Φασόλια ζεστά

Μνήμη  Γ. Δ

Σκέφτομαι καμιά φορά το σκεπασμένο
φαί της μάνας μου. Φασόλια ζεστά.
Τον ήλιο να δύει χορτάτος. Τον Γιάννη
απ’ έξω μόνος να περνά χορευτικά
μάρτυρας του εν αρχή ην ο πόνος
την τελευταία λέξη κρατώντας σφιχτά.
Με το χέρι γκρεμίζοντας πύργους
στήνοντας γραπτά διορθώνοντας
πατρικά διατάγματα βλέμματα
ανεξίτηλα στο καθρεφτάκι της
αστικής. Με τις φωνές των άλλων
αλυχτώντας. Κυρίαρχος του κόσμου
κλεισμένος στο πετσί του ερμητικά
τελεία βάζοντας για πάντα με
μια σφαίρα. Αφήνοντας στους ζωντανούς
το δήθεν αναπάντητο ερώτημα
ποιοι δαίμονες τον χρησιμοποιούσαν
το χρόνο ξεριζώνοντας μονάχος
ως τη συντέλεια που του αναλογούσε.

Ερωτολάγνες και υγρές

Πολλά λογάκια ξεστόμισες
σκωπτικά στα βοσκοτόπια
που σε έριξε σποραδικά
η φύση. Φωλίτσες χτίζοντας
για το φρόνημα μελλοντικού
καυλιάρη που σκαρφίζεται
αυθωρεί εκδρομές στα δάση
με τσούπες που συμπλήρωσαν
την καμπύλη ανάπτυξης
μέλλουσες σπουδάστριες
των ιεκ ξυνή. Ιέρειες της
πράσινης ανάπτυξης που
θα στηριχθούν δια βίου
σε μόνιμη σχέση ξεφτιλίζοντας
φαντασιώσεις καραβανάδων
της ποίησης που τις θέλουν
θαμπωμένες στιλπνές
ερωτολάγνες και υγρές
να λιχνίζουν κορμάκια
που λύγισαν μπρος τη θέα
χειλιών που ξάνθυναν
εν μια νυκτί.

Το πρωί στη φύση

Ξεκάλτσωτος ακόμα. Kι ας πύκνωσαν
οι γρίπες και τα προεόρτια συνάχια.
Κυνηγώντας ρετάλια εκείνου του
ηλιάκου που ζαλίζει κι αχνίζει
τα υποχείρια χωματάκια. Λιβανίζοντας
αθώα κοπριά τ’ αχάιδευτα καπούλια
μιας πλαγγόνας που εσήκωσε ως τη
μέση τα φουστάνια της γειώνοντας
το ζεστό κάτουρο των σπλάχνων.
Όπως το πετυχαίνει η ποίηση.