Ξεχαστήκαμε και λαμπαδιάσαμε στην αγκαλιά της νύχτας.
Λόγου χάριν είμαστε κόπιες από γεγονότα που τα μάσησε
η μηχανή. Ξεχασμένοι στο πηγάδι της πλάνης. Ιδού ο ρυθμός
όπως τον θέλει ο Δημηρούλης κι ο χι ψι ασπριτζής της αυγούλας
απ’ τα έδρανα σχολής που βγάζει ανοιχτομάτες με βυζάκια
αχνιστά πάνω στης ποίησης τα γανωμένα ταψιά με γραμματάκια
πακτωμένα σε κορμιά όσων πήραν τρομάρα μεγάλη απ’ τη ζωή
μαγειρεύοντας λέξεις συνταγές να λαδώσει τ’ αντεράκι του
ο σκιαγμένος του μέλλοντος αναγνώστης που όλο ψάχνει
να βρει νόημα χαμένη ομορφιά στο θαμπό καθρέφτη
που τον λίχνισε και τα σκέλια που του πρόσφεραν για
λίγο τη θεϊκή απάτη δόλιων οργασμών.