Ποιητής στυγνός

Είναι ποιητής στυγνός, γενιάς που χαϊδεύτηκε
από εκδότες συγκροτήματα και φιλενάδες
που επιδοτήθηκε αδρά απ’ τη μισθωτή σκλαβιά
κυράς που σκόρπισε χαραμάδα γύμνιας
στο χάροντα μπανιστιρτζή.
Είναι ποιητής στα τελειώματα. Ασφυκτιά μέσα
στην τόση ματαιοδοξία του χτίστη μυθοπλασίας.
Κάνει επιθέσεις αγάπης με φωνούλα μπόσικη
στα σεμνά αυτάκια υγρής κόρης. Ψάχνει
κάψα αναλλοίωτη και μέρισμα ηδονής σε γραπτό
νεοσύστατου γόη. Έχει φρόνημα γηρατειών
στα ριζά οικοδομής που τη ρόδισε απόγευμα
ποσόστωση ήλιου σε κάποια κωμόπολη καθώς
καρφώνει μπόσικο καρπουζάκι στη βεράντα, παρέα
με γυμνούλα βουλιαγμένη κι ακατάδεχτη ύπαρξη
έκθετη στον επικό διάλογο βραχμάνου
που σκόρπισε το σπέρμα του πατώντας
πλήκτρα κινητού. Παθαίνοντας πρόωρη
εκσπερμάτωση μηνυμάτων.

Η ώρα του κοινού

Είναι η ώρα του κοινού που καραδοκεί
στο μακρύ δρόμο με τους λάκκους και
τις λάσπες και τα προσχέδια εκφωνητή

που θα τα βρει η νύχτα της εκκωφαντικής
χαράς κι οι γραμματικοί του μέλλοντος
στυγνοί παραχαράκτες που θα ιστορήσουν

μύθους μαστόρων που τρυφερά και
θανάσιμα αφήσαν το κορμάκι τους
στα νύχια της νύχτας.

Ντοκιμαντέρ

Ω ναι! Εσύ, υπήρξες το ντοκιμαντέρ της ζωής
μου. Η ανηφοριά κι η μάγισσα που επάτησε
το γκάζι σε κλειστή στροφή λάμνοντας ύλη

και φως ερημιάς κρεβατιού, αναπολώντας
σάντουιτς που άφησα κάποτε σε πεζούλι πόλεως
εις ανάμνηση έρωτος μισοφαγωμένου
καθότι η γύμνια σου με καταβρόχθισε
δια παντός.