Το να μιλάς για παρόν είναι ρεπορτάζ, γεγονός, σημείωμα σε χαρτοπετσέτα από σύζυγο ή μάνα, λίστα από ψώνια, αγορά βιδολόγου στα πράκτικερ ή ολίγη κβαντομηχανική από κυριακάτικη εφημερίδα. Το παρελθόν και το μέλλον όμως είναι ποίηση που στραγγίζει την ημερήσια κατάθλιψη μιας εργάσιμης γιατρεύοντας τη χημεία του κορμιού με καυλοπυρέσουσα οδύνη ονείρωξης φωτοτυπημένη σε σεντονάκι λευκό. Το μέλλον είναι ισοδύναμο φαντασίας και το παρελθόν ισοδύναμο μνήμης που βράζουν μέσα στη χύτρα του παρόντος. Το περιβάλλον είναι το πετρογκάζ που σε κάνει ή γομάρι ή περίεργο. Σε θυμώνει, σε γδέρνει, σε ρουφά σαν καταβόθρα. Μια μικροστιγμή ενός ασήμαντου όντος μπορεί να είναι πιο πολύπλοκη από την πολυδαίδαλη εξέλιξη μιας σουπερνόβας. Κι οι πύρινοι ήλιοι της Ανδρομέδας αμυδρές πυγολαμπίδες μπροστά στο φλογερό καμίνι του αιδοίου που περιμένει το σιδηρουργό του. Κουβαλάμε στους ώμους το αιώνιο παρόν. Κάνουμε λογοτεχνία, επανάσταση, δίνουμε όρκους. Χτίζουμε θρησκείες που διαλαλούν την κρίση της συναισθηματικής μας μισαλλοδοξίας, αυτής που ντύνει με δόγματα ο ιερέας και εμποδίζει επί αιώνες την επαφή του πνεύματος με τον εξωτερικό κόσμο και που εναντίον τους η αναγέννηση, οι εγκυκλοπαιδιστές, η γαλλική και η οχτωβριανή επανάσταση ήταν ισάριθμες εξεγέρσεις που καταπνίγηκαν μεν στην επιφάνεια του ανθρώπου αλλά νίκησαν στο βάθος του. Κι αυτό το βάθος είναι οι εκρήξεις δισεκατομμυρίων φωτεινών ενεργειών σ’ ένα πλέγμα πολύπλοκης και λαμπρής λεπτότητας μέσα στο Αιώνιο Τώρα του υλικού χώρου.
Month: Απρίλιος 2011
Γεγονότα που ζήσαν άλλοι
Χώρεσε μπόλικο αυτισμό η ποίηση.
Νευρικές κρίσεις, φλυαρία. Γεγονότα
που ζήσαν άλλοι αλλιώς. Ύμνησε
αγριομηλιές σκουριές και βάτα. Τραγούδησε
τις ψείρες το μέλι το πρωκτικό σέξ.
Τα ούφο τα βατόμουρα το Μπάμπη
Κλάρα. Γράφτηκε παράνομα με φακό
κάτω από σκεπάσματα. Πρόχειρα στη
ζεστούλα κορμιού ζωηρεύοντας
αχαλίνωτη ηθογραφία και χρήση
λέξης από μητρικό κόρφο. Έβγαλε
στην επιφάνεια μιλιά χιονιού φρέσκου
κι απάτητου. Χάδι υπονοούμενο σε
φτεροκόπημα αναγνώστη
ανεπίδοτη αφήνοντας χαρμολύπη σαν
προβιά στο φράχτη που στεγνώνει
απ’ τους χυμούς της ύπαρξης.
Ιδεών έκθεσις
Ονειρεύτηκα δασκάλα που μας έβαζε να φτιάχνουμε εκθεσούλες με φαντασία και όνειρα γλυκά. Κι όχι εκείνο το ξεπεσμένο, πώς τα πέρασα το Πάσχα, που ήταν σαν περιτύλιγμα πραγματικότητας με μπόλικα αποκυήματα και άλλα σπουδαία που διαβάζαμε ή ακούγαμε ή μας έρχονταν στην κούτρα από στιχομυθία βλέμματος με συμμαθήτρια. Τα ντουβάρια της τάξης κάνουνε καλή δουλειά στο μυαλουδάκι μωρού που θέλει να ασκηθεί σε διαγνώσεις ζωής και κουβέντες που πέρασαν ξώφαλτσα μιας και η κρατική εκπαίδευση επιδαψιλεύει στο κορμάκι καθήκοντα ποιητή ή γκριμάτσες για τη μετέπειτα αλάνα της αγοράς που θέλει αλφάδι τους συμπολίτες και τους συμπότες. Σε περνά από γερτούς καλαμιώνες και χαρακώματα με γιορτούλες πένθιμης χαράς και παπαγαλίες για τις πενταδάχτυλες αφές και νόμους του Νεύτωνα που χρειάζονται ίσα ίσα για να καμαρώνεις στα μπούτια κάποιας τη βαρύτητα και τα στηθάκια που επιτυχώς επιβεβαιώνουν τη θεωρία. Μόλις τα μαθητούδια γίνουν άντρες, γυναίκες, πολίτες χώρας τρέχουν να χωθούν πανικόβλητοι σε συμβιώσεις, οικογένειες, εκκλησίες της πεντηκοστής. Ψάχνουν λαγούμια, κουφάλες, αγκαλιά εραστή, χάπια, ψυχολόγο, δάνειο για αγορά πρώτης και τελευταίας κατοικίας. Αφήνουν απέξω κραυγές και κομματάκια του εαυτού όπως πάθη, κρυφούς οργασμούς, ομπρέλες καρφωμένες σε παραλίες και γκαζόζες σε τραπεζάκια σταθμών. Γίνονται αντρόγυνα και πρώτη ύλη διαφημιστή σε πολίχνες και προάστια στέργοντας γονιμότητα στις εκτομίες λεωφόρου και τα λιπώδη σύθαμπα ψησταριάς το Σάββατο επινοώντας παχυλή μακαριότητα στιγμής μεσ’ την αιώνια λοχεία τους.
Αναμνήσεις ορέων
Λυπήσου μας χρόνε με τις τόσες βιοτικές μας ανάγκες
και το μέλλον μας, που το διαβάζουμε στα ζώδια και τα
στεγνά χειλάκια του κορμιού κάποιας, που μεταδίδει
απ’ τη γούρνα της κρατικής ορεινούς οργανοπαίχτες
και πείνες παιδιών που πέρασαν. Έθιμα, ήθη και
πλεκτάνες. Φορμαλισμό προγενέστερων χαριτωμένων
σε πλατείες χωριών με ομήγυρη να πάλλεται στην
ορθή στιχοριξιά αφήνοντας ήλιο να χυθεί απ’ τις
μασχάλες στα πεδινά. Κάνοντας του διαμερίσματος
τον πονεμένο να λιβανίσει λίγο χωριό. Να λιχνίσει
ρόγες αιχμηρές σε στολές νοικιασμένες.
Χίλιες λεξούλες
Περιμένεις με χίλιες λεξούλες να πυρακτώσεις
το δημόσιο αίσθημα. Να κάνεις εντριβή στο
μισθωτό που χρημάτισε λαός κυρίαρχος με
άλλους φύλαρχους αφού ξεπάστρεψε στάνες
και πατρικά φορώντας πολυσήμαντα εσώρουχα.
Αφού κυλίστηκε σε παιδότοπο, απόγευμα Κυριακής
με τη συμβία απασχολήσιμη κι αδιάθετη στα
νταμάρια γενεθλίων. Με κοπελίτσες γλυκές
της παράταξης που αναθάρρησαν ακούγοντας
Ρέμο για να’ χει η σάρκα τους λόγο ύπαρξης
φυραίνοντας το μυαλουδάκι με συρράξεις
χαρμολύπης, αντιγραφές τοπίων σε αρχαίες
καφετέριες όπου έφηβοι επέδωσαν το πρώτο
τους φιλί. Με τη γλώσσα να τρυπώνει στα χάσματα
και τον πούτσο να σκιρτά μπροστά στο
κάστρο της ανάσας κάποιας.
Πένθος λευκό
Σκέφτομαι πως μπορεί κάποιος να στήσει περιβάλλον πένθους. Να βρει πράγματα ανάμεσά μας που θα μπορεί να τα πνίξει αφού δεν θα μπορεί να τα κατανοήσει. Διότι κατανοώντας γνωρίζω τον εαυτό μου κι οχι τις μινιατούρες ύπαρξης. Ο αξιοθαύμαστα αξιολύπητος στήνει εικαστικές επινοήσεις. Παρωδεί την παρωδία. Μαϊμουδίζει προσευχούλες, άρτους και θεάματα. Γραβάτες σακάκια τρίχες κομπολόγια. Ξεγελά την αγαπημένη του αυταπάτη για το μη αναπαραστατικό και γίνεται ένας εμπνευσμένος μεσάζων ανάμεσα στην απομίμηση και την αναδημιουργία. Βασανισμένος απ’ το ναυάγιο τού να είναι μοναδικός επιλέγει το να είναι πολυάριθμος μέσα στο βιβλικό σκατολογικό όραμα. Φοβάται την φύση που τον οδηγεί στις διαστροφές και μεθοδεύει εγκράτειες. Κάνει κοινοβούλια δημοκρατίες μπουρδέλα εκκλησίες τζαμιά για να ελέγχει ορμές σεξουαλικότητα ένστικτα. Κεντά με σπουδή τον ταξικό ιστό. Χτίζει τύψεις αντί για οργή. Κλώθει τις σαδιστικές παρορμήσεις των θρησκειών. Η αφροδίσια ορμή είναι νόσημα. Η επανάσταση ανοησία. Η δικαιοσύνη μεταφυσική. Ο θρησκόληπτος αλλάζει τον νόημα των λέξεων. Καταργεί την ουσία του λόγου. Ακυρώνει το χώμα τη θάλασσα τα βουνά και τα δέντρα. Πετσοκόβει πούτσους και κλειτορίδες ως απολήξεις μιας διαβολικής εκτροπής του ανθρώπινου γένους. Μια ανθρωπότητα που έγινε υστερική σκύλα κατά το Μεσαίωνα γιατί απώθησε ανεπαρκώς τις σεξουαλικές εμπειρίες της ελληνικής παιδικής της ηλικίας.
Τα δέοντα
Υποφέρουν πολλά οι φτωχοί συν τη
στείρωση και τις ξευτίλες απ’ τα γεγονότα
που δεν ορίζουν. Τις χαμένες μέρες
πίσω από επιταφίους και κάσες με
συγγενείς, γνωστούς, νεκρούς από
άλλη εκλογική περιφέρεια και μπούτια
που ξεζούμισαν κάποιον φουκαρά
με τους καλούς τρόπους κυβερνώντας
ψωλές δια βίου κτίσεις της επαρχίας
που δεν θα γνωρίσουν μνημόνιο και
βίζιτες χορηγού κρεοπώλη παρά
μονάχα φρόνημα σαρακοστής και
οβελία από χορταράκι ντόπιο. Άλλων
λαών ασώματες κεφαλές έθιμα
από Φιλιππίνες και Κόσσοβο με
χαραγμένα πετσιά αιμομιξίες της
γιούνισεφ διαφημίσεις με κορμάκια
που πράττουν τα δέοντα για τη σωτηρία
της ψυχής.
άλωση
Θα επαινέσω πάλι την άλωση
χαράματα και το δάχτυλο που
έσταζε σκέτη ποίηση προς χωρία
αιώνια. Τη θαμπάδα και τον
ύστατο σπασμό λίγο μετά που
χάραζε στους αυτοσχέδιους
βάτους των μηρών. Το λάλημα
βουβώνων, τις νυχιές που
άπλωναν στο δέρμα θρόισμα
χορευτικά μη φύγει ούτε ίχνος
καύλας στο διάστημα μη και κυλήσει
το λιθάρι στην αγέρωχη μπούκα
του κορμιού. Μονάχα ζεστούλα
απ’ τα έγκατα να βγάζει και γύρη
όταν γαρ οργασμός εις το
σώμα έλθη πολύς τελώντας της
σάρκας τα εισόδια στο ποίημα
και τους πρώτους χαιρετισμούς
των χειλιών της φέγγοντας ανοιχτή
το αθέατο και τους αιμόφυρτους
στίχους.
Εις ανάμνησιν
Είναι ευλογία να σεργιανάς, δεινός
τεχνίτης του τίποτε. Ιδίως ως λουλούδι
ετοιμόρροπο που θα κοπεί για να
στολίσει την ήβη κάποιας, εις ανάμνησιν
αιματοχυσίας πρώτου ραντεβού.
Είναι ευλογία επίσης το ξαλάφρωμα
σαν χάχανο του κορμιού που ξεχύθηκε
αχνίζοντας σε Βαλκανικό χαντάκι
στιγμούλες ύστατες βλέποντας τη
φύση αντίκρυ και το άστρο δίπλα
στο αχνό φεγγαράκι να διακόπτει το
χάος.
Θεές μούσες και νύμφες
Ως άτρωτος φουτουριστής που το σανίδωσε
γυρνώ απ’ την αγορά με θεές μούσες και νύμφες.
Κατήχηση κάνοντας, ευεργεσίες, σε αναγνώστη
που εργάζεται μανιωδώς μελετώντας με έπαρση
μηδενιστή, τις κούφιες υποσχέσεις, περιπτύξεις
ωροσκόπια ανθολογίες με αγκάθια, μια απ’ τα ίδια
λίγο έρωτα χωρίς σεξ κιλοτάκια αποδιοπομπαία
από κορμάκια φρέσκα ελευθέρας βοσκής που
ψάχνουν γητευτή μέσω φέισμπουκ και υγρά
στείρων εικόνων παραμύθια άσεμνα φράσεις κοφτές
λύσεις για του όρθρου το αζύγιστο βάρος τα
πρόσκαιρα που βυθίζουν τις αισθήσεις στο απολύειν.
Και του συναδέλφου τη ρήση πως τα πάντα ρει
όπως το έαρ εντείνει τις συνουσίες, το δέρμα
εξοικειώνοντας με το απόκρυφο ευαγγέλιο του
κορμιού.
Mέρα ηλιόλουστη
Πολλά δεν έχω να πω, μέρα ηλιόλουστη που με
θέλγεις σαν τσούπα γδυτή σαλιωμένη σε μάτ
φωτογραφία τραβηγμένη από δόλιο κερατά
που πετυχαίνει σποραδικά το κλίκ με το δάχτυλο
για να’ χουν οι φανατικοί της υφηλίου φύση
έμμηνη κι αχνιστή καταπάνω στις ξευτίλες.
Παρακινώντας ηδονές που θάψαν περίλυπες.
Ως χειρώνακτες παίδαροι πήραν αψήφιστα
τον τρίτο δρόμο και το αγώι των ηθών θεομηνίες
που ξέσπασαν δίπλα σε θανατηφόρο βυζί
κι αφαλούς καταβόθρες φιλόπτωχους γύρω
απ’ τη λέξη χύνω! που χρίονταν και ήτο
βασίλισσα φαλοκρατούσα ενασκώντας
τέχνη βασανιάρικη ξακρίζοντας ψιχαλιστά
τη μούχλα απ’ τα κλαδάκια του κορμιού.
Ωδή στις γυναίκες του άστεως
Τόσες και τόσες χαμένες στο μπετό οικογένειας.
Σε κουζινάκια με φωταγωγό και λαχτάρα για τα
βλέμματα που περνούν ξυστά κάνοντας τα στηθάκια
τους ευάλωτα στις επιδημίες γλώσσας. Με σάλια και
φιλιά και κάποια γλυκόλογα καύλας που ειπώθηκαν
στη νεότητα και κρατιούνται σα φαρμακάκι
για τα αξέσπαστα βουρκώματα. Τόσες και
τόσες που ράψαν κουμπιά και μπαλώματα σε
τριμμένους αγκώνες σιδέρωσαν έπλυναν
κράτησαν ρέστα απ’ τα ψώνια άλειψαν φρυγανιές.
Τόσες και τόσες που ετοίμασαν γενέθλια
λειτουργιές κόλλυβα κι εναπόθεσαν γύρη
στο ανοιχτό τους φύλο στιχάκια σε χαρτοπετσέτες
που χαϊδεύτηκαν μπρός σε καθρέφτη
γυμνές θωπεύοντας το ασκεπές χνουδάκι
του οικόσιτου αιδοίου και το αμήχανον
κάλλος της σάρκας που βγάζει μυρουδιές
κι υγρασίες απ’ τις ανάβρες.
Οινοχόη
Εκεί στο βάθος ζυμώνονται τα ποιήματα
και τα χούγια της ελαφίνας γλώσσας που
πάει για ζευγάρωμα. Ρεπορτάζ για θεραπείες
με βότανα και πατάτες βραστές που
έσκασε το δερματάκι τους δημοσίως
φουντώνοντας την αχνιστή λίμπιντο
της πείνας. Τα στεγνά χειλάκια που
ρούφηξαν κάποτε ασπράδι από μελάτο
αυγό καθώς μάθαιναν παπαγαλία
το με φως και με θάνατον ακαταπαύστως
με λίγο ραδιόφωνο τότε για υπόκρουση
σαν επικήδειο εν νεφέλη και ζόφο
πληγών πέρα κει κατά τους αβασίλευτους
ήλιους κάνοντας σχέδια μετά θάνατον
ετυμολογώντας τους αρχαίους φονιάδες
που άφησαν πίσω έργα και στουπιά
και συμπλέγματα πάνω στις στάμνες
που εφέραν στο φως οικογενειάρχες
νοικοκυραίοι σπουδαγμένοι ως το
μεδούλι στα εκκοκκιστήρια των κατηχητικών.
Γράμματα σπουδάματα
Μάθαμε τα παιδάκια γράμματα.
Να κυλάνε σα λιθάρια στις τρομάρες
που πήραμε, όσοι έμπειροι φτάσαμε
να ξεχώνουμε στοργικά φαντασίες
αχαλίνωτες και ρουφηχτά φιλιά
με μουδιασμένο χείλι σε θανατερό
πουτανάδικο. Ώσπου να μας πάρει
ύπνος στα στηθάκια ζαρκάδας που
μας απήγγειλε γλίσχρο εμβατήριο
για τα εγκόσμια που έζησε γενναία
σε παρέες νικητών του εμφυλίου
της βασικής πραγματικότητας.
Θυμόσοφους κι αστείους με τις
φοράδες ασφαλισμένες στα ρετιρέ
και τα τέκνα να ρημάζουν λυσάρια
για τις πανελλαδικές. Πτυχία
ξεσκολίζοντας ξένες γλώσσες
εμβατήρια στο κινητό επιθυμίες
του μπαμπά για έπαινο διακρίσεις
και λεφτά.
Λοξά
Ότι γράφω το γράφω λοξά. Όνειρα
χορταστικά με κοκκινομάλες που
πήραν πτυχίο λίαν καλώς και
χειροτονήθηκαν ξανθιές σε κομμωτήριο
κωμοπόλεως για να χαζέψουν αρσενικά
που καταπίνουν αμάσητα γαμήσια
λαίμαργα, παθαίνοντας αργότερα
το μεγάλο στραπάτσο για δόξα
ηδονή δημοσιότητα. Μονοκοπανιά
γλείφοντας όταν βρούν το αποκάτω
γκόμενας που αγναντεύει ορίζοντα
καθώς φυλλοροεί σε τοπίο ακροποταμιάς
με υγρή ρυμοτομία στις όχθες
αγναντεύοντας γιαπιά προοπτικές
του κάμπου ατέλειωτες με τα φλύαρα
βυζιά να κερδίζουν τις μάχες. Ιδρώτα
ποτίζοντας το γιοταχί και θαμπάδα
της ροδοδάχτυλης σχισμής.
Χάρος μεσήλικος
Χάρος μεσήλικος παίζει στα δάχτυλα
τσούπες που είναι στα σπάργανα και
κουφοβράζουν σε κάποια γενετήσια
πρόβλεψη του Ασκητή. Κορμάκια με
το ωμέγα τους πληθωρικό και το λάμδα
τους να λαμπαδιάζει. Λιώνοντας στο
στείρο σκοτάδι οικοδομής. Ένσημα
και καφέδες χυμένοι. Στα κρυφά να
δρέψει δάφνες η βουβή ακοή και τα
χειλάκια με εμπειρία στη γλώσσα
θνητών να λυγίσουν. Με τεχνάσματα
που πήραν μάτι τη γλύκα κοριτσιών
της οδού Μάρνης συρραμένες
φεγγαρίσια χλομάδα λίγο πριν βγουν
στο απάτητο χωματάκι
με της πίπας τα δέκα ευρώ.
Ιερές γραφές
Όσοι δίδαξαν μεσότητα και λογική
ξεσπαθώνοντας στο φορητό τους
με αρθράκια για τη γλώσσα και το
όργωμα ζωγραφίζοντας αφιλοκερδώς
μεταλαβιές που στάξαν απο χειλάκια
λειτουργίες για ιερές γραφές που
πέρασαν και τώρα τις διακονούν
κουνώντας το δάχτυλο τζαμαλήδες
που κάποτε βόσκησαν πρόβατα κι
άνοιξαν λάκκους και φτιάξαν στην
πόλη όνομα κάνοντας αθόρυβο σεξ
σε διαμέρισμα με μπαλκόνια και
γλάστρες και χωματάκι απ’ τα
καμμένα χωριά.
Cinema
‘Oσο επευφημούσαν οι σκώπτες ιλυροί
χειροβομβίδες θαμμένες του νικητή
σε κάποια Πίνδο που θα γίνει σινεμά
γυρίζοντας τις δύσκολες σκηνές
ξανά και ξανά για να δουν οι
μελλούμενοι το πλιάτσικο στη χωσιά
τα δαχτυλάκια μέσ’ τα σύθαμπα
τα κορμάκια που ξεθύμαναν σα
λαμπάδες γανωμένα στο λουτρό
του έρωτα που δεν ήρθε.
Κολατσιό
Αλλάξαμε κουβέντες και αναμνήσεις. Eίπαμε
πολλά για μνημόσυνα που πέρασαν. Για
χείλη που μας κάλυψαν ποιητικά και
πετρωμένα φιλιά που μας ξελίγωσαν.
Φοβερίσαμε κόρφους και σπλάχνα και
βυθούς. Έρωτες τρυφερούς και ρυτίδες
ψωμοτύρι καρπούζι και νυμφαία
κορμάκια που τα κάναμε ναούς στη
βροχούλα. Λύση δίνοντας στη ζωντανή
μας φύση. Σκορπώντας απλόχερα αλάτι
χοντρό στις πληγές και τις λύπες και
το βραστό αυγό που ξεφλουδίζει
για κολατσιό η γυμνούλα μας ύπαρξη.
Παιδιά
Παιδιά που βρήκαν την πόρτα ανοιχτή και
ξεπόρτισαν. Ψάρεψαν, πήραν μπόνους
διάβασαν Σικελιανό και χάιδεψαν
σκιαγμένα τρυγόνια. Με το μαγιό τους
λιάστηκαν και ψηλάφησαν την
κυρά τους στα σκοτεινά με το δικράνι.
Με τον ήλιο νόμισμα πλαστό στα δόντια
του εκατόνταρχου επαίτη που η πίκρα του
φτερούγισε σα μαύρο κοτσύφι στον άνεμο.
Κείμενα πορφυρά και στάχτες
Τα κείμενα πρέπει να οδηγούν σε σωματικές αντιδράσεις. Σπασμούς, εκσπερματώσεις, διαδηλώσεις, οδομαχίες και τα λοιπά. Ειδάλλως τα επιχειρήματα της έρευνας, η συνεισφορά στη λογική, το παιχνίδι με τις λέξεις, ο κόμπος στο λαιμό, οι ορίζοντες του κόσμου, η προβληματική ηθική ξεπέφτουν παραγεμίζοντας τη θηλυπρέπεια του παθητικού αναγνώστη. Ο μουρόχαυλος αστός που ατενίζει τον κόσμο και θεάται τα μελλούμενα απ’ την ακαδημαϊκή χέστρα, τα τρωκτικά των βιβλιοθηκών, οι ανάλγητοι απέναντι στα πάθη της μνήμης τους, οι χρεωμένοι ως το λαιμό με τα δάνεια ξένων σκέψεων, είναι ταμένοι να αναπαράγουν μια μεταφυσική παράδοση σκέψης.
Ότι έχει στον πάτο του βιβλιογραφία δεν έχει ποίηση μέσα του. Ίσως έχει ένα φιλόδοξο πλαστογράφο, θύμα του ύφους του που θα θαφτεί σε κάποια σκόνη ως μαθητευόμενος του κύκλου της μαθητείας κάποιου. Ο Ηράκλειτος απ’ την μυθική του εποχή έθεσε και έλυσε άπαξ δια παντός το ζήτημα της εκπαίδευσης. Η παιδεία δεν προσφέρει τίποτε. Τίποτε το ριζικά μεταμορφωτικό. Μονάχα βαρβάτο κοινωνικό έλεγχο. Χορηγεί το πνεύμα της παράδοσης, την ζωή που πέρασε σε καρέ, μουσεία, γνώσεις, τεχνικές, συνέδρια, σύνδρομα πολιτισμικά αλλά δε μεταμοσχεύει. Δεν πιάνει την εποχή γιατί δεν την έχει φιλτράρει ακόμα. Αυτή τη δουλειά την κάνει το πανεπιστημιακό κατεστημένο. Η φρέσκια παραγωγή δε διδάσκεται. Πρέπει να περάσει απ’ τα ακροδάχτυλα του μισθοφόρου και του πραιτοριανού της εξουσίας. Πρέπει να λειανθεί από δοκίμια και υψηλή ηθοποιία. Να μαθητεύσει στον κομφορμισμό. Να διπλαρώσει κοινωνικές ομάδες και ταξικά πτολίεθρα. Να σκάψει αρχαϊκούς τάφους με τη μπουλντόζα κι όχι με το φτυαράκι. Να κάνει την τέρψη απογοήτευση. Το πνεύμα φιλισταϊσμό, την περηφάνια μικρότητα. Να οδηγεί την ποίηση στις πανελλαδικές. Ανέραστη απονευρωμένη μπαμπόγρια ραχιτικών του γραφείου που δεν κατάφεραν να γίνουν το ποίημα που παπαγαλίζουν ακτινογραφούν και κανιβαλίζουν. Ζόμπι της καρέκλας που ξεχνούν επίτηδες πως η πιο γερή ρίζα της αλήθειας τρέφεται απ’ το λάθος όπως η ποίηση απ’ το πάθος.
Φοβούνται τα βράχια γιατι αν γίνουν κύμα θα συντριβούν θα ματώσουν. Παρά τη φαινομενική πολλές φορές μεγαλαυχία τους ταμπουρώνονται στη βραχνάδα και τους κόμπους της δειλίας που τους μπόλιασε η προηγούμενη θεολογία της ενσωμάτωσης. Η φράση πως η ποίηση δεν ανατρέπει καθεστώτα είναι σφόδρα καθεστωτική. Είναι δημιούργημα μυστικών υπηρεσιών και μιας φυλής που ακολουθεί τη μεταφυσική της επίπεδης Γής και δεν διάβασε την ποίηση του Δημόκριτου που ανέτρεψε καθεστώτα μέσα και έξω. Που λάδωσε άντερα πεινασμένων κι έθαψε τις μετάνοιες για τις βροχούλες, τη νύχτα και τις άγραφες σελίδες. Η ποίηση ήταν το μέγα σκάνδαλο γιατί δεν είχε ποτέ κερδοσκοπία. Ακόμα και τα στιχάκια, πειστήρια της μιζέριας κάποιου, είχαν λίγο απ’ το μέλι της ακατάληπτης γλώσσας του σκοτεινού αύριο μιας και μωρουδίζουν με το θάνατο και τις μυλόπετρες του έρωτα. Είχαν ολίγη ουτοπία και παράστημα ξεσηκωμού έναντι του διορισμένου με τη μεταξωτή βράκα και την κόκκινη κορδέλα τοπογράφου της εξουσίας. Η μεγάλη ποίηση όμως χτυπούσε πάντα την ομερτά των κρατικών εγγράφων, των στεγνών από ιδέες και σπέρμα, την αρχαιολατρία των ακαδημαϊκών, αυτών που απομυζούν το λίγο διονυσιασμό απ’ τα πατητήρια για να τον περάσουν σε χαρτόδετους τόμους και σε διατριβές έμπλαστρα σε φοιτητικά κορμάκια που, θα πάρουν το νόημα για να κουνάν το δάχτυλο σε άλλους, διδάσκοντας τα μυστικά της απογοήτευσης και της κατεστημένης αρχής. Της φωτισμένης δεσποτείας που τρέφεται με βραβεία, κριτικές και ρητορικές καταγγελίες.
Η ποίηση ήταν πάντα η αγνή ασελγής ύπαιθρος με τις κτηνοβασίες και τις αιμομιξίες της ενίοτε. Αργότερα αυτοί που κατέβηκαν απ’ τα χωριά στην αντιπαροχή του ξεπεσμένου αστού έχτισαν κουλτούρα πολυκατοικίας και γοητεία βιοπαλαιστή που λαχανιασμένος χώθηκε στο πριονίδι της μαζικής κουλτούρας για να ζεσταθεί. Του δώσαν χάπια για τον πανικό και τους εφιάλτες, νεροχύτη για να ξερνά την αμάσητη τροφή και την όξινη κουλτούρα του χαβαλέ, λαμαρίνες για να ψαχουλεύει το μεδούλι του και τα αιμάτινα χνάρια στις θανατερές αποδράσεις τριημέρων εθνικού πένθους ή δυσοίωνης γιορτούλας. Η ποίηση άρχισε να γράφεται από μικροαστούς που θέλαν το ονοματάκι τους στη μαρκίζα , άρχισε να αναπαράγεται όπως το πλαγκτόν και να ονειρεύεται το χειροκρότημα που δεν ακούστηκε στο παρελθόν. Έτσι αλφάδιασε τη ζωτική της ορμή με το δίπολο σπέκουλας. Παροχή εργασίας ως αντίδωρο μιας ασφαλούς ζωής και έρωτας κάτω απ’ το κεραμίδι που έγινε πλάκα από μπετό και κλιμακοστάσιο οδηγώντας σε ονειροπολήσεις και μπουγάδες. Απ’ την άλλη οι στρατηλάτες αστοί αν και πεθαμένοι ηγεμονεύουν αυτό που ονόμασαν κουλτούρα οι διαφωτιστές. Φτιάξαν θεατές που θαμπώνονται στον καθρέφτη του γκισέ. Ένα γιγάντιο ηθικό εργοστάσιο που συσκευάζει τις ανθρώπινες έξεις βγάζοντας συναίσθημα κονσέρβα καλιεργώντας πολιτιστικά στομάχια και ανθολογίες εκδικητικές χαριτωμένων σαραντάρηδων και απόμαχων συνταξιούχων.