Στο γενικό μπάχαλο που υπέστη το κράτος
βάλε και την ξενόφερτη βασκανία. Τις στάνες
που ισοπεδώσανε οι μπουλντόζες του εκοφίν.
Τα εκλεγμένα σκουμάδια που συνομιλούν διεθνώς
με τα προφίσιενσι και τις άλλες δεξιότητες
που τους προίκισε η φιλελεύθερη πατρίς.
Τα μαγκωμένα ελληνικά στα τραπεζώματα.
Τη σκοτοδίνη απ’ τα υπερούσια πλακομούνια
τις υποσχέσεις κάτω απ’ τις αγιάτρευτες φεγγαρίλες.
Βάλε την πυρκαγιά της μεσαίας τάξης
ν’ αποσύρει το ζάσταβα και να ταιριάξει
στα φιγουρίνια του αστού κάνοντας λάντζα σπουδάζοντας
παιδιά υπογράφοντας δάνεια ρουφώντας φώσφορο
γραμματοσειρές από αμοντάριστα πλάνα
και βραζιλιάνικες σειρές. Βάλε τη διανόηση
Που κολοτρίβεται με τον πρόεδρο
και την προεδρίνα γράφοντας ολημερίς
μπαταρισμένα αρθράκια κι άλλα
ζυγιασμένα και γλυκάρμυρα για τον έπαινο
των σοφιστών και της ακαδημίας τη λιακάδα.
Βάλε τις μπύρες που στραγγίζουν οι οικοδόμοι
μετά τη δουλειά για να σβήσουν ένα
χιλιοστό ταλαιπωρίας απ’ το σακατεμένο πετσί.
Βάλε την λεπτεπίλεπτη προβατίλα
του φανατικούλη που ελπίζει στο προπό
και τον παράδεισο βάλε το ένα δολάριο
μεροκάματο στις τρίτες χώρες τις γαλαρίες της Χιλής
με τους πλακωμένους δούλους να ρεκάζουν την
εθνική τους χλαπάτσα μισότρελοι και μισοπεθαμένοι.
Βάλε τις ιερές συμμαχίες και τα κουφάρια και
το αλτσχάιμερ που έρχεται με τα χίλια να φαλκιδεύσει
τα αισθήματα και τους απείραχτους λοβούς
που απόμειναν στα φτωχά μας κορμάκια.
Month: Αύγουστος 2010
Στο ίδιο πλυντήριο
άφιλτρα
Ρόκ
Υγρά
Να δρέψω ηδονούλα
απ’ το πιπίνιο όρυγμα
κι όση σάρκα χαράκωσα
στις αχτές
με την κάψα μισθωτού
που ροκανίζει το επίδομα
χοχλάζοντας δίπλα
σε βυζάκια μπιζού
και σε λιγνά κορμάκια
τουρλωτά και τσέχικα
σαν αρχέτυπα στύσης
με το χνουδάκι
να σκάει μύτη
στις τρομερές κόγχες
χορταράκι
μαλαγμένο απο μελτέμι
σκανάροντας τά
άνδρα μοι έννεπε μούσα
στην πατηκομένη άμμο
Αύγουστο αβασκαμένο
που’ χει στουπώσει γλύκα
στα χαρακώματα
ικέτης καψερός
με το υνί
καρφωμένο στην άμμο
βετεράνος καυλιάρης
τσιτώνοντας
το δερματάκι που θα φάει
ένα χειμώνα στη μάπα.
Εις εαυτόν
Τι στραβώνεσαι ρε μαλάκα φανατικιέ
με τις θανατίλες και τα μανιφέστα!
Πιπεριά κόκκινη τρίψε στη σαλάτα
να γειώσεις τη γλώσσα με το χωματάκι
εν μέσω καύσωνα
και ντομάτα απ΄τα εθνοτόπια χαράκωσε
να στάξουν στο λαδάκι τα σπόρια
φέρνοντας στο νου μυθιστορίες του καλοφαγά
αναμνήσεις δόλιες απο ακτές
περασμένα μεγαλεία πειραγμένα
για τις ανάγκες του γραπτού
τόσο που να τα θαυμάζουν παρέες μελλοντικές
στις ανασκαφές σκαλίζοντας το παρελθόν του κουρέλα
που εδιδάχθη τη φτωχή ετούτη τέχνη της ποιήσεως
αναστηλώνοντας έρωτες
καταστέλλοντας τρομάρες και θανατικά.