Γλύκανα καθώς με κοιτούσα στα μάτια. Κρέμασα το καθρεφτάκι στο κλαδί κι άρχισα να χαϊδεύω με τ’ ακροδάχτυλα τις ρυτίδες. Να μετρώ το βάθος τους. Ξαφνικά δεν είμαι τίποτε περισσότερο από επισκέπτης. Έγινα αυτό που ονειρευόμουν στα νιάτα μου. Αλήτης, γυρολόγος. Περιφερόμενος. Τίποτε πια δεν είναι δικό μου. Διαμέρισμα, αμάξι, γραφείο. Ιδίως το γραφείο. Ιδίως η θέση μου στο γραφείο.
Όλα πήγαν στραβά. Νομίζω πως το κατάλαβα πριν από πολλούς άλλους. Ο πύργος κατέρρεε. Όσο περισσότερο πάσχιζα να συνδέσω κομμάτια τόσο περισσότερο τον γκρέμιζα. Τι θυμάμαι απ’ όλα αυτά; ανθρώπους να ουρλιάζουν στα τηλέφωνα. Άλλους να μην κατορθώνουν να βγάλουν γραμμή. Την τεχνολογία να χρεοκοπεί. Να καταντάει ένα μάτσο καλώδια. Μια χωματερή από βύσματα και μόνιτορ. Τα στοιχεία να χάνονται απ’ τις οθόνες στην άβυσσο. Τις οθόνες να κοιτούν μπροστά αδυσώπητα, απειλητικά φωσφορίζοντας φωτεινά κενά. Θυμάμαι το αφεντικό να φωνάζει προστάζοντας τη γραμματέα να μη φύγει. Οξύθυμος χωρίς το σακάκι του με τη γραβάτα χαλαρωμένη προσπαθούσε κάτι να περισώσει. Όταν συνδεθήκαμε με τα κεντρικά καταλάβαμε πως όλα είχαν τελειώσει.
Σχεδόν εκπλήσσομαι όταν με χαιρετά κάποιος στην αγορά. Σ’ αυτή την πόλη έχω πλέον την αίσθηση πως δεν υπάρχω. Σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε βάζει το κεφάλι του στο ντορβά για κάποιον σαν εμένα.