Όταν σβήσει κι η τελευταία φωτιά, θα πάρουν θέση ξανά οι πουτάνες στα ρείθρα της Κοτζιά. Όχι οι εξωτικές κι οι καλοθρεμμένες, που θροΐζουν σα φυλλαράκια στα κρεβάτια βιομηχάνων, αλλά οι μαδημένες, αυτές που μιαν ολόκληρη στρατιά τις έχει διαγουμίσει στα σκοτεινά σοκάκια, στις στοές, απ’ όλες τις χαραμάδες και τις σχισμές, δίνοντας άγριες μάχες στο σκοτάδι, παίζοντας τα φτερά τους, γέρνοντας κάθε τόσο να τούς χουφτώσουν το βυζί, να τούς φτυαρίσουν τον καβάλο, στερημένα αρσενικά σαν παραφουσκωμένα σακιά με πριονίδι. Μα τώρα είναι νύχτα, θεοσκότεινα. Η πολιτεία μισοκοιμάται. Χάθηκε η μαύρη κυλιόμενη γη. Ο λόγος, η δύναμη, οι κυκλικοί τάφοι, το φεγγάρι που δεν έρχεται. Ένα μαύρο αειφλεγές μέλλον. Το φυτίλι κάτω απ’ τον ορίζοντα. Μιαν άγρια γενιά που ξαμολήθηκε σαν πεινασμένος λύκος στους δρόμους, άγρια αγκαλιάζοντας και λαίμαργα φιλώντας, τα μάτια, τη μύτη, τα μάγουλα, τον αυχένα, το κορμάκι αυτής της πόλης, της παραδομένης στη σαπίλα του μεγαλείου που πέρασε, με τους ταμίες της κουρνιασμένους σαν όρνια στα ψηλά σκαμπό τους, παραφυλώντας απ’ τα πορτάκια, χέρια ν’ αλλάζουν χρήμα γυαλισμένο απ’ τον ιδρώτα, κι ο άνεμος της ανάγκης να το παρασύρει σαν πυρκαγιά στο ανθρώπινο δάσος, αφήνοντας πίσω του καπνό και μπόχα και δυσωδία. Και πλιάτσικο. Γέρους ανάπηρους, ήρωες πολέμου που παρελαύνουν με τις αναπηρικές τους πολυθρόνες, με τα μετάλλια τα παράσημα και τη χολέρα στα μάτια. Ρεπόρτερ των πεντακοσίων ευρώ που θρηνούν για τα λαμπρά ιστορικά μας κτήρια. Τι Τσίλερ και τι βλεννόρροιες και τι λαγνεία παπαδίστικη! Κρυολογημένες μωρούδες, ξερές και σπογγώδεις, όλο κοπετούς και δακρυάκι φαρμακωμένο. Εσκεμμένα υπερήφανες και φλύαρες, οδηγώντας μας τόσο εξαίσια, να θαυμάσουμε ανεμπόδιστα τη Νερώνεια ομορφιά.
Day: 15 Φεβρουαρίου, 2012
Λαχτάρες και τοπογραφικά
Όλο λαχτάρες και τοπογραφικά.
Μουτζούρες και προσχέδια.
Ούριος άνεμος στα μπούτια
στεγνωμένης θνητής. Κάποιας
ανιστόρητης θηλυκιάς, απτόητης
στις μελό καταστάσεις. Εύγλωττης
και φιλότιμης που στέλνει χαϊκού
σε διαγωνισμούς. Ίσα για να
καυλώνει γέρους στα τηλέφωνα.
Να βγάζει άχτι με κοφτό τρόπο.
Σύμμετρη. Απ’ τα ρουμάνια της
Στερεάς στα βάθρα του Παρνασσού.
Στην άνυδρη κοίτη περιμένοντας
γυμνούλα κάποιον επίτιμο. Κι εγώ
όχι αυτοεξόριστος στο Παρίσι
αλλά παρίας της επαρχίας. Δοτός
του υπαρκτού ανθρωπισμού. Τα
λιοστάσια να κοιτώ κι αυτή που
αγαπώ. Ανάσκελα να εμμένω.
Λήγοντας στο μανουάλι της.
Έσχατος εραστής στα οδοφράγματα
της κυράς μου. Στήνοντας αυτί
σ’ αυτό το apricot jam που τόσο εξαίσια
προφέρουν χειλάκια που δε θα
φιλήσω ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα
στην κρύα αιωνιότητα με τις
βρομόστομες απεριποίητες
τραχιές θυρωρούς της.
ΑΔΟΞΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗΜΕΝΟ ΔΙΑΝΟΗΤΗ
Έβαλα τ’ αφεντικά μου να παίξουν για μένα.
Μα τ’ αφεντικά μου έπαιξαν εμένα. Εγώ
άνοιγα την πόρτα στους ξένους τις ηλιόλουστες
μέρες. Εκατό φορές έβαλα το παιδί μου
να χοροπηδά σα μαϊμού. Να λέει αστεία, διασκεδάζοντας
φιλόδοξους πράκτορες. Να κοιμάται σε
παραλίες με πίσσα. Να ψέλνει τις λαθροχειρίες
του νικητή. Για το γάλα του, έγινα συνέταιρος
σε επιχειρήσεις, έγινα στέλεχος σε πολυεθνικές.
Σχεδίασα εμπάργκο βομβαρδισμούς ανοικοδόμηση.
Έγραψα θεσπέσια ποιήματα για τη δυστυχία
των άλλων. Έκανα ελεύθερο έρωτα. Συνειρμούς.
Έλεγα ότι μου ερχόταν στο κεφάλι.
Έκανα ταξίδια βαθειά ασυνείδητα. Άφησα τη γνώση
του παλιού καιρού να λιώσει σαν οδοντόπαστα
στο στόμα μου. Έγινα κωμωδία και τραγωδία μαζί,
χαρά και λύπη, νικητής και νικημένος. Μαζοχιστής
που λάτρεψε μηχανές για παγάκια. Μέσος όρος
στη μηχανική των μεγάλων αριθμών. Θύμα της
στατιστικής. Ορεσίβιος στον κάμπο και καμπίσιος
στα βουνά. Όλο χαρτιά και λέξεις για να ξεμοναχιάσω
λίγο την αθανασία. Να γίνω πρώτο όνομα.
Να τεκνοποιήσω, να πλανέψω, να φιλολογήσω
τα σπαραγμένα μελλούμενα. Να τραγουδήσω
αυτούς που ποδοπάτησαν τις σοδειές, που
λεηλάτησαν τους μύλους
που έκοψαν τη γλώσσα μου
και την πετάξαν στα σκυλιά.