μηδεια

32_001-772149

Ειδα τη μηδεια του παζολινι με την καλλας σε αφρικανικα τοπια. Η φυση δεν είναι φυσικη. Η φυσικοτητα είναι αδυναμια τανθρωπου να της μοιασει. Η φυση ειναι θεικη μα θεος δεν υπαρχει. Η φυση δε μιμειται ειναι αυτό πουλεμε μη προσπαθεις πραξε.

Η φυση πρατει συνεχως. Παραγει φαινομενα που τοκαλο ματι με τη σπιρταδα του ταξινομει. Ο λαος παρακαλα το βασιλια της βροχης για βροχη την εποχη των βροχων. Κι αυτό σημαινει ακριβως πως δεν πιστευει στο βασιλια της βροχης διοτι αλλιως θα παρακαλουσε για βροχη την εποχη της ξηρασιας τοτε που η χωρα είναι καταξερη αγονη ερημος.

Η αναγκη για παιχνιδι και τελετουργια κανει τους αρχαιους να φτιαχνουν θεους οπως το παιδαριον φτιαχνει χαρταετο και περιμενει αερα για να τον αμολυσει. Γιορταζαν τον ερχομο της μερας το πρωι οταν εσκαγε μυτη ο ηλιος κι οχι τη νυχτα που καιγαν τα λυχναρια.

 οταν θυμωνω χτυπαω με το ποδι το εδαφος με μανια γνωριζοντας πως δε φταιει το χωμα αλλα εχω αναγκη να γειωσω το θυμο. Οι τελετουργειες είναι τετοιες και το να χτυπας το εδαφος είναι σκιαμαχια που δεν εξηγει τιποτες. Η ομοιοτητα της πραξης ομως με την πραξη τιμωριας ειναι διαλεκτικη τουενστικτου.

Κανενας λογος δεν ωθησε τους προτογονους να λατρεψουν τη βελανιδια παρα το οτι φυλη και βελανιδια ηταν ενα. βρισκονταν ενωμενα σε μια κοινοτητα ζωης. ομως δεν είναι η ενωση βελανιδιας κι ανθρωπου που γεννησε τελετουργιες και θυσιες μα ο χωρισμος τους διοτι η αφυπνιση της διαννοιας συμβαινει ταυτοχρονα με την αποκοπη απταρχικο εδαφος απταρχικο θεμελιο της ζωης.

οταν το βρεφος βυζαινει τη μανα γινονται ένα. Ο απογαλακτισμος θα φερει τη λατρεια για να υποκαταστησει φαντασιακα την πρωταρχικη εικονα. Ο βιαιος χωρισμος  θα οδηγησει σε κατι άλλο. δημιουργει αισθηματα και χρειαζεται χωρο.

Ο ερωτας μας κανει μοναδες συχνα χωρις σκεψεις μας αλεθει με τις σωματικες του μυλοπετρες. Οι τρυπες του σωματος και οι αποληξεις του που συμετεχουν σε μιαν απολυτη ενωση σε μιαν ασκοπη πραξη. οταν ερχετοχωρισμος ερχεται κι η λατρεια ο βαθυς πονος του χωρισμου που η απροκαλυπτη παραδοξοτητα του μας είναι απατηλα οικεια. Ο ερωτευμενος θα προσφυγει στο θεο του ερωτα θα γραψει ποιηματα θα κλαψουρισει σα γατι θα κατεβασει τους διακοπτες θα προσφερει το ιδιο του το σωμα οπως ο αρχαιος προσφερε στο βασηλια της βροχης μιαν αγελαδα για να κανει τα ευλογημενα νερα τουρανου να πεσουν πανω στα ηλιοκαμμενα και μαραμενα βοσκοτοπια.

 

 

 

 

 

μπαλαντα του ναραγιαμα

ballad2

στα σημερα τηπρωιαν ειδον φοτο από αριστουργημα ιαπωνος, μπαλαντα του ναραγιαμα. ο γιος ζαλιγκωμενος τη μανα του κι ο πιστος μπροστοαιδοίον να προσύφχετο και περιπαθώς να ματιάζει τα αισθηματα την παρελαση ταρχέγονου αιματος σαν καποιος ποτης που συντονιζει σπλάχνα και μνημη και αλκοολ. εραστες διχως λεξεις ποιημα ακροβατικο σεξ και σκεφτουμε ακομα πως του εξηντα ο αντικομουν εβγαλε ριζες κι απλωσε σε μελιγγια και το σινεμα εχαθη απταματια κι εγινε χαβαλεδοπιτα για να γραφουν κριτικουλες παιδακια μοδερνα με χορηγουλες και λιβανιστηρια. Εχθες μεσημερι γυφτισα με στα ματησε σε παραπλευρον αγρον και μερωτησε αν το νερο σταυλακι πινεται. της ειπα ερχεται από νεροτριβη εχει χημικα μεσα πολιτισμο σκονες καθωςπρεπει δεν πινεται. μουπε τοβρασα κιεφτιαξα στα παιδια σουπα με ρυζακι

kobal_narayama460

Πύκνωσαν τα όπια του λαού

TV-trash

Πύκνωσαν τα όπια του λαού και
τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
οι ευήλιες καφετέριες με την μπουντρουμίσια χλόη

εις δόξαν του παλίμπαιδος λαού
που σε αργόσυρτο ρυθμό γνωμοδοτεί επί παντός
με τ’ άφθονα ελληνικά του μπουνταλά

τ’ αντρίκια του μαμοθρεφτίσια του καμώματα
προσμένοντας τη μέθη την ευσπλαχνική
να πατικώσει μέσα του τα πάθη.

Αναρωτιέμαι τι κάνεις τα βράδια

Bresson_AHB1

Αναρωτιέμαι τι κάνεις τα βράδια
σε ποιανού το στέρνο ιδροκοπάς
αν θα δεις τον καιρό στις ειδήσεις

αν ακούς στα σκοτεινά μουσική
αν οι μνήμες σου φέρνουνε πίκρα
αν τραβάς ρουφηξιές από σκόνη αστρική.

Οι έλληνες δουλεύουνε σκληρά

HCB3

Οι έλληνες δουλεύουνε σκληρά
με τη μελαγχολία τους χτίζουν πύργους
δεν αγοράζουν πια τη φωνή του Κουρδιστάν

οριζοντίως και καθέτως λύνουνε σταυρόλεξα
λαχταρώντας μπλουζάκια ριγωτά της γιουροβίζιον
δεν τους χωράει ο δρόμος ούτε ο Άδης

σε αστρολόγους τρέχουν και σε μέντιουμ
να πουν τον πόνο τους και στης κυράς τους
τον αρχαϊκό αφαλό αποκοιμιούνται

το πεπρωμένο φυγήν αδύνατο μονολογούν
καθώς το σούρουπο επιστρέφουν στη ζωή
και σχεδιάζουν πως θα καλπάσουν μέσ’ τη νύχτα

Λογοπαίγνια

nude1980s

 

Μου φαίνεται θα γράψω κι άλλα ποιήματα.
Θα επιχορηγήσω τη δίψα σου αναγνώστη
με βιώματα. Σχολιάζοντας αδρά τα θηλυκά

που εν παραβύστω τέρπονται, ελπίζοντας
πως κάποιος σαν εμέ στα χαρακώματα
με στίχους ζωηρούς και λυρικά ξεσπάσματα

θα αποθανατίσει τον καρποφόρο ερωτισμό
τα ερωτύλα λογοπαίγνια που σφαδάζουν.

Είναι η ώρα που ξυπνούν τα θηλυκά

418164772_dc2315a545

Είναι η ώρα που ξυπνούν τα θηλυκά
με την κρυψίνοα συνουσία να προελαύνει
μπουρλότο βάζοντας ανάμεσα στα σκέλια τους
εμμένοντας στις λάγνες ονειρώξεις
τα δάχτυλα ολισθαίνοντας
να βεβηλώσουν θύρες
να βεβηλώσουν θυρεούς
κρούοντας ρόπτρα κλειτορίδες
ολισθαίνοντας μελίρρυτες ορδές
γυμνών δακτύλων
προς το έρεβος
αρταίνοντας κραυγές ομηρικές εν μια νυκτί.

Φράουλες

9603-strawberries205bfrom20www_metacafe_com5d

Πασχίζει η πανσέληνος ολονυχτίς
με το πορφυρό της χνώτο να ψιλώσει
λιγνές φράουλες στα θερμοκήπια

να τις πουλήσουν δροσερά κορίτσια
στην εθνική, ντάλα μεσημέρι
όρθιες διψασμένες για ζωή

στυγνές πωλήτριες που αγωνίζονται
να αβγατίσουν το κόκκινο
στα σπλάχνα του κόσμου.

Από τούτο δω το μέρος/ οι άνεργοι/ δίνανε βουτιά/στον ποταμό του Ηudson/ να πνιγούνε».

the-brooklyn-bridge
   
   Ο Μαγιακόφσκι από τις 25 Μαΐου του 1925 μέχρι τις 23 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου πραγματοποιεί ένα μεγάλο ταξίδι, του οποίου το δρομολόγιο είναι: Μόσχα, Καίνιξμπεργκ, Βερολίνο, Παρίσι, Σεν Ναζέρ, Ντιζόν, Σανταντέρ, ακρωτήρι Λα Κορόν στο Μεξικό, Αβάνα, Βέρα κρούζ, Μέξικο Σίτυ, Λαρέντο, Νέα Υόρκη όπου φτάνει στις 30 Ιουλίου, Σικάγο, Φιλαδέλφεια, Ντιτρόιτ, Πίτσμπουργκ, Κλίβελαντ, Χάβρη, Παρίσι, Βερολίνο, Ρίγα, Μόσχα.
 
   Γράφει ασταμάτητα, παρατηρεί τα πάντα ως γνήσιος επαναστάτης και με όλη τη φουτουριστική του ματιά αγκαλιάζει τα δημιουργήματα των εργατικών χεριών, την ύλη του νέου ρεαλισμού που δίνει ζωντάνια στην πραγματική ζωή. Για τον Μαγιακόφσκι η γέφυρα του Μπρούκλιν είναι ένα εικαστικό θαύμα και η μορφή της είναι εικαστική στο μέτρο που είναι απαραίτητη για την ύπαρξή της και όχι το αντίθετο. Ο φουτουριστής θεωρεί πρωταρχικό και ουσιαστικό στοιχείο τον δυναμισμό της εικαστικής πλαστικότητας. Μη έχοντας καταστρέψει την αντικειμενικότητα κατορθώνει να φτάσει μέχρι τον δυναμισμό και μόνον των πραγμάτων.
  
Κάνει ρεπορτάζ από την πόλη της Νέας Υόρκης όπως θα έκανε ρεπορτάζ απ’ το πεδίο της μάχης. Βλέπει γύρω του πλάσματα που κινούνται διαρκώς στις φωταγωγημένες λεωφόρους, μια πηχτή μάζα από ανθρώπους έτοιμη να ριχτεί σαν μπουλούκι πλημυρίζοντας τα υπόγεια τρένα και τις εισόδους των σταθμών. Ο Μαγιακόφσκι είναι ένας λυσσασμένος που θέλει να νιώσει με όλους τους πόρους του κορμιού του τον βιομηχανικό αιώνα αυτόν που μετασχηματίζει τον παλαιό κόσμο σε κάτι νέο και ακατέργαστο. Είναι η φωνή της νέας θύελλας, του χάους και της οικοδόμησης, ο ποιητής της νέας τεχνικής, ο απόστολος ενός βιομηχανικού έθνους.
  
Βγάζει συμπεράσματα, κάνει αναλύσεις και αποφαίνεται βηματίζοντας ακούραστα μέσα στο δωμάτιό του κοντά στην Ουάσιγκτον Σκουέαρ, πως η Νέα Υόρκη δεν είναι μια σύγχρονη πόλη αλλά μια πόλη ανοργάνωτη. Γράφει πως οι μηχανές, τα μετρό, οι ουρανοξύστες και όλα τ’ άλλα δεν συγκροτούν μια πραγματική βιομηχανική κουλτούρα. Είναι μονάχα τα εξωτερικά στοιχεία αυτής της κουλτούρας. Η Αμερική έχει διανύσει μια μεγαλειώδικη πορεία υλικής ανάπτυξης, που αλλάζει την όψη του κόσμου. Οι άνθρωποι όμως έχουν μείνει πίσω απ’ αυτή την ανάπτυξη. Φυτοζωούν προσκολλημένοι σένα μακρυνό παρελθόν που δεν έχει τίποτε να προσφέρει. Η πνευματική ζωή της Νέας Υόρκης πάσχει από ακατάσχετο επαρχιωτισμό. Το μυαλό τους δεν έχει συλλάβει ακόμα στο σύνολό της όλη τη σημασία του βιομηχανικού αιώνα. Μοιάζει σαν μια γιγάντια παρανόηση φτιαγμένη από παιδιά κι όχι απ’ τον ώριμο καρπό της δημιουργίας ενός κόσμου που καταλαβαίνει τι ζητάει και που δουλεύει με σχέδιο, όπως δουλεύουν οι ζωγράφοι. Φέρνει κάθε στιγμή απέναντι τη Ρωσία που είναι αποφασισμένη να οικοδομήσει το βιομηχανικό αιώνα αλλιώτικα ως προσχεδιασμένο καρπό μιας συνειδητής δημιουργίας. 
 
   Η γέφυρα του Μπρούκλιν είναι το προσκύνημα του νέου αιώνα. Το τεχνολογικό θαύμα που ορθώνεται αγέρωχο, γεφυρώνοντας τις δυο όχθες του ποταμού. Μεθυσμένος από την φαντασμαγορία, ξέχειλος από ζωή στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Είναι τόσο μαγεμένος από το μεγαλείο της κατασκευής που γράφει με τη γρηγοράδα του πολιτισμού, με τον ίλιγγο της πόλης. Αν συμβεί το τέλος του κόσμου, γράφει πως απ’ την γέφυρα αυτή και μόνο ένας παλαιοντολόγος θα καταφέρει να αναπλάσει τη εποχή μας. Μιλάει για την ατσάλινη πατημασιά που κάποτε ένωνε θάλασσες, λιβάδια και ερήμους.
  
Αφόρητο πρωινό αγιάζι, ουρανοξύστες που τρυπούν με τη μύτη τους τον ουρανό, τεχνολογική δύναμη που μαγεύει, ανεξέλεγκτος πλούτος και απύθμενη φτώχεια, τεράστιες λεωφόροι και μίζερα στενοσόκακα, τρέλα και ορθολογισμός στο ίδιο πακέτο. Η ποίηση για τη Νέα Υόρκη είναι ποίηση εξωστρεφής και σε διαρκή περιφορά: η ζωή της μεγαλούπολης, αεικίνητη, ολοζώντανη, απείθαρχη, σε μια γραμμή όχι διαδοχικών και κατά σειρά, αλλά σκόρπιων και τυχαία συνδυασμένων ενσταντανέ, που διαγράφουν μιαν ελλειπτική αστική τροχιά, ένα δημιουργικό και συνάμα εκρηκτικό χάος, όπου τα πάντα μεταμορφώνονται με δαιμονική συχνότητα και ταχύτητα. Οπως το θέλει ο μέγας δεξιοτέχνης του ρωσικού φουτουρισμού: Ορώ: /εδώ/ στάθηκε ο Μαγιακόφσκι, / ορθός,/ συνέθεσε ποίηση, συλλαβή με συλλαβή. / Ατενίζω / όπως ένας Εσκιμώος χάσκει στη θέα ενός τρένου, / γαντζώνομαι πάνω σου / όπως το τσιμπούρι κολλάει στο αυτί. / Γέφυρα του Μπρούκλιν – / ναι… / Είσαι κάτι το σπουδαίο!            
 
 
Το 1911 είναι η χρονιά που θα γνωριστεί με τον Νταβίντ Μπουρλιούκ «υπέροχος φίλος, ο πραγματικός μου δάσκαλος, ο Μπουρλιούκ με έκανε ποιητή». Η συνάντηση αυτή θα είναι και η «ληξιαρχική πράξη γέννησης» του ρώσικου φουτουρισμού. Αυτού του ξεχωριστού καλλιτεχνικού κινήματος, που από τον Ιταλό «συγγενή» του θα κρατήσει μόνο το όνομα και την αρχική, επαναστατική ορμή του, ξεπερνώντας τον στην πορεία και αφήνοντάς τον να παρακμάσει στις «αγκαλιές» του φασισμού.
 
   Το 1912 ο Μαγιακόφσκι θα δημοσιεύσει το μανιφέστο των Ρώσων φουτουριστών με τίτλο «Μπάτσος για το δημόσιο γούστο». «Μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο του καιρού μας… Το παρελθόν είναι στενόχωρο. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι πιο ακατανόητοι και από τα ιερογλυφικά. Να πετάξουμε τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι και τους υπόλοιπους από το πλοίο του καιρού μας! Οποιος δεν ξεχάσει τον πρώτο του έρωτα, δε θα γνωρίσει τον τελευταίο». Οι αντιδράσεις αναμενόμενες. «Οι εφημερίδες άρχισαν να γεμίζουν φουτουρισμό. Ο τόνος δεν ήταν και τόσο ευγενικός.
 
   Ωστόσο, ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν ένας δημιουργός που θα περιοριζόταν από ένα κίνημα. Το κατοπινό του έργο θα δείξει πως η αναζήτηση της φόρμας θα είναι γι’ αυτόν ένα μέσο για την επίλυση του διαχρονικού προβλήματος για τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής γλώσσας. Το 1913 ανεβαίνει η τραγωδία του «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι» και το 1915 γράφει το «Σύννεφο με παντελόνια», όπου ο φουτουρισμός του μετατρέπεται από αυτοσκοπό σε μέσο δημιουργίας ενός κατεξοχήν επαναστατικού ποιήματος – σταθμού της ρώσικης λογοτεχνίας. Σημαντική είναι και η συνεισφορά του στον κινηματογράφο, ιδίως σε φουτουριστικές απόπειρες σε συνεργασία με τον Μπουρλιούκ, που εντάσσονται πλέον στις πρώτες, σημαντικές απόπειρες της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας για χρησιμοποίηση του κινηματογράφου ως πεδίο έκφρασής της.
 
   Το 1915 θα είναι και η χρονιά που θα γνωριστεί με το ζεύγος Μπρικ, τη Λίλη (αδελφή της Ελσας Τριολέ, κατοπινής συζύγου του Αραγκόν) και τον Οσιπ, κριτικό και θεωρητικό της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η Λίλη θα αποτελέσει το μεγάλο έρωτα της ζωής του ποιητή, ενώ με τον Οσιπ θα συνεργαστούν στενά στην ομάδα «κομμουνιστών – φουτουριστών» και στο ΛΕΦ που θα δημιουργηθούν μετά την επανάσταση.
 
Ο Έρεμπουργκ τον σκιαγραφεί στα απομνημονεύματά του: «Μεγαλόσωμος, με βαρύ πιγούνι, μάτια άλλοτε μελαγχολικά, άλλοτε σκληρά, με στεντόρεια φωνή, ασουλούπωτο, έτοιμο να μπλέξει σε καβγά και να ΄ρθει στα χέρια. Ήταν ένας συνδυασμός αθλητή και στοχαστή, μεσαιωνικού ζογκλέρ που απήγγελλε στίχους λες και μιλούσε σε συγκεντρωμένα πλήθη». Η Έλσα Τριολέ «τον έβλεπε να βαδίζει στους δρόμους της Μόσχας με το κεφάλι του πιο πάνω από τους άλλους διαβάτες, το μεγάλο στρογγυλό κρανίο του, τα βαθουλωτά μάγουλα, τα καστανά γεμάτα πάθος και γλυκά μάτια σάλευαν διαρκώς».