Τον επιούσιο γης που εμνημόνευσε κάποιος πικάσο
της πλάνης σε γραφτά με χαίτες κοριτσιών που
καραδοκούν σε κάποια στάση σε κάποιο λιμώνα
ρομαντικού καυλιάρη που εγέρασε με ψευδώνυμο
κι εχάιδευε πάντα τα φρούτα στη λαική σα
νάταν στήθια συσωρεύοντας δεήσεις και
πονηρίας για μυθιστορίες, παίρνοντας το αίμα του
πίσω αφήνοντας στην κυρά χειρόγραφα χαώδη
σπαρμένα φλάτ συγκινήσεις αρσενικού
αιδοία εργόχειρα σε κάποια ξέρα κρεβατιού
πυρωμένα μυρωδάτα αχνιστά
σα φασουλάδα του παλιού καιρού.