Τώρα σκάβουμε τις αντιφάσεις για
να βγάλουμε πειραγμένο ποίημα.
Για να συρθεί επί πώλου η σάρκα
που μάτωσε σε πόλη επαρχιακή
έχοντας να τη συνδράμει τάπερ με
κεφτεδάκια και χτένι από μάγισσες
που άφησαν τούφες γόητρα και
μύχιες σκέψεις δίπλα στο νεροχύτη
και το ζεστό νερό. Με τον πανικό
της ευπρέπειας και της επώδυνης
αναμονής μέλλοντος ίδιου κι
απαράλαχτου που περιμένει
ανασχηματισμό από κορτάκηδες
συζυγικού βίου υπέρβαρους
στηριγμένους στο λιπόσαρκο
κορμάκι θαμπωμένου μισθωτού
που ονειρεύεται πανωσήκωμα
για να ’χει παιδιά νύφες εγγόνια
στο μαντρί της παράταξης και
το χνώτο τους ν’ ακολουθεί όλες
τις πτυχές του θανάτου. Ταΐζοντας
χαρτζιλίκι αδυσώπητο και απόψεις
για τα κοινά. Ιδέες σα γινωμένα
καρπούζια έτοιμα να θυσιάσουν
στη δοκιμή, την τρυφερή καρδιά.