Μνήμη Γ. Δ
Σκέφτομαι καμιά φορά το σκεπασμένο
φαί της μάνας μου. Φασόλια ζεστά.
Τον ήλιο να δύει χορτάτος. Τον Γιάννη
απ’ έξω μόνος να περνά χορευτικά
μάρτυρας του εν αρχή ην ο πόνος
την τελευταία λέξη κρατώντας σφιχτά.
Με το χέρι γκρεμίζοντας πύργους
στήνοντας γραπτά διορθώνοντας
πατρικά διατάγματα βλέμματα
ανεξίτηλα στο καθρεφτάκι της
αστικής. Με τις φωνές των άλλων
αλυχτώντας. Κυρίαρχος του κόσμου
κλεισμένος στο πετσί του ερμητικά
τελεία βάζοντας για πάντα με
μια σφαίρα. Αφήνοντας στους ζωντανούς
το δήθεν αναπάντητο ερώτημα
ποιοι δαίμονες τον χρησιμοποιούσαν
το χρόνο ξεριζώνοντας μονάχος
ως τη συντέλεια που του αναλογούσε.