Έπαψα να ελπίζω στην απαισιοδοξία των λογοτεχνών.Αι, την τάδε Τρίτη μετά απο χρόνια δε θα πονούν και δε θα ξεφουρνίζουν φεγγαράκια φουρνιστά στα ουμανιστικά ακροατήρια. Δε θα κορνιζάρουν βραβεία κρατικά και θα παίρνουν τον υπνάκον τους σε κάποιο κιόσκι στο βιβλιομπαζάρ. Δε θ’αναπνέουν, δε θα μιλούν, δε θα πονούν, δε θα γίνονται βαρετοί κι όση μελάνι χάλασαν κάνωντας τούμπες για να γίνουν πρώτο όνομα θα την καίνε οι εκδότες συγγενείς λαδάκι στο καντήλι τους.
Οι εποχές αλλάζουν και κάποιες όμορφες απαγγέλουν φάλτσους οργασμούς και κάτι μάγκες τα πιάνουν χοντρά κάνοντας το μουνί κουλτούρα. Και μερικές φορές τα ποιητούδια εγκωμιάζουν τον αντίζηλο με το φιλελεύθερο φλέγμα αγγλοσάξωνα δαφνοστεφή.
Με ορισμένα μέρη του σώματος με θεατρινισμούς επιρεπείς σε αιφνίδιες νευρώσεις περιγράφουν τον τάδε κόκκο ομορφιάς, τον τρόπο που ανοίγει τα δάχτυλα καπνίζοντας η καυλιάρα, τις βλεφαρίδες, τα λεπτά χείλη, τα φρύδια, τ’ασπράδι των ματιών, τον πούτσο, τα μουνόχειλα, τις ρίζες των μαλλιών, τις βλεφαρίδες ξανά. Με φωνή εύηχη, αριστερόχειρη, καλοσχηματισμένη, χνουδάτη, κοσμική.
Η αμερικανιά μεταβάλεται σε εργολάβο του ποιητού και το φαντασιακό παίρνει κεφάλι, γόνατο, μυαλά. Διαφημίσεις και διαφημιστές με εχεμύθεια και διαλεχτές προτιμήσεις με δωρεές καταπνίγοντας εξεγέρσεις και ηδονές. Ω! ναί στο γιαπί θα διαβάζω ποιήματα αφού, τη μπουτίκ την έχουν κυρίες του καλού κόσμου αγκαζέ.