Σκυλί

Την περίμενα στην είσοδο σαν το σκυλί. Όπως εκείνα τα σκυλιά που τα παράτησε το αφεντικό τους γιατί πλέον δε μπορούν να κάνουν καμία δουλειά. Γιατί δε γαβγίζουν τους ξένους και στα κυνήγια μένουν πίσω και χαζεύουν τη διαδρομή. Περίμενα ώρες πολλές να φανεί. Να τη δω να κατεβαίνει τις σκάλες. Να με χαϊδέψει. Να μου προσφέρει ζαχαρωτό. Να μου πει μια γλυκιά κουβέντα. Αυτή όμως όταν φάνηκε κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες χωρίς να μου δώσει σημασία. Απομακρύνθηκε και χάθηκε στη γωνιά του δρόμου. Εγώ όμως έμεινα εκεί, πιστός, περιμένοντας να επιστρέψει, με την κρυφή ελπίδα του σκύλου που περιμένει ανταπόκριση από έναν περαστικό όταν όλα γύρω δείχνουν να έχουν χαθεί.

Ψάρεμα στο Λούρο

Όταν φτάσαμε είχε ακόμα πηχτό σκοτάδι. Ανάψαμε τσιγάρο και μιλήσαμε περί οικονομικής κρίσης. Στο πρώτο φως της αυγής, με την πρώτη αχτίνα του ήλιου ρίξαμε τις πετονιές. Στη θέση κολοβό νερό εκεί που ξεμπουκάρει ο Αχελώος. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας απέναντι το δέλτα του ποταμού. Τα γελάδια να γλείφουν τις λάσπες στην απέραντη στέπα του Λούρου. Έκοψα με τα δάχτυλα ένα κομμάτι κέικ. Το σβόλιασα και το ‘ριξα στο νερό. Σα ν’ άνοιξε καταπαχτή μαζεύτηκαν ψαράκια του Κάτω κόσμου και τσιμπολογούσαν. Ο φίλος μου τράβηξε την πετονιά. Στο αγκίστρι του σπαρταρούσε μια μικροκαμωμένη τσιπούρα. Πήρε ένα σουγιά από τη θήκη της ζώνης του κι έκοψε το κεφάλι της με μια πολύ απαλή κίνηση, δείχνοντας με ποιητικό τρόπο πόσο κοφτερός ήταν ο σουγιάς του. Έριξε το σώμα του ψαριού στο ποτάμι που γινόταν θάλασσα. Ακούστηκε ένα άχαρο νεκρό πλατς υπακούοντας σε όλους τους φυσικούς νόμους αυτού του κόσμου. Βυθίστηκε για λίγο στον ψυχρό πάτο κι έπειτα άρχισε να βγαίνει προς τα πάνω με την άσπρη κοιλιά του και να παρασύρεται προς τη θάλασσα. Ένα σμήνος από τσιπούρες άρχισαν να το πολιορκούν. Το τσιμπολογούσαν και του ξέσχιζαν τις σάρκες. Τα σπλάχνα του ψαριού άπλωσαν γύρω του με το πηχτό αίμα. Μια μεγάλη τσιπούρα τότε κολύμπησε  δίπλα του κι έριξε μια ματιά, έτσι για να χαζέψει, κι έφυγε πέρα.