Την περίμενα στην είσοδο σαν το σκυλί. Όπως εκείνα τα σκυλιά που τα παράτησε το αφεντικό τους γιατί πλέον δε μπορούν να κάνουν καμία δουλειά. Γιατί δε γαβγίζουν τους ξένους και στα κυνήγια μένουν πίσω και χαζεύουν τη διαδρομή. Περίμενα ώρες πολλές να φανεί. Να τη δω να κατεβαίνει τις σκάλες. Να με χαϊδέψει. Να μου προσφέρει ζαχαρωτό. Να μου πει μια γλυκιά κουβέντα. Αυτή όμως όταν φάνηκε κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες χωρίς να μου δώσει σημασία. Απομακρύνθηκε και χάθηκε στη γωνιά του δρόμου. Εγώ όμως έμεινα εκεί, πιστός, περιμένοντας να επιστρέψει, με την κρυφή ελπίδα του σκύλου που περιμένει ανταπόκριση από έναν περαστικό όταν όλα γύρω δείχνουν να έχουν χαθεί.