Έχει της Άρκτου προορισμό το μακρινό αστέρι
εκεί που δεν ακούγονται γαυγίσματα σκυλιών
και αηδονιών τραγούδια
εκεί που αστέρια λάμπουνε στης αλεπούς τα δόντια
κι ένα ζευγάρι ολόγυμνο την πρώτη νύχτα γάμου
στήνει χορό δαιμονικό στις λίμνες της σελήνης.
Δάση εκεί δεν έχουνε και σκοτωμένους λύκους
στους χιονισμένους τους αγρούς τη νύχτα δε βουλιάζουν
κι οι μύγες δε βυζαίνουνε ζωή απ’ τα ψοφίμια.
Μονάχα του Ωρίωνα η ζώνη ανεμίζει
μονάχα σκόνη αστρική, στάχτες που’ φερ’ ο άνεμος
για να γεννοβολήσουν
τη νέα φωτιά
τα κόκκαλα της ράχης, τους πόρους απ’ το δέρμα της
τα χέρια, τους αστράγαλους, τους ώμους και τα στήθια
τα πορφυρά κοσμήματα ανάμεσα στα σκέλια
το μονοπάτι που οδηγεί στης χουρμαδιάς την τούφα
το σφρίγος λαχταρώντας της ζωής
φιλήδονα βυζαίνοντας της γύμνιας το μεδούλι
τους θείους δυνατούς φαλλούς τους αμφορείς του πόθου
καθώς θα παραστέκονται του τρυφερού αιδοίου
ήλιοι μιλιούνια τρεμοπαίζοντας
ακολουθώντας κυκλικά το δρόμο τ’ ουρανού
μέχρι να ξεψυχήσουν
πυγολαμπίδες με φορεσιά πολεμιστή
έτοιμες να ριχτούν ως μέσα εκεί
στην αγκαλιά του Άδη.