Κορμί μου σαστισμένο μπρος στην τόση ομορφιά
που σε δαγκώνουν με το βλέμμα τους θεσπέσια θηλυκά
νύμφες με τα ιερά τους τα καμώματα, ασθμαίνουσες
καθώς, δήθεν αδιάφορες με σκέρτσο προσπερνούν
με το υγρό τους πυρ ανάμεσα στα σκέλια
με τα γλυπτά τους τα βυζιά που ο σάτυρος θεός φαλλός
με λύσσα ανάμεσά τους σπαρταρά
τη στύση του προσφέροντας βορά
στις συμπληγάδες της μαινόμενης λαγνείας.
Κορμί μου αδέσποτο στη βασιλεία των οργασμών
βάστα γερά και ασκήτεψε στη θεία συνουσία των γραφών
ταράζοντας τον ύπνο των αστών που σβήνουνε την καύλα τους
με πρέζα κι αλκοόλ νυχθημερόν δουλεύοντας
μέχρι να γίνουνε σφαχτά στου χρόνου τα τσιγκέλια, ψευτοζώντας
κλαψουρίζοντας πως φεύγει η ζωή και δεν τη γεύονται γιατί
χρωστούν τη δόση οι άμοιροι στο αδηφάγο τίποτε
που τους ακολουθεί.