορμί μου τρυφερά
εσύ το περιδέραιο της αγάπης
στο λαιμό του κόσμου
εσύ η δράκαινα
με το πελώριο μάτι σου
με το ζεματιστό σου το μηδέν
νυφούλα
στο κρυφό σχολειό της ηδονής
εσύ
που νανούριζες
το αλφάβητο της τέχνης μου
τα φαλλικά τραγούδια μου
με τις δαγκάνες των μηρών σου
εσύ που με γνώρισες
και σε γνώρισα
για μια στιγμή
εις την οδό αιωνιότητας.