Το βλέμμα της έχει θολώσει. Βάζει στις προτάσεις θαυμαστικά. Ένα τσούρμο γραμμούλες πάνω απ’ τις τελείες. Σέρνει μερακλίδικα το μολύβι πάνω στο χαρτί. Τονίζει λίγο νευρικά τις οξείες. Στέκεται συνήθως δίπλα στο παράθυρο. Σκυμμένη πάνω στο γραπτό της. Με την προσήλωση νηπίου στο μαστό της έμπνευσης. Εγωισμός αναμεμιγμένος με οκνηρία. Ένα τρομαγμένο ζώο που απλώς υπάρχει. Γράφει για την τραγωδία του να πιστεύεις στην ανθρώπινη τελειότητα αλλά και την τραγωδία του να μην πιστεύεις σ’ αυτή.