χίλλια χείλια

θα κελαηδάτε δίπλα σε κοκέτες και φλώρια
στο ακμαίο γιοταχί με τις φλεγόμενες σάρκες
αλήθειες που ο λαβουαζιέ τις έκαμνε ποίηση
στο φεγγαρόφωτο μη λογίζοντας τα μελούμενα
σκόρδα ονειροπόλα γεύματα και άκρα επιφοίτηση
στρατολογώντας στο ξεκίνημα των στίχων ξανθά
μελανούρια του ανατολικού μπλόκ που τελικώς
ανανήψαν σε ξηρομερίτικες ψησταριές παρέχοντας
ποιητικές μεταφορές και συρραφέντα λογάκια
για τη φτιαξιά σπαρταριστού γραπτού που θα κάμψει
αβλεπί ενός γοργία τις σοφιστείες διπλαρώνοντας
το δέρμα και τα ματάκια της κρεολής του βορά
που έμαθε τον έρωτα φαρσί στον πατριώτη
που τον ραγίσαν τα μεθύσια σα γυαλί και
με το πρώτο αγκάλιασμα θα σπάσει καθώς
θα διακονεύει μήτρα στα χαλάσματα

κάτω χώρες

χώρες κακόμοιρων κοριτσιών
με τις θημωνιές σας άθικτες
και την αλητεία του κάθε
μπαμπαλή στα χειλάκια σας

ασχημάτιστα και φουσκωμένα
που θα καταλήξουν φιγουρίνια
σε κόλλες αναφοράς οξύνοντας
περίλαμπρα αισθήματα

διαστροφές αναιξιχνίαστες
στ’ απόνερα συζυγικής αυγούλας

φυλαχτό

οι ποιητές είν’ αφηρημένα πλάσματα
άλλοι καίνε τα σπίτια τους για
ένα στίχο άλλοι βγάζουν περιουσίες
στο σφυρί για να τυπώσουνε βιβλίο

άλλοι βρίσκουνε γκόμενα με λεφτά
για να κερδίσουν λίγο χρόνο
να μπαλσαμώσουνε τις μνήμες
οι ποιητές γουστάρουν την παρακμή

να τους σαπουνίζουν τα πουκάμισα
λιλιπούτιες κορμάρες με τη δωματίλα
απο χάδια και πασατέμπο και τα
ανάστατα χαρτιά μωλωπισμένα

απ’ τις καύτρες και τα βασανιάρικα
σουξέ τις αναθυμιάσεις απ’ το θεικό
κρεμμυδάκι της κυράς που τσιγαρίζει
ευλαβικά τη σκουντούφλα αλαζονία του ποιητού

η αγία αμερική

αυτός ο μπαγάσας ο σπίλμπεργκ
που’ κανε τη γη επίπεδη και
καταβρόχθισε τις καμπύλες
υμνολογώντας χαλάσματα
και ματιές και το κρινάκι
λάβωσε ανελέητα του θεατή
που περίμενε να δεί στο πανί
τα φίδια της κλεοπάτρας
να ταίζουν τα συμπόσια
των πτολεμαίων φτιάχνοντας
δάκρυα ζηλόφθονα γράφοντας
ιστορία με δεκαπεντασύλλαβο
σφρίγος σε ληξιαρχία συμπαντικά
δηλώνοντας τον πόλεμο των άστρων
και τον πόνο του στρατιώτη
που μαζί με την κάλτσα
βγάζει και το πετσί του
που ανήμερα της κρίσης
ως νεώτοκο λάφυρο η αγία αμερική
επήρε νοτιαίους μυελούς
να μεταλάβει τους λαούς
το γενετικό της κώδικα
τα υλικά του στοχασμού
ενός χάρβαρντ που όταν
ξεμυτάει ο ορθολογισμός του
παιανίζει λεηλασίες και
ματαιότητες και νέες θεολογίες
τιτιβίζουν οι υπήκοοι
κύριε εμεγαλύνθης υμνολογεί
ο όφις φωτοτυπίες μοιράζοντας
προσμένοντας το αίμα
ν΄ανθίσει η γκιλοτίνα
εκκωφαντικά τη γύρη των κορμιών
προσμένοντας μελοντικούς
αντικυκλώνες να φυλλοροήσουν
ανελέητα

ακρίδες

έσβυσε η παθιασμένη έκφραση
που προτιμώ στους ποιητές
οι καλπάζουσες μεταφορές
οι πόνοι της γένας του ονειροπόλου
ακρίδες του λεξικού
σακάτεψαν τους ρυθμούς
καθαρές συλλαβές σορόπιασαν
τη φούρια της στιχουργίας
κι όσοι μας τάξαν μέλλουσα ζωή
ως γόηδες στο φεγγαρόφωτο
μπρούμυτα στα συμβάντα
και στου βίου το φουσκωμένο ποτάμι
τώρα με άκρα προσοχή
και αστεία ψευδώνυμα
διδάσκουνε στη νέα γενιά
τη δύσκολη εφηβεία τους
και τα δεινά που πέρασαν
για να ποκτήσουν σώβρακο
με λουλουδάκια
να προλογίζουν διδακτορικά
απο κυρίες που ξάνθηναν εν μία νυκτί
απο το χάδι πασοκτζή
διπλοθεσίτισες μουτρωμένες
με τον αμβλύωπα σαρκασμό
να προελαύνει στα εκθεσιολόγια
και στις γριμάτσες που προβάρουνε
στην κρατική τιβί
λυχνίζοντας
με υπερούσιο ντεκολτέ
το νεκροζώντανο λυγμό του τηλεθεατή

ΣΕΒασμιότατος

O ΣΕΒασμιότατος παράφραση του βιομήχανου κατή ο οποίος είχε πατερούλη που δούλεψε τσάπα κι έκανε το μέγάλο σάλτο στην αγορά με το πούρο του και τον πούλο του ευλογώντας τα γένια του και τα τριχίδια της αμασχάλης του τώρα συνιστά εικοσιεννιά και βάλε κατασκευαστές πλυντηρίων απο τους κάλπιδες πολιτικούς που με τόσα και τόσα που τους πληρώνει κάνουνε μισές δουλειές και βγάζουν αρνητική εντροπία στον καταναλωτή της μπομπότας που αγρεύει κουπόνια εργατικής εστίας για να διακοπεύσει στην πάργα η στο φαλτσοπόρτι. Βγάζει φιρμάνια ειδικά για φιλελληνισμούς και χούγια πατριώτη που σταυρώνεται στα σαλέ χωρίς να φχαριστέται τη γκουρμέ στραπατσάδα του μαμα-λάκι. Βγάζει φύλλα και τα ξεπουλά πως εις την βουλή γαμιόνται ασυστόλως και είναι μέγα μπουρδέλο και θέλει κάψιμο για να χτίσουμε επιχειρήσεις να φάει ο κοσμάκης σπατέλο και γλυκό ψωμί. Εξηγεί με μαρξισμό καφετέριας βορείων προαστίων πως οι αστοί πολιτικοί είναι παιδιά της διαφθοράς και θα σας περνάνε κι άλλο το παλούκι βαθειά στον κώλο μέχρι θανάτου. Κλάνει δηλαδής τα σκυλιά του στα μούτρα αφού κάθε φορά που γκαβλώνει τα μαζεύει και τα μαστιγώνει με αποδείξεις ονόματα και καρφώματα εκ του συστάδην. Ο ΣΕΒασμιότατος με αφορμή εκείνο το αρχαίο φθαρμένο πλατωνικό κομπλότο ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω κανοντάς το ουδείς φτωχομπινές πολιτικός της λούμπας ψωραλέος και γλείφτης και ξεσγάλης λιγδιάρης που θέλει μια γραμματεία ολόκληρη για τσιμπούκωμα εισίτω στην καλή κοινωνία που απέκτησε κουλτούρα και μέγαρο μουσικής. Ο ΣΕΒης λοιπόν ξεκάθαρα τους λέει κοιτάξτε μαλάκες εμείς φύγαμε απ΄τα μπουζούκια και το φλωρινιώτη τώρα ακούμε τέλεμαν και μασέτι. Εσείς το ντράγκα εμείς το μπρετεντέρι. Εσείς τη λαμπίρη εμείς τον τέλογλου. Στα ρχίδια μας οι στυλίσται που σας ξεβγάζουν στα καστελόριζα εμείς λέμε τη σκάφη σκάφη και τα σύκα σύκα. Ψεύτες κωλοτρυπίδες βλακόνια. Θα κρατηθεί ζωντανός όποιος ακούει τις αγορές όποιος στήνει αυτί στα συνδικάτα όποιος καταργήσει τις συντάξεις τα δώρα και τις αρχιδιές του τεμπέλη κομμουνιστή που μας έκατσε ο πούστης στο σβέρκο αφού εκείνος ο ξεκολιάρης ο γκορμπατσόφης έκανε μισές δουλειές. Χρειάζεται κάθαρση στο πτηνοτροφείο. Να πάνε φυλακή τα σκουμάλια. Ζήτω το επιχειρήν και οι καλιτεχνίες του εργολάβου δημιουργού. Ας βομπαρδιστεί ξανά το σεράγιεβο απ’ αυτά τα λεφτά ζείτε μαλάκες κι έχετε εξοχικά και γαμείται τζάμπα κώλο στα νησιά του πάσχα. Κι αν εμείς είμαστε ψείρες χορτασμένες στο πέτο σεις είστε οι κλασμένες μουνόψειρες της μπουρζουαζίας.

συμμαχίες και άμυνες

Όσοι απομείναμε, μετράμε
την πικραμένη καρδιά με τη μεζούρα
ρυτίδες καταστέλλοντας
κατεστημένα που μας φαρμάκωσαν
βλέμματα που μας σπρώξαν στην ερημιά
ερωμένες που αδίστακτα μας ερώτεψαν
όσοι απομείναμε χωρίς
συμμαχίες και άμυνες
με τις μακέτες να καθρεφτίζονται
στα μάτια, τη ζεύξη του Μοριά
με τη Ρούμελη, τα σκοτωμένα γατιά
τις αποδείξεις για τις βεντζίνες
και τα διόδια
να ρουφιανεύουν στον αντίπαλο
ποιούς δρόμους πήραμε
για μιαν αιματόβρεχτη εκδρομή.