Σαν στηθάκια που εξαπατούν τη βαρύτητα
και τα μνημονεύουν κάτι γέροι στις λογοτεχνίες τους.
Υπάρξεις χαμένες στο σπάνιο ωραίο φεγγαράκι
που ξεμυτίζει ασέμνως σε κάτι βάτα ανάμεσα.
Ιλαρό, εκεί που ρουφιούνται δυο κορμιά
κι ο κωπηλάτης εραστής σηκώνει κύματα εξαίσια.
Όλο γδούπους και ανακοπές, βέβηλος κι αμείλιχτος
προφέροντας τις αιώνιες λέξεις, για να σμιλεύσει
το ακατέργαστο ποίημα. Να διαφθείρει με το σπέρμα του
τη ροκάνα της μήτρας, τους πρωτόπλαστους
διαιωνίζοντας σπασμούς, πάντα πιστός στο άπειρο
και την πληθώρα των άστρων. Γονατιστός
στου σύμπαντος αιδοίου τη βία. Κατατρεγμένος
σε σκοτεινές αποθήκες και πλοιάρια. Σε προσευχές
και νηστείες. Σε ωράρια και θυσίες. Σε ομίχλες.
Στα σπλάχνα κάποιας ερημιάς. Μέσ’ το χρυσό κλουβί
στο γιωταχή, στο ορυχείο. Μάρτυρας εσταυρωμένος
αβρός, με το ένστιχτο πάντα στο χαώδες λυκόφως
της ηδονής και τα χείλη ζαρωμένα απ’ τις πληγές
που άφησε ο χιονιάς κι οι γυμνές νυφούλες.