Χάρτες

Όσες δεν έχουν χαρτογραφηθεί
σκιάζονται και ριγούν στο πρώτο
χάδι. Σβέλτα, με την απάτη που
έχει στήσει ο βέβηλος εραστής
το αρπαχτικό κάποιας κωμόπολης
που υποφέρει από ναρκισσισμό
και σπατάλη σπέρματος σε χυτό
νεροχύτη λαχτάρας. Τζαμαρίες
κι έξω το χιόνι. Ο Λένιν στη κόκκινη
πλατεία ταριχευμένος. Κοπέλες
λογοδοσμένες στον όλεθρο της
επαρχίας μιας μακρινής Φλώρινας.
Παρατημένες σε φτηνιάρικα
γάργαρα στρωματέξ θωπεύοντας
ανάσκελα την πόλη με τα πόδια
στον τοίχο και το σβέρκο στην
κόψη του κρεβατιού εγκώμια
μουρμουρίζοντας με σάρκα και
οστά αγκιστρώνοντας με τα δάχτυλα
την τρυφερή σχισμή, αιωνίως.

Σίβυλλα τι θέλεις;

Τι να γράψω τώρα μαγκωμένος στις αχτίδες
ήλιου πρωινού που σκορπά τα βιτριόλια του!
Συχνά πονώ ανυπολόγιστα σα να ζω
σε πολυκατοικία. Σα να’ μαι ορφανό
του Καντάφι. Μετρώ τα ποσοστά τού
μακελειού τις ταξιθέτριες στα μουσεία
πολέμου. Στήνω αυτί. Σίβυλλα τι θέλεις;
αποθανείν θέλω. Καθώς πληρώνω τέλη
αναμονής θανάτου στον αρμόδιο οργασμό.

Της επετείου

Σκοτάδι που καταβρόχθισες στο σεντονάκι σου
και σ’ όλα τα νυμφαία κάστρα που απλώθηκες
για να συνδράμεις Βυζαντινούς και Μακεδόνες
αυτόχθονες της Στερεάς κι άλλους ένδοξους
γνώστες των επιδράσεων που αφήσαν στο
κορμάκι σου βαρβαρικές μαγειρικές υποσχέσεις
για πάθη παντοτινά την ώρα που καλούσαν
οι καμπάνες το λαό σε μιαν επέτειο σφαγής.

Πανταχού παρόν

Γράφω σημαίνει παλεύω πάντα ν’ αποκτήσω τη μαγική ικανότητα να μεταμορφωθώ σ’ ότι αρέσει στην αγαπημένη μου.

Οι παλαβοί όλο και κάτι θα καταστρέφουν. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς κατέστρεφε τα μάρμαρα της Τήνου. Ο Θεόφιλος βρόμιζε τους μουσαμάδες και τους τοίχους της Μυτιλήνης.

Υγρασίες και συνάχια μεθοδικά με γερνάνε. Στο χάος με παν και τους κοπτήρες μιανής όμορφης αμείλικτης γης.

Άπατρις ο χάροντας. Γι’ αυτό ευλογάω τις όμορφες.

Ο αχνός της φασουλάδας στο τζάμι της κουζίνας κι η αχαλίνωτη λαχτάρα για τα θηλυκά.

Όταν γιατρεύεται κανείς απ’ τη μανιακή φροντίδα των δημιουργημάτων του τότε πεθαίνει σωστά και για πάντα.

Η εκκλησία είναι ο οίκος ανοχής της πνευματικής αναπηρίας.

Τόσες επινοήσεις για να δώσουμε όγκο στις αφηρημένες έννοιες. Και τόσες αφηρημένες έννοιες για να δώσουμε αξία στις επινοήσεις.

Όμορφες νεαρές Ρωσίδες της επανάστασης που τα βυζιά σας ήταν κάποτε χειροβομβίδες και τα κορμάκια σας ναρκοπέδια.

Τα βραβεία κολάζουν τις φιλοδοξίες.

Αυτός που πεθαίνει μέσα σε ένα κορεσμό δόξας ανασταίνεται μέσα σε μια άβυσσο απελπισίας.

Να κατασταλάξεις εκεί που αστράφτει και βροντάει. Σε μια γυμνή που’ χει σκεπάσει το δασάκι της μ’ ένα ανοιχτό βιβλίο.

Ελέησον με που ανάμεσα στους μηρούς σου βρέθηκα να πάρω μεταλαβιά.

Να ριγείς ακατέργαστος στα πρανή του σφύζοντος αιδοίου.

Το Εγώ στον έρωτα διαπομπεύει την καύλα.

Αναλαμβάνω την ευθύνη της μίμησης του εαυτού μου.

Αυτός ο σπινθήρας που βγάζουν τα κορμιά σαν τσακμακόπετρες όλο βία και ποιητική τόλμη.

Ο έρωτας το παιχνίδι που παίζεται στην περιοχή των ορίων. Άνευ ορίων άνευ όρων.

Όταν χορτάσει ο μικροαστός, αναρχίζει σφόδρα, τόσο που διακυβεύει το φαί των άλλων.

Κόσμος εύθραυστος σαν παιδί κι απελπισμένος σα γέρος.

Αιδοία εσείς, αχθοφόροι της δημιουργίας!

Προάστια

Έχω στο μυαλό οικοδομές από
προάστια της Αθήνας και κάτι
πέρδικες να δίνουν όρκους
πίσω από κουρτίνες σε δυάρι
που βλέπει ακάλυπτο κορφές
από βουνά της Αττικής με τη
γλύκα που τα χείλη συνθέτουν
καθώς σαν μέσα από βίπερ
αργοσαλεύουν και ανεβάζουν
ηθικά τη γύμνια τη γλώσσα
τον ιδρώτα τον αυχένα τις
φλέβες την ανάσα το αίμα
στο λαιμό και τις μασχάλες.

Εγώ κι εσύ

Εγώ να σου γράφω
εσύ να με σκέφτεσαι.
Εσύ να μου γράφεις
εγώ να σε σκέφτομαι.
Ακλουθώντας πάντα
την φίλια οδό
των οργασμών
εξ αποστάσεως.

Τού από μηχανής φαλλού

Αφού εθεάθη η ρόγα σου, αλύπητα
τόσο που σκιάχτηκε για λίγο απ’ το φως
και λούφαξε η άλαλη ξανά
μέσ’ του σουτιέν το καύκαλο
αφήνοντας ενέχυρα μυθεύματος
και το φαλλό μέσ’ τη θερμοκοιτίδα του
μπας και συνέρθει απ’ τον ίκτερο
της καύλας.

Εσύ

Έχεις τόσο κοφτερή ομορφιά
που μου τρέχουν τα σάλια για σφαγή.
Πλοκάμια πανταχού πέρα ως πέρα
φαρμακερή που απλώνεις πετσέτα
και βρεγμένο μαγιό εσύ διωγμένη
στον Άδη του γιαλού με τη ρομφαία
την ομπρέλα σου και τις απόψεις
περί ηθικής. Εσύ αναμαλλιασμένη
και γυαλιστερή που σε παίρνουν με
τα μάτια αγρότες του θεσσαλικού και
άλλων κάμπων πρωταγωνίστρια
σ’ αυτά τα χυδαία φιλμ των ονειρώξεων.

Ενθάδε κείται

Διαβάζω τα σπουδαία για την εθνική μας άμυνα
και τις ντόπιες ντομάτες. Τα πάθη στις χαράδρες
των ακτιβιστών και των απελπισμένων. Λιγνό σώμα
ακατάδεχτο χωρίς αντίπαλο στον καθρέφτη.
Σπουδάζουν πολλοί τις ιστορίες τους στις
ειδήσεις. Στις γυμνούλες που βρεθήκαν σε
μιαν ερημιά μετά από μεθύσι. Ποιος θα βγάλει
όμως τα κάστανα απ’ τη φωτιά; Ποιος θα παραχώσει
νοήματα και θολούρες σε λείους αφαλούς
φιλοθεάμονος κοινού που’ χει σβελτάδα
στη ξεχασιά παλαιού μέλλοντος! Προμήθειες
και τρελά γαϊτανάκια. Ενθάδε κείται στην
ξένη αγκαλιά κάποιας χώρας η αγαπημένη
που δε γνώρισα και μου γράφει στιχάκια.
Ωραία κοιμωμένη που φλερτάρει ασκόπως
βάζοντας σάλτσες και λυρισμούς και πολλά
επίθετα σε ποιηματάκια μέσα
που δε θα διαβάσω ποτέ!

Θεά εσαεί

Αν υπάρχει θεός απαιτώ να είναι θηλυκός
γιατί χρειάζεται ένα θηλυκός θεός να βγάζει
ωραίους λόγους με το γυμνό του σπαθί.
Μια θεά με παράστημα, διαστροφές, να έχει
ιέρειες κι όχι ιερείς. Στην πυρά να ρίχνει
και στα μαύρα σκοτάδια όσους δεν αμαρτάνουν.
Μια θεά που θα στείλει στον κόσμο κόρη
για βιντεοκλίπ καρποφόρα κοφτερή
υπέρ αναστήλωσης του έρωτα υπέρ
ανεγέρσεως και υπέρ κατεδαφίσεως.
Όχι μπαλαρίνα ή κρεολή μα πωλήτρια
σε κάποια γκούντις της ενδοχώρας.
Ν’ απαγγέλει στο υπερπέραν θαύματα
σάντουιτς αλμυρά ερωτικά. Να κρατούν
τα βυζάκια της το ρυθμό καθώς αναδεύει
το πλαστικό κουταλάκι της ζεστούς
καπουτσίνους περιμένοντας κάποιον
Ιούδα να της δώσεις φιλί ρουφηχτό.

Ποίημα για κάποιον που δε θα του γράψει ποίημα κανείς

Φοράει βερμούδα σαγιονάρα και τα λοιπά.
Αρσενικός μπήχτης ψυχοπομπός τα πάντα όλα
μονολογεί. Στου πρώτου ορόφου το ζόφο
ονειρεύεται νησιά βυζιά ομορφιές.
Κλείνει τα φώτα και κατουρά
γλάστρες γαρδένιες και ορτανσίες.
Με τη μέθοδο σκύλου, το ποδάρι ψηλά.
Σκέφτεται συχνά το Άγιον Όρος
τα φασολάκια τα λαδερά τις αυγές και
τα χάδια που κροταλίζουν γλυκά. Ακούει
στα χαζά μουσικές, τρεκλίζει, θέλει μία
να του ανοίγει τα πόδια να του κάνει παιδιά.
Γήπεδο μαλακία και κολοδάχτυλο στ΄αρπαχτικά.
Λέει λίγα ακούει πολλά. Συσσωρεύει
τοκίζει τη μισθωτή του σκλαβιά.
Κάθε μήνα κουρέας σαλονάκι κι άλλοι
τόσοι φτυστοί σαν κι αυτόν. Ωραίοι σαν
έλληνες αναπολούν τα παλιά.
Χέβυ μέταλ τσιμπούκια στα σκιώδη στενά
καθώς προσκρούει η μηχανή σε ελιά.
Καθώς μια κατακόκκινη δύση διαβολικιά
ως γομολάστιχα της ανίας περνάει ξυστά.

Το έθνος παθαίνει αναμνήσεις

μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας

Αντρέας Κάλβος

Στο μέλλον θα γίνεται εορτασμός της κρίσης, αδέρφια. Ότι έχει θύματα και θέαμα καυλώνει τους λαούς που έχουν μαυρισμένα χεράκια απ’ τη βέργα της εξουσίας. Πέφτουν πάντα και τα απαραίτητα ποιήματα. Νέοι που γράφουν φοβερά κατεβατά για το μπιμπερό και τη μετάλλαξη του μπειμπιλίνο με τις ευλογίες των τοποτηρητών του συγκροτήματος Λαμπράκη και τις αναλύσεις ούρων και κοπράνων της πασοκικής και ομοουσίου πράσινης ανάπτυξης. Η εκκλησία θα ευλογήσει τα εκθεσιακά κέντρα του μέλλοντος με τα εκθέματα της φριχτής κρίσης. Ο διδακτισμός στην υπηρεσία του καλού. Όπως τα μουσεία πολέμου και τα ντοκιμαντέρ με τους σκοτωμένους σταμάτησαν τους πολέμους έτσι τα ντοκουμέντα της κρίσης θα σταματήσουν τις μελλοντικές κρίσεις. Οι μπερδεμένοι άνθρωποι αντιγράφουν τις συνταγές δυστυχίας του παρελθόντος. Οι πεθαμένοι κι οι νεκροί κι οι σκοτωμένοι δεν πρόκειται να γράψουν ποτέ μιαν αράδα, γι’ αυτό όσοι θα βγούν απ’ την κρίση ζωντανοί θα τα γράφουν ωραία και λογοτεχνικά. Αυτός που θα βγεί ζωντανός θα περιγράψει τη φρίκη και το κακό καλολογικά γιατί θέλει ανταλλάγματα. Δεν θα δείξει τον ένοχο γιατί φοβάται πως θα τον ξαναβρεί μπροστά του ή γιατί ο ένοχος τώρα βαπτίστηκε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και εγένετο ενάρετος. Ο επιβιώσας απ’ τις καταστροφές είναι μοιραία αισθηματίας. Καλές τέχνες τσάι και συμπάθεια. Και κάθε Σάββατο στου Γαβριηλίδη να μυρίζει ο ένας το κρέας του αλλουνού. Μέχρι εκεί. Αυτοί που είναι λίγο πιο κάτω σε υπόγεια κι ακονίζουν μαχαίρια πήρανε τη ζωή τους λάθος. Με τη βία δε βγαίνει τίποτε παιδιά μου, εμείς πολεμήσαμε τον κατακτητή και τέτοια ωραία νόστιμα μια φορά το χρόνο που τους θυμάται η νετ για να πούνε τις σοφίες τους. Η βία όμως δεν έχει προγραμματικό χαρακτήρα, ούτε φτάνει κάποιος στη βία από βίτσιο. Κάθε εκδήλωση της ζωής έχει το σπόρο της βίας. Απ’ τα σύννεφα που συγκρούονται για να ποτίσουν τη γη και να κάνει καρπούς μέχρι τη γυναίκα που ξεσκίζεται και ματώνει για να φέρει στον κόσμο το παιδί της. Η κοινωνική βία όμως δεν είναι ένα απρόβλεπτο φυσικό φαινόμενο που ξεσπά ή συμβαίνει έτσι κι αλλιώς ένα ωραίο πρωί. Στα οργανωμένα συστήματα που θεμελιώνουν την ύπαρξή τους στην εκμετάλλευση των μέσων παραγωγής απ’ το ιδιωτικό κεφάλαιο η κοινωνική βία λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας. Όπως η χύτρα ταχύτητος για να μην εκραγεί απ’ την πίεση. Γι’ αυτό οι εξεγέρσεις τοπικού χαρακτήρα βελτιώνουν το σύστημα. Κι όσες περισσότερες βαλβίδες τόσο μεγαλύτερη εκτόνωση. Αν οι παραγωγικές δυνάμεις δεν καταλάβουν πως πρόκειται καθαρά για ταξικό πόλεμο και πως οι κρίσεις βοηθάνε στην  πραγματικότητα ένα ξοφλημένο σύστημα, θα βρίσκονται μονίμως σε κρίση. Η κρίση ήταν πάντα το πρόσχημα της άρχουσας τάξης για να σφίγγει τον πνίχτη στο λαιμό του προλεταριάτου. Οι κατώτερες τάξεις ήταν είναι και θα είναι μονίμως σε κρίση. Στη ουρά για το επίδομα, στην ουρά για το γάλα και το ψωμί στο λεγόμενο κοινωνικό παντοπωλείο, στην ουρά και στα καταγώγια μιας εκπαίδευσης αναξιοπαθούντων ίσα ίσα για να μπορεί ο νέος δούλος να στοιχίσει λέξεις για να βγαίνει νόημα ή να κάνει πράξεις για λογαριασμούς. Τα βιβλία για παράδειγμα των μαθηματικών είναι η αντανάκλαση της οικονομολαγνείας μιας κοινωνίας που δεν σκέφτεται πλέον με ιδέες αλλά με ευρώ. Ένας μεταφυσικός αλγόριθμος που οδηγεί στο ταμείο του τζάμπο. Ενός πλαδαρού κόσμου που παράγει πλαστική ευτυχία κι έναν ευδαιμονισμό ρουλέτας. Αν σου κάτσει σού κατσε. Παίξαμε και χάσαμε κι άλλες σκατομένες αρλούμπες. Λύσεις υπάρχουν και μαγικές συνταγές αδέρφια. Έχουν όμως κόπο και πόνο. Έχουν γενικές απεργίες, οργάνωση, συνελεύσεις, διάβασμα, σβήσιμο, γράψιμο. Έχουν δυσκολίες και ξενύχτια και απογοητεύσεις. Έχουν ανθρώπους που ρίχνουν χριστοπαναγίες στη εξουσία κι έχουν τα κότσια να της σπάσουν το κεφάλι. Έχουν ανθρώπους που δεν ησυχάζουν υιοθετώντας παιδιά του τρίτου κόσμου μ’ ένα ευρώ. Που δεν λοιδορούν Πακιστανούς, που δε φτύνουν τους γύφτους. Έχουν ανθρώπους που δεν την σκαπουλάρουν απλώς αρνούμενοι να πληρώσουν. Που δεν δέχονται τα σκουπίδια, την υποβάθμιση, τα πυρηνικά, τον Άδωνι Γεωργιάδη και τον αγάμητο ερωτισμό του αντένα. Αδέρφια πάντα υπάρχει καιρός.

Ω ναι! Η κρίση είναι ευκαιρία.

Ο Τζέφρυ ήθελε κυβέρνηση με τεκνά και γυμνασμένους. Ήθελε οικολογία, εταιρική ευθύνη, μοντέρνα εργαλεία στη διαχείριση. Η ουτοπία όμως που έχτισε με τους εκατόγχειρες του σκάι και του μέγκα δεν του βγήκε. Για να κρατηθεί έπρεπε να συνθηκολογήσει με τους χοντρούς. Να κάνει συμφωνίες για να μην καταποντιστεί δια παντός και αμετάκλητα. Να στοιχήσει το θατσερικό φραγμέντο της αγοράς με την κομματική ιδρωτίλα στελεχών που γαμούν τη μάνα της για ένα χιλιοστό υπουργικής καρέκλας. Πήρε την εξουσία με τον ελιγμό του κατεργάρη που εξ επαγγέλματος παραπλανεί επ’ ωφελεία του το ποίμνιο που θέλει ηγέτη με σενάριο παροχών. Εστίασε προεκλογικά στη λέξη λεφτά. Αφού τα λεφτά αρέσουν πάντα. Κι αυτό διότι λίγα χρόνια πριν το μυγόχεσμα που έστησε εκσυγχρονισμό, ημιαπασχόληση και κοινωνικό αυτοματισμό οδήγησε στη διαφθορά την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης που αγόραζε και πουλούσε λεφτά με τα λεφτά. Της μεσαίας τάξης που για να συρρικνωθεί και να κάτσει στ’ αυγά της έπρεπε να φουσκώσει σαν παγώνι, να γλεντήσει με πιστωτική στο σκυλάδικο και να συντηρήσει μπετόβεργες για πανωσήκωμα. Τα πρώτα μνημόνια πέσανε στα στεγαστικά δάνεια και τις προσδοκίες των πολλών κυβικών. Τα ψιλά γράμματα είχαν φαρμάκια και μια εντροπία προς την πηγή των αποφάσεων. Η χώρα μας στήθηκε πάνω στα δάνεια και τον θαυμασμό των ξένων γι’ αυτό που υπήρξε κάποτε. Στη νεότερη ιστορία χρεωθήκαμε το δεσποτισμό της άποψης που είχαν οι ξένοι για μας. Απείθαρχοι αλλά και πειθαρχημένοι. Εξεγερμένοι αλλά και λούμπεν. Οι τραγωδίες επωάζονται συστηματικά απ’ τις κοινωνίες που θέλουν να τις αποφύγουν. Ένας λαός που πληρώνει με αίμα περιοδικά την τύχη ή την ατυχία να γεννηθεί σε σταυροδρόμι πολιτισμών, φυσικής ομορφιάς και πλούτου. Δύσκολα παίρνει κάποιος μυρουδιά πως διανύουμε το τελευταία στάδιο ενός κόσμου που τον διαχειρίζεται αυτός που χρειάζεται τις μάζες για να μπορεί να υπάρχει και μόνο. Η τάξη αυτή που ανακυκλώνει και ανακυκλώνεται. Η τάξη που κρατήθηκε με τη συνδρομή μιας διανόησης που κατάντησε γελωτοποιός της αυλής. Η τάξη που είδε μακριά χτίζοντας πάνω στη γενιά του πολυτεχνείου το μέλλον της. Θρέφοντας αριστερές συνειδήσεις με ακροδεξιά στομάχια. Που επινόησε ευρωκομουνισμούς και άλλες παρδαλές αριστεροσύνες χαϊδεύοντας τομάρια που θέλαν το ονοματάκι τους στα βιβλία ιστορίας και στα εγκώμια γλυψιάς κάποιον δήμιων της γραφής. Της τάξης που εξαντλεί την ισχύ των ίδιων των δυνάμεων της. Ζούμε το ζενίθ του θεάματος. Μπορεί να επινοηθεί ακόμα κι η συντέλεια του κόσμου σε απ’ ευθείας μετάδοση μόνο και μόνο για να ερεθίσει την ψυχότροπη ανάγκη του πλήθους. Οι μαυραγορίτες της κατοχής όταν κάποιος τους έψεγε για τη συμπεριφορά τους αντιδρούσαν λέγοντας πως ο πόλεμος είναι ευκαιρία. Πράγματι ο πόλεμος ήταν ευκαιρία γι’ αυτούς. Αφού μπόρεσαν ως κατσαρίδες να επιβιώσουν μέσα στον κοινωνικό τους  βόθρο έγιναν οι μετέπειτα βιομήχανοι, εφοπλιστές, πολιτικές οικογένειες και διανόηση που αναρχίζει. Έγιναν ιδιοκτήτες παέ, χορηγοί, ευεργέτες. Στις αποθήκες του Παπαστράτου ξεψύχησαν μπόλικοι φθισικοί μα ο Παπαστράτος είναι ευεργέτης για τους γλείφτες αγρινιώτες. Ο Ωνάσης βούλιαζε τα καράβια του για να αρμέγει τις ασφάλειες μα οι δουλοπρεπείς Λευκαδίτες του χτίσανε άγαλμα. Σήμερα βέβαια αναπολούμε αυτούς τους μονοφυσίτες του πλούτου μιας και οι απόγονοι εγίναν πιο ελεεινά καθάρματα. Χτίζουν μηχανισμούς, ιδρύματα, υπερόπλα. Φτιάχνουν τους Τζέφρυ της αγοράς και τις Μαρίες των πολυτεχνείων με τα απωθημένα και τις φροϋδικές σούστες. Στρατολογούν την αύρα και την ξινίλα διορισμένων απ’ τα γεννοφάσκια σε μηχανισμούς για να ξεσκίσουν παιδεία, εργασία και λοιπά άλλα. Για να αναγνωρίσεις έναν σύγχρονο μαυραγορίτη αρκεί να ακούσεις απ’ τα χείλη του πως η κρίση είναι ευκαιρία. Σα να λες πως ο καρκίνος είναι ευκαιρία για τους καρκινοπαθείς ή το σύνδρομο καπόζι είναι ευκαιρία για τους οροθετικούς. Όμως η κρίση είναι πράγματι ευκαιρία για το αρπαχτικό που σου κλέβει το μισό μισθό, που σε χαρατσώνει, που σε εξευτελίζει, που σε φτύνει στα μούτρα. Διότι τα χρήματα τα κομμένα και τα ραμμένα κάποιοι τα τρώνε και κάποιοι τα καίνε. Τα γκουρμέ και τα χρυσάφια τους, τα κότερα, οι πουτανιές και οι ελεημοσύνες τους είναι τα οχτάωρα της χαμένης νιότης της μάνας μου. Τα εμφράγματα του πατέρα μου, το ξυλοκόπημα του μπάρμπα μου στην ασφάλεια και η μελαγχολία των φίλων μου για το σκάτεμα της ζωής.