Σύντροφε ουρανέ
πεθύμησα στιφάδο της μητρός μου
και το Μπρούκλιν
όπου, δεν έχω πάει ποτέ
τα κοκαλάκια να γλείψω
στίλβοντας
τα ενθύμια της σφαγής.
Σύντροφε ουρανέ
είμ’ ο ανθός που περιμένει
την χέρα του ασημένιου κηπουρού.
Σύντροφε ουρανέ
πεθύμησα στιφάδο της μητρός μου
και το Μπρούκλιν
όπου, δεν έχω πάει ποτέ
τα κοκαλάκια να γλείψω
στίλβοντας
τα ενθύμια της σφαγής.
Σύντροφε ουρανέ
είμ’ ο ανθός που περιμένει
την χέρα του ασημένιου κηπουρού.
Ως βάτεμα εκφωνήθηκε
απ’ τα μεγάφωνα χωνιά
ο άκρατος ηρωισμός της παλιγγενεσίας.
Κοντάρια φαλλικά
έσκασαν μύτη απ’ την άβυσσο των χθαμαλών αιδοίων
λίμπιντο γαλανόλευκη κυματίζοντας
απαγγελίες λεπτεπίλεπτες
υπέροχα γιορταστικά ελληνικά
από μαθήτριες ρουφήχτρες
πασιονάριες
αριστούχες στην ονείρωξη
απ’ τα κόκκαλα βγαλμένες
που ακούς τη σάρκα τους να σκάζει από χυμούς
απ’ τα υπονοούμενα στραγάλια της μαρίδας
τα υγρά τα λογοπαίγνια ανδρών επιφανών
ίσα για να ντοπάρουνε
την προαιώνια λαχτάρα του σφαχτού
για τη σφαγή
τον πρόεδρο που τρεμοπαίζει σαν πυρσός
κάτω απ’ την τέντα
αποθανατίζοντας
τη γάργαρη υποτέλεια της λαμπερής νεότητας.
τώρα που η φαντασία σκάρτο με βγάζει
και το φιλί στα χαρακώματα σπαρταρά
τώρα που σε σκέφτομαι υγρή και καυλωμένη
πυρώνοντας τη γλώσσα ως το αναφιλητό
σφήκες σε παραπλεύρον νεκροταφείο γλιστερό
πατικώνουν με γύρη πλαστικά λουλουδάκια
κι ετοιμάζουν γιουρούσι
σε χνουδάτο αφαλό