Υγρά μανιτάρια

Υγρά μανιτάρια θα μαζέψουμε και
τυφλόμυγα θα παίξουμε στον ήλιο.
Θα ομορφήνουμε το τοπίο και τα
χείλη μας θα σαλιώσουμε στο
χείλος του γκρεμού κόβοντας
λουλούδια δοκιμάζοντας Βερλαίν
στο κενό. Με κραυγή αναφωνήτρα
προς τα αιώνια χωρία πέρα κατά
κει που οι αβασίλευτοι ήλιοι
πυρώνουν βέβηλα λογοδαίδαλα
αιδοία. Με την ποίηση να πνέει
να αγρυπνεί ξελιγωμένη στον αχνό
της μαύρης τρύπας.

Ιδέες

Ιδέες έχουμε πολλές που τις κάνουμε στίχους.
Και λύσεις για να βγούμε απ’ την κρίση.
Να γυρίσουμε στην ύπαιθρο να φυτέψουμε
πατατούλες να κάνουμε σέξ ξανά του παλιού
καιρού να δούμε το άπλυστο σύμπαν με
τ΄αστεράκια του να τρεμοσβήνει. Τον ήλιο
να βαράει ντενεκέ και το φιδωτό ποτάμι
αγριεμένο εκεί που ελούζετο ανύποπτη
σάρξ με την αχόρταγη σχισμή να δαψιλεύει
δάχτυλα προς την ανυπαρξία πριν στήσουνε
του άστεως ραχητικοί μπαλάντες επιγράμματα
σονέτα κι ελεγείες.

Εθνική επέτειος ξανά

Ημέρα έμπνευσης για τη νέα γενιά είπε ο πρόεδρος, ο παπούκας που κερνάει τσίπουρα τους επισκέπτες στο παλατάκι του ως οικοδέσποινα μπουρδέλου που θυμάται την νέα γενιά στις επετείους. Στη χώρα των Λελελέ και των Μακούμπα όποιος έχει σεζλόγκ και μαύρη καρδιά πλέκει χρυσές αλυσίδες. Σοφοί με ιδέες σοφές αρμέγουν καταιγίδες δίνουν γλωσσόφιλα στον πρόεδρο που χορεύει τον καλαματιανό του και κάνει πρόβες συγκίνησης στον καθρέφτη για να τονώσει το φρόνημα και τα μπουτάκια δεκαεξάχρονης που σπαρταρούν σκορπώντας σπασμούς σε ματάκηδες της νέας τάξης που εντρυφούν σε ωροσκόπια και προβλέψεις για το χρέος το έλλειμμα και τα ροζ συννεφάκια στο σώβρακο Τούρκου γόη που τουρτουρίζει σε σήριαλ για κοινούς θνητούς όπως εμείς.

 

Ως βάτεμα εκφωνήθηκε
απ’ τα μεγάφωνα χωνιά
ο άκρατος ηρωισμός της παλιγγενεσίας.
Κοντάρια φαλλικά
έσκασαν μύτη απ’ την άβυσσο των χθαμαλών αιδοίων
λίμπιντο γαλανόλευκη κυματίζοντας
απαγγελίες λεπτεπίλεπτες
υπέροχα γιορταστικά ελληνικά
από μαθήτριες ρουφήχτρες
πασιονάριες
αριστούχες στην ονείρωξη
απ’ τα κόκκαλα βγαλμένες
που ακούς τη σάρκα τους να σκάζει από χυμούς
απ’ τα υπονοούμενα στραγάλια της μαρίδας
τα υγρά τα λογοπαίγνια ανδρών επιφανών
ίσα για να ντοπάρουνε
την προαιώνια λαχτάρα του σφαχτού
για τη σφαγή
τον πρόεδρο που τρεμοπαίζει σαν πυρσός
κάτω απ’ την τέντα
αποθανατίζοντας
τη γάργαρη υποτέλεια της λαμπερής νεότητας.

Συνάδελφε ποιητή

Θα σου σκάσω φιλί ρουφηχτό συνάδελφε
ποιητή που ΄τα πες ωραία και σου βάλαν
στίχους στο μετρό για να πάρουν μυρουδιά
οι μεσαίοι δωδεκαετές χνουδάκι. Έτσι που
να παραλογίσουν λίγο στις ταΐστρες τους.
Με ασύμβατη ματιά να δουν χειλάκια
διπλανά. Βυζάκια έρμαια στου χρόνου
τη σφοδρή αμμοβολή. Συνάδελφε
ποιητή έζησες πολλά τραγικά, σκουριές
το χάδι διαφημιστή και της κυράς τον
επικήδειο. Την γηραλέα χείρα του εθνάρχη
που ελευθέρωσε οικόπεδα και ορμέμφυτα.
Πήρες βραβείο από χέρι βασίλισσας
κι εκφώνησες λόγο στο στείρο σκοτάδι
αφήνοντας στα χέρια κορτάκηδων
συλλογές άκοπες κατευνάζοντας
το οιδιπόδειο που τους αναλογεί.

Η μεγάλη πορεία

Όλες τις μυζήθρες του ντουνιά να κουβαλήσεις
η μεγάλη πορεία κρατάει πολύ κι οι αγορές της
τέχνης του λόγου που βαφτίστηκε λογοτεχνία
από σακάτη γραφομανή είναι ασύδοτες όλες.
Σαράντα μέρες χιονιού και ραγισματιές
καλλιέργησαν και μύθους αστικούς για τα
πλατωνικά στερεά και τα στιχάκια που έγραφε
κρυφά ο αβάς στο λάκκο για να κλείσει το κάτω κενό της.
Να μανταλώσει το αθέατο απ’ αυτούς που
το στέρησε ετυμολογώντας το αιδοίο της
που ξενυχτούσε ορθάνοιχτο σε κάποιες Βερσαλλίες.
Σαλιώνοντας κάθε τόσο δάχτυλο για να λιπάνει
το φαντασιακό ζευγάρωμα η ελαφίνα, αυτή
που πηδούσαν άλλοι σύννοες με σύστημα
ταχτική και μέθοδο αφού, όλα λαξεύονται
με τον καιρό αφού, κι οι καύλες έχουν τις
ιερές γραφές τους  κι η Κάρλα Μπρούνι
το αστραφτερό καθρεφτάκι της για να
ματιάζει καπεταναίους που λάμνουν
στα υγρά της.

Προσευχή της Άνοιξης

Κύριε
επένδυσα σε υγρά χείλη και μύθους.
Σε πληθυσμούς με περίστροφα. Στης
Βολιβίας το μισοσκόταδο και τα
ντουφέκια της Κούβας που αχνίζουν
σαν κορμάκια στον ήλιο. Κύριε
επένδυσα στην αθεΐα και το αιδοίο.
Στην Άνοιξη και τους έρωτες που
δεν αναγνωρίζει η αρχιεπισκοπή.
Επένδυσα στους αρμούς και τους
ιδρώτες. Στο κρινάκι που με
κατασπάραξε ανελέητα. Κύριε
επένδυσα στην ακόρεστη απόλαυση
τις αγρύπνιες, το σπέρμα και τις
σαρκοβόρες μαγειρικές. Στους
κόρφους που με κορφολόγησαν
και στις μήτρες που με μάντρωσαν.
Αυτές που τύφλωσα μεσουπνίς
λάφυρο παίρνοντας την ηδονούλα
της στιγμής. Κύριε επένδυσα στο
τρυφερό χιόνι και την ποίηση. Στις
γόησσες που θα σκύψουν κάποτε
στον τάφο μου αφήνοντας την
ανεμοβλογιά του αρπαχτικού.
Το καρβουνάκι ανάβοντας
του δασωμένου οργασμού
ως τα μηνίγγια.

Ουζερί

Διαβάζω ποιήματα σε μεθυσμένους
στο ουζερί. Οι περισσότεροι
μοιάζουν με το φάντασμα της όπερας
την ώρα που παίρνει το πρωινό του.

Τρυφερά ονειρεύονται
και κάνουν σκέψεις μεγάλες.
Με τις αισθήσεις
στην πλήρη ώρα τους.
Και το δακρυάκι τη στιγμή
που τελειώνω το ποίημα να τους ξεφεύγει.
Σα να γλίστρησε απ’ τα χέρια τους το τελευταίο
υγρό μουνάκι του κόσμου.

Η μπαλάντα του τζέφρυ

Θα σου αφήσω μια ψευδαίσθηση θλίψης
μιαν αγωνία ντόμινο κάθε στιγμής κι άλλα
πικρόχολα. Με το ασώματο ποιηματάκι
μπορώ να σε ραγίσω. Να εντοπίσω νάρκες
στο κορμάκι σου με το δάχτυλο. Να θάψω
μυστικά. Να καλλιεργήσω λίγη τρέλα.
Μπορώ να σου στείλω αράχνες στον ύπνο
φίδια και φαλούς. Μπορώ να σε βαφτίσω
στα δυο χριστιανό και στα είκοσι τρομοκράτη
να σου μάθω εξωσχολικά να διαβάζεις
μα στο δικαστήριο να τα πλασάρω
εναντίον σου. Να σου φορέσω πουκάμισο
λευκό την παρέλαση κι αλεξίσφαιρο
άσπρο στη δίκη. Μπορώ να σε κάνω αφίσα
της άγριας δύσης, να σ’ επικηρύξω.
Ανωνύμως κι εμπιστευτικώς να σε καταδώσω.
Ένα στρατό από ρουφιάνους εθελοντές έχω.
Και το μέγα ουρανό να με συνδράμει.

Oι μελαγχολικές

Μας κάνανε τη χάρη οι μελαγχολικές
κι ανταπέδωσαν το σύγκρυο που τους
συνέβη κάποτε, από ακτιβιστή των
αισθήσεων, που τις πλήγωσε σε στενό
πόλεως με χαμηλό φωτισμό και μακρινούς
ήχους, με λίγη βροχούλα διαθλώμενη
από τσίγκο. Στο ημερολόγιο γράφοντας
για τα ζοφερά χείλη του σαγηνευτή
δαγκωματιές που ξεπατίκωσε από
ταινίες εκφράζοντας εξαίσια
μελλοθανάτους έρωτες που έχτισαν
ποιήματα και κλοπές. Nοσήματα
του ιδιόμελου κορμιού.
Αιωνόβιους μύκητες
κάτω απ’ τον λιγνίτη
των χειλιών.

Σώμα

Ω ανωτάτη εσύ πασών των ηδονών
κανένα συναίσθημα δεν ημπορεί
να εκφραστεί αν δεν περάσει
από μια λέξη. Δώσμου το χέρι σου
πάρε τη λέξη μου και τέτοια.
Σώμα εσύ λυγερό κρυμμένο
με χνούδι και κάποτε αγριότερο
τρίχωμα. Σώμα εσύ που ξεμύτισες
απο άλλο σώμα στην απερισκεψία
πάνω μιας στιγμής κι έμαθες
εξ απαλών ονύχων το μυστικό
της διαιώνισης. Σώμα εσύ
που διδάσκεσαι ολόγυρα τεχνικές
και μυρίζεις την περιρέουσα
ατμόσφαιρα λαγνείας. Σώμα εσύ
με την ιδιώνυμη μυρουδιά
και την λαβυρινθική σου άλγεβρα
που θα φύγεις τελείως ανεξερεύνητο
μολονότι έχεις αγγιχτεί και
χαϊδευτεί παντού. Σώμα εσύ
που θα ξεχαστείς κάποτε στο
χωματάκι με άλλους αγαπητικούς
που πήραν ρίσκα και σε στεφάνωσαν
ή αποκόμισαν λεπτότατη και
διάφανη κιλότα από σένα.
Ω σώμα εσύ που κοιτιέσαι
στα νερά του καθρέφτη μιας λακούβας
θα σε θρυμματίσει η ψιχάλα και
το αεράκι της επαρχίας.
θα σε τρίψουν σατανάδες
στη χούφτα τους σα ρίγανη
για να νοστιμίσουν.
Θα σε δαγκώσουν σκορπιοί
στα ερωτύλα γραφτά τους.
Θα σε βοσκήσουν μέλισσες.
Κι απελπισμένοι εραστές
χασίσια θα φυτέψουν
στα χαντάκια σου.

Ο ουμάνης

Ο ουμάνης δε γκαταλαβαίνει απο γκάβλα. Ενημερώνει γειτόνους για πρακτικές αθέμιτες αυθαιρεσίες τραπεζών ασέλγειες κέντρων αδυνατίσματος. Ο ουμάνης είναι μη κερδοσκοπική που έχει μέτοχο τον αντρίκο το ίδρυμα μείζονος ελληνισμού την πίτα παν. Ο ουμάνης πάει πορεία για τα μεταλλαγμένα και την όξινη βροχούλα. Ο ουμάνης ιδρύει ηθικές τράπεζες λέει τη σούλα λούλα και τη μαρία κάλλας. Στο παζάρεμα δεν έχει ψιλά για ρέστα. Ο ουμάνης γελά κι αφήνει να εννοηθεί πως μια επίφοβη κι αόρατη χειρ παίζει μαζί του. Ο ουμάνης είναι σαλταδόρος. Φιλοσοφεί με στίχους παλαιών αναμνήσεων. Έχει και το μέγα ανατολικό στο πατάρι. Μη τον βρουν τα θηλυκά και στάξουν δάκρυ γάλα βυζιού και έμμηνα. Ο ουμάνης προτείνει να περάσει το σεξ κάτω απ’ το δραστικό έλεγχο ιδρυμάτων. Του τραπεζικού συστήματος που θα εγγυάται την κανονική ροή επιθυμίας και εκκρίσεων. Τις παρενέργειες από βιασμό έως απλή μετάδοση γέννησης και θανάτου που ανέκαθεν βασάνιζαν την ανθρωπότητα. Ο ουμάνης είναι το όπλο υποψήφιων νεκρών. Έχει τα δικά του σκυλιά να γαυγίζουν στον πάνω κόσμο. Ο ουμάνης είναι αστός που γυρεύει πάντα βίτσια. Μερίδιο σε πάθη. Μέθη ευσπλαχνική. Ξεσχίζει εκθεσιολόγια για να γράφει επικήδειους. Στα γεράματα ονειροπολεί με τις κατουρόκαυλες του Ράμφου. Θάβει απ’ το τηλέφωνο ζωντανούς ανθρώπους. Χαϊδεύει τα εγγόνια του και την αλβανίδα νταντά της μή βίας του Μπερίσα.

 

Real Housewives of Athens

Τώρα το μέγαρο είναι ο τάφος που κρύβει τα εργόχειρα. Τη μεγάλη τέχνη της ορθοδοξίας που περιγράφει λεπτομέρειες θανάτων σε λαμπρές τελετές. Τα χούγια όσων πέρασαν κι αφήσαν λογοτεχνίλα και κομματική δουλειά. Η ψόφια ελληνικότητα κορδωμένη. Ένα δεμάτι κόκαλα και σάρκες ρουφηγμένες απο μύθους περηφάνιες τερακότες και σκαραβαίους. Δημάρχους και παπάδες εκτελεστές. Αφού ξέσχισαν στις φάμπρικες τα κορμάκια τώρα τα στραγγαλίζουν. Τα στραγγίζουν τα κάνουν πετσιά. Δέρματα για ψηλές μπότες. Εσώρουχα για βιτσιόζες οικοδέσποινες των Αθηνών. Ηπείρου 2 και Πατησίων. Επιθυμία και εκπλήρωση. Κύκλος που μέσα του παίζονται όλα. Σεξουαλική επιθυμία, πείνα, δίψα. Μεδούλι απ’ τα κόκαλα βγαλμένο, χυμοί του αίματος, σπασμοί της ιστορίας, φθάνοντας ως το δόξα εν υψίστοις. Η έγνοια της επιθυμίας για αιωνιότητα. Όταν εκδηλωθεί και αφηνιάσει σπάει κόκαλα.

Ιδρύματα

Ιδρύματα στήσαν πολλά οι μετρημένοι.
Για τις χορεύτριες και τα μπουρίνια.
Στάζοντας στους αγίνωτους κόλπους
θανατικά όπως γεμίζεις ανεμοβλογιά
σε μια νύχτα. Και η Κύρου ανάβασις
φορτισμένη μούτους Πακιστανούς για
ιδιώτες. Επίκουρους που μάδησαν
κουφάρια και κάναν περιουσία
σχεδιάζοντας αέρηδες σε θερμοκήπια
κι επικαθούμενα με τριφύλλι. Λόγια
του σατανά για δικαιοσύνες δεν
ακούσθησαν από ποιητάς ρεμπεσκέδες
που ψοφολόγησαν δίπλα σε κερί
και σε φωτό από κορμί με τα χείλη
χαμηλά και τα ζεστά χνώτα κάποιας.

Ψάρεμα

Ανακάλυψα το μισό κόσμο στο σινεμά
και στις νεκρολογίες ποιητών στο γυμνάσιο.
Άρχισα να φτιάχνω πετονιές για να
ψαρεύω δικά μου ποιήματα. Χρόνια πηγαίνω
για ψάρεμα χωρίς να φέρνω σπίτι ένα
ποίημα. Χάνω όλα τα ποιήματα που
πιάνω. Γλιστρούν πηδούν σπάνε
την πετονιά στριφογυρίζουν τσαλαβουτούν.
Ποτέ δεν άγγιξα ποίημα με τα χέρια μου.
Και παρόλες τις διαψεύσεις πάντα πιστεύω
πως είναι ένα ενδιαφέρων πείραμα το
χάσιμο χρόνου.

Χιονόνερο

 

 

 

 

Χωρίς ιερά και όσια μονάχα θρούμπα ελιά
και ρήσεις προγόνων που φοβέρισαν κάποτε
υπάρξεις που διέθεταν τσαχπινιά και
ζωντάνεψαν λεπτομέρειες από αχαλίνωτα
κορμάκια. Κάνοντας υποθέσεις εργασίας
για το στιλπνό τρίχωμα και το δέρμα
που σκέπαζε μπουτάκια και γάμπες πριν
ελευθερωθούν και ξεχώσουν στοργή
και χάδια και συναίσθημα σε γιωταχή.
Με τα ερτζιανά να δολοπλοκούν και τα
χείλη ν’ ανοίγουν το πορτάκι των κήπων
ρίχνοντας όλες τις φλέβες στη διαιώνιση.
Φωλιάζοντας μέσ’ το παχύ ροκανίδι της
κυράς. Τινάζοντας τα πέταλα και τους
στίχους σα χιονόνερο από κλαδάκια.

Στο χιόνι

Τραύματα διακρίναμε πολλά σε άλλους
κι αφήσαμε τα δικά μας αφρόντιστα  και
κρυφά. Το αμείλιχτο χάος τραγουδήσαμε
και τις γυμνές που έπραξαν το καθήκον τους
αποπλανώντας μελλοθάνατους γανωματήδες
της Παραμυθιάς που άφησαν άχτιστο το
μέλλον και βγήκαν φρεσκοπλυμένοι στο
χιόνι που ΄πεφτε σα χνουδάκι της φύσης
την ώρα που ζευγάρωναν τ’ αδέσποτα
για ν’ αντέξουν το κρύο και το νυχτέρι
που πελεκούσε.