Nυν και αεί

Ω! απροσδιοριστία∙
δόκανο του φωτός
κυνηγημένος ζω απ’ την Αιτία.
Τις φοβερές προγνώσεις των σοφών.
Ύποπτος κι αποδιοπομπαίος
μέσα στην τρικυμία των αριθμών.
Αφού, με καταδίκασε το χάος
γαλήνη να’ βρω μοναχά
μέσα στο αιώνιο αιδοίο του παντός.
Στο λάκκο μέσα εκεί, βαθειά στη γη
τέφρα και κοπριά νυν και αεί.

Ρέκβιεμ για τον κόκκινο Ντάνι

Ο κόκκινος Ντάνι έχει τιμητική θέση στην τροφική αλυσίδα του καπιταλισμού. Πέρασε νύχτες σε καφενεία και οριακές τελετές. Δοκίμασε με την άκρη της γλώσσας μούστο πατημένο, ύμνησε το μεσογειακό ταπεραμέντο και την οικολογία, έγινε ο ένας και μοναδικός ανάμεσα σε πολλούς που ξεκίνησαν να δώσουν μιαν απάντηση στο θάνατο και την ανυπαρξία. Ο κόκκινος Ντάνι φυτεύτηκε από μια παμπόνηρη αστική τάξη που είχε βρει τρόπο νʼ ανοίγει τα παράθυρα για να ξεβρομίζει το σύστημα. Μια αστική τάξη που πουλούσε αριστερισμό και επανάσταση με το τσουβάλι. Ο κόκκινος Ντάνι τα κινήματα της πατάτας και της διαχείρισης των κρίσεων τα σπούδασε στη Σορβόννη ακούγοντας γαλλοελληνικά της Αρβελέρ και φλύκταινες του Ζουράρι. Ο κόκκινος Ντάνι κρύβει ένα βαθύτατο εθνικισμό για τη μητέρα πατρίδα και την ακμή της αφού ως άλκιμη οδαλίσκη της διανόησης μάζεψε τις φίρμες και τα λαμπρά αστέρια της ψωροκώσταινας που ξεψυχούσαν γαλλιστί στην Μονμάρτη. Ο κόκκινος Ντάνι που ξέβαψε είναι η κουράδα της γαλλικής επανάστασης. Καλωσόρισε πρώτος τις παγωμένες ριπές του πολέμου στο Σαράγιεβο. Δεκαετίες τώρα σαπουνίζει τʼ αρχίδια των αξιωματούχων των Βρυξελών. Οραματιστής και φιλάνθρωπος της Ευρώπης της παρακμής που δεν στέγνωσε στα χέρια της ακόμα το αίμα απʼ τις αποικίες. Είναι η φίρμα που βγαίνει μπροστά στα δύσκολα. Χειροτονεί χρηματιστές και μάνατζερ εκπαιδευμένους να στεγνώσουν τα ζουλάπια που διεκδίκησαν κάποτε ψιχία καλοζωίας αλλά εισέπραξαν φάπες και ενοχές. Ο κόκκινος Ντάνι έγινε ο Ντεγκόλ του ευρωπαϊκού έρωτα για τις αγορές. Από ΣΥΡΙΖΑ του Μάη του 68 έγινε χρυσαυγίτης της περεστρόικα του κεφαλαίου. Με το άλλοθι του μοναχικού καβαλάρη και του πολυμήχανου πράττει τα δέοντα για τη μπουρζουαζία που έγραψε ύμνους για τους εργάτες κάποτε αλλά λυσσάει σήμερα όταν ο εργάτης μορφώνεται και διεκδικεί. Ο κόκκινος Ντάνι εξαργυρώνει τη λάμψη της χθεσινής μέρας. Συγκινεί ακόμα τους μαλάκες που τον πίστεψαν. Μικροαστούς, γεροντοκόρες, εκθεσάδες της γειτονιάς και τσουραπάτες φίρμες της δημοσιογραφίας. Ο κόκκινος Ντάνι πέρασε κι αυτός να ρίξει ένα γερό χέσιμο στο Μέγαρο Μαξίμου. Να περάσει ένα χεράκι πράσινη μπογιά απʼ αυτή που σκεπάζει τη μπόχα μιας χώρας με μισό εκατομμύριο πεινασμένους. Της χώρας του εθελοντισμού που το γύρισε στα συσσίτια και τις ελεημοσύνες. Της χώρας, τού Ελλάς ελλήνων χριστιανών που επαναστατεί με τη μούντζα και το κωλοδάχτυλο. Της χώρας, τού πατρίς θρησκεία οικογένεια που έβαλε τον παπά στο κρεβάτι της φορώντας τη χλαμύδα του αρχαίου μεγαλείου επιδιδόμενη σʼ ένα νέο-ανθρωποφαγικό κίτς όργιο. Ο κόκκινος Ντάνι θα φάει μουζάκα κάτω απʼ την ακρόπολη, θα φιλήσει τον ιερό βράχο και θα δώσει συνέντευξη τύπου για τις μπιγκόνιες, τα φωτοβολταϊκά και την ανάπτυξη. Ο κόκκινος Ντάνι θα ρεκάξει κι αυτός με τη σειρά του την καταστροφή που θα συμβεί έξω απʼ το ευρώ. Με ολίγον μελιστάλακτο ύφος θα μαλώσει πατρικά την αριστερά και τους άλλους ντόπιους αγριάνθρωπους και το κακό συναπάντημα, αγράμματους, πλιατσικολόγους και τοπικιστές που δεν αφήνουν τη φωτισμένη τρόικα που ήρθε απʼ έξω να μας σώσει μαζί με τον Μαυροκορδάτο-Παπαδήμο και την παρέα του. Ο κόκκινος Ντάνι που θα χειροκροτήσει τα νατοϊκά βομβαρδιστικά ακόμα και αν κατευθυνθούν αύριο στους Δελφούς είναι ένας απʼ τους πράσινους προθιερείς της ιστορικής αποδόμησης, που κουνάει πατερναλιστικά το δάχτυλο μέσα στον ευρωπαϊκό ιστορικό αχταρμά. Λαοί αλλάξτε συνείδηση, νοοτροπία και συμπεριφορές. Η αγορά δε σηκώνει καψόνια. Μονάχα τα πράσινα άλογα της πράσινης ανάπτυξης. Ο κόκκινος Ντάνι με τους δικούς μας φεντεραλιστές παραπέμπουν στην περίπτωση της Φρειδερίκης που παρακαλούσε τον Μάρσαλ νʼ αρχίσει τον τρίτο παγκόσμιο απʼ την Ελλάδα.

Σβουνιές

Ο τρίτος δρόμος είχε αυτούς τους σκοτεινούς υμνητές της αγοράς. Ο τρίτος δρόμος είναι στρωμένος με σβουνιές. Τον Μίμη Ανδρουλάκη που περιμένει προτομή μετά θάνατον, τη νευρωτική αμαζόνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης Μαρία Δαμανάκη, το Μπίστη, τα τρωκτικά του Κουβέλη κάτι καμένους πανεπιστημιακούς που συνεδριάζονται ακαταπαύστως. Ο τρίτος δρόμος άρχισε να γίνεται λεωφόρος το ογδόντα, όταν ο Κύρκος βγήκε στους δρόμους με μια σημαία να πανηγυρίσει τη νίκη του λαού, δίνοντας το μήνυμα στη νέα εξουσία που ξημέρωνε.

Ο Λεωνίδας έγινε ο ροζ πάνθηρας της αριστεράς, δίνοντας το σύνθημα στις μεγάλες φίρμες να εξαργυρώσουν τα πολυτεχνεία και τις νομικές. Απʼ τους διανοούμενους που φυλλορρόησαν στο ίδρυμα Φορντ και τα γιουσουφάκια της αριστερής καλλιτεχνίας ξεμπούκαραν τα νέα τζάκια. Λιμασμένοι για καρέκλα ξέχασαν τη βαρβαρότητα της εξουσίας, δίνοντας άφεση στον αμερικανοκίνητο πασοκικό μηχανισμό προπαγάνδας, που επί χρόνια κατήγγειλαν για κλοπή συνθημάτων, οραμάτων και ψηφοφόρων.

Το ΠΑΣΟΚ στήθηκε πάνω στην «προσαρμοσμένη ηθική» στελεχών της αριστεράς. Μιας αριστεράς των σαλονιών, που η μαγιά της ήταν παιδάκια των αστών που για να τη σπάσουν στη μαμά και το μπαμπά γράφτηκαν στο κόμμα. Αρχίζοντας απʼ τα κουπόνια και την αφισοκόλληση έφταναν στο ρετιρέ της κεντρικής επιτροπής. Οι ρητορείες και τα χρυσά σκάγια σημάδευαν όλο και πιο πολύ τις φτερούγες του λαού.

Το σύνθημα της εξουσίας ήταν «αγοράστε συνειδήσεις». Και οι συνειδήσεις αγοράζονται με λίγα ψίχουλα καλοζωίας. Με επιδόματα, αγαθά στα ράφια και τουρισμό με κουπόνια. Ο κόσμος, ο λαός, η βάση αφέθηκε στο χάδι του ηγέτη. Ο ηγέτης πετούσε σπίθες στη λαοθάλασσα. Η λαοθάλασσα άρχισε να κάνει τις δουλειές με το γνωστό του γνωστού. Απʼ το δεξιό περάσαμε στον πασόκο κομματάρχη. Στις υπηρεσίες άρχισε να γίνεται το μεγάλο μακελειό. Τα χαρτοφυλάκια άλλαζαν χέρια. Απʼ την παραδοσιακή άρχουσα τάξη όμως δεν πειράχτηκε τρίχα. Απλώς δημιουργήθηκε μια νέα τάξη-οχυρό, που κατέληξε να κυβερνά με αποκορύφωμα τον πολιτικό βερμπαλισμό του εκσυγχρονισμού που οδήγησε στο φιάσκο των ολυμπιακών αγώνων και της ανάπτυξης.

Τα μειράκια του πολυτεχνείου έγραψαν το πρελούδιο του νέου καπιταλισμού. Βγήκαν μπροστά για να σαρώσουν τις όποιες σαθρές κατακτήσεις. Οι πρώην συνδικαλιστές απʼ τον άμβωνα της ΓΣΕΕ τώρα χορεύουν σάμπα στο Βερολίνο. Είναι η εμπροσθοφυλακή της νέας χούντας. Μαζί με την λεγόμενη δημοκρατική αριστερά που εποπτεύει τα απολίτικα κινήματα θα βάλει πλάτη στο να ξεπεράσει το σύστημα την κρίση του.

Ο φασίστας της ακροδεξιάς είναι μια ευδιάκριτη φιγούρα στο πολιτικό φάσμα. Ο φασίστας όμως της κεντροαριστεράς είναι μασκαρεμένος. Δεν έχει στα χέρια όπλα και σιδερολοστούς, δεν στήνει στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους λαθρομετανάστες. Οι σιδερογροθιές του είναι αθέατες. Ξέρει να κουμαντάρει τη λαϊκή οργή. Στη σκακιέρα του στήνει προβοκάτσιες, συσσίτια, κοινωνικά παντοπωλεία. Ανταλλάσει σπόρους, ρούχα, κάνει τους νέους μαϊμούδες του χαζοχαρούμενου ευ ζην, διδάσκει πως πρέπει να ζήσουν με λιγότερα, να περνάν γριές απέναντι, να κάνουν δια βίου καλές πράξεις, να μην αντιδρούν, να μην πολεμούν, να μην διαμαρτύρονται, να μην οργανώνονται. Να μην πετάνε πέτρες στις βιτρίνες της ελεημοσύνης των πλουσίων που απαιτούν περισσότερα πλούτη, να μην εξεγείρονται στο σχολείο-κάτεργο, στο μεσαίωνα της ανάπτυξης που έρχεται, στην κυρίαρχη ιδεολογία που τους θέλει δουλοπάροικους και τροφοσυλλέκτες.

Η λεγόμενη δημοκρατική αριστερά είναι το ανάχωμα της κυρίαρχης τάξης. Είναι η παραφυάδα ενός χώρου μέσα στον οποίο διεξάγεται ένα ανοιχτός πόλεμος μεταξύ ολοκληρωτικά αντιτιθέμενων ομάδων. Πόλεμος βαφτισμένος ως «εσωκομματική δημοκρατία» που καταλήγει πάντα σε διάσπαση, αφού στην πραγματικότητα η «προσαρμοσμένη ηθική» αυτών των στελεχών προσβλέπει πάση θυσία στην κατάληψη κυβερνητικού θώκου. Ο Ανδρουλάκης, η Δαμανάκη, ο Μπίστης αποτέλεσαν την εμβληματική αγία τριάδα αυτής της συναλλαγής. Το κατεστημένο τους προώθησε, τους έδωσε βήμα, δημοσιότητα. Παρόλʼ αυτά τους κρατούσε πάντα στον προθάλαμο για την κυβερνητική λάντζα. Τροφή για τα κανόνια της αντιπολίτευσης και αποδέκτες της λαϊκής οργής.

Αν ο Ανδρουλάκης δεν πατήσει το απαραίτητο γλείψιμο στον εκάστοτε αυτοκράτορα του ΠΑΣΟΚ, ο Καστανιώτης δεν θα του τυπώσει βιβλίο κι ο Καψής δεν θα τον ξαναπάρει τηλέφωνο, ο Πρετεντέρης δεν θα τον ξανακαλέσει στο μέγκα κι η Τρέμη δεν θα του ξαναμιλήσει στη Λυρική. Κανένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ δεν έγλειψε με τόση σπουδή και τόσο πάθος. Απʼ τον εκσυγχρονιστή Σημίτη ο Μίμης έγραψε διθυράμβους για τον μεταρρυθμιστή Παπανδρέου και τώρα ύμνους για τον ανανεωτή Βενιζέλο.

Βεβαίως ο Μίμης δεν είναι μόνος. Μια ολόκληρη διανόηση της πορδής, ένας συρφετός από αριβίστες, έχοντας προίκα τον αριστερισμό της εφηβείας τους μπουκάρουν σε τηλεοράσεις, εφημερίδες, ραδιόφωνα. Αποβλακώστε το κοινό. Διαιωνίστε τις εξαγορασμένες συνειδήσεις. Η δημοκρατική αριστερά είναι εδώ. Οι φωτισμένοι, οι δημοκράτες. Οι πρώην ευρωκομουνιστές που ξέπεσαν σε εξώγαμα της Θάτσερ.

Μα προς θεού να φύγουμε απʼ το ευρώ! Το ιερό ευρώ, το άγιο το ζωοποιό το ευλογημένο ευρώ! Δεν υπάρχει ζωή μετά το ευρώ. Τα χωράφια θα γίνουν στείρα, η θάλασσα δεν θα βγάζει ψάρια μετά το ευρώ. Τα αρνιά και τα κατσίκια δε θα τρώγονται. Οι αγελάδες δε θα κατεβάζουν γάλα. Μετά το ευρώ ο άντρας δεν θα έχει στύση κι οι γυναίκες θα είναι στέρφες. Χωρίς το ευρώ έρεβος και κατακλυσμός. Θαʼ ρθουν οι κουμουνιστές να σφάξουν τα παιδιά σας. Θα σας πάρουν τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, θα σβήσουν τον ήλιο, θα σας ψεκάζουν με μπαϊγκόν.

Ζήτω λοιπόν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο οίκος μούντις, η γκόλντμαν σάξ. Ζήτω ο Μόντι, ο Παπαδήμος, ο εθελοντισμός. Ζήτω η δημοκρατική μας αριστερά, ο τρίτος δρόμος. Οι στελεχάρες.

Ω καθηγητάκο της Παντείου, φιλόσοφε του μεσονυχτίου που περιμένεις υπομονετικά το υπουργείο σου, σε παρατηρώ, κινήσεις ζυγωματικών, σπάσιμο μέσης,τσαλίμι φωνής. Έτοιμος να καρποφορήσεις γενοκτονία. Να πετάξεις τʼ αποφάγια σου στων καιρών τη μανιασμένη θάλασσα.

Καύλες και άλλα δεινά

Συνεισφορά στην παγκόσμια ημέρα ποίησης

Ένα μεσημέρι κολατσίζαμε κάτω από έναν πεύκο στην αρχαία Ολυμπία. Είμαστε εργάτες που βουλιάξαμε σηκώνοντας τις μεγάλες πέτρες. Κατεβάσαμε κήλη, κρέμασαν τ’ αρχίδια μας. Γελούμε τρώγοντας ελιές ξιδάτες. Και δεν υπάρχει ποίηση χωρίς ελιές ξιδάτες.

***

Πάνω της έχουνε χύσει χιλιάδες αρσενικά. Στο πρόσωπό της έχουν εκσπερματώσει εκατοντάδες καυλωμένοι άντρες. Μπορεί να μιμηθεί όλα τα πρόσωπα κι όλα τα όντα. Μπορεί να υποδυθεί τον άρχοντα, το στρατηγό, το νομοθέτη. Μπορεί να υποδυθεί τους γαμιάδες της. Μπορεί να υποδυθεί το σύμπαν ολόκληρο, το πουλί που κελαηδεί, την κίνηση των νερών, το φλοίσβο των κυμάτων.

***

Ένας γέρος ξεψύχησε πάνω στο κλάσιμο. Η νεκροψία έδειξε πως η πορδή δεν κατάφερε να βγει. Αργότερα όταν τον μετακινούσαν και τον τέντωναν για να τον ετοιμάσουν για την κηδεία ακούστηκε μιαν υπέροχη ένδοξη σπαρταριστή πορδή.

***

Απ’ τα στεφανωμένα με κοράλλια μακρινά νησιά του Ειρηνικού ως τις ακτές της Αυστραλίας κι απ’ το Μπαγκλαντές μέχρι τη νέα Ορλεάνη, οι πρόσφυγες τρέχουν όπως τα δάκρυα πάνω στα μάγουλα της γης. Χωρίς καμιάν επιθυμία να φορτωθούν άλλους μπελάδες εκτός της ύπαρξής τους.

***

Μια νύχτα που το μουνί της ήταν υγρό και τα λευκά φεγγαρόλουστα σεντόνια μύριζαν φρεσκάδα ανοιξιάτικου αγρού και το κορμάκι της πάλλονταν απ’ το βουητό και τον ψίθυρο των εντόμων της καύλας άκουσα τ’ όνομά μου απ’ τα χείλη της λες για πρώτη φορά, τ’ άκουσα μ’ έναν τρόπο που ακούει κανείς τον άνεμο ή τη βροχή, ξέπνοο και μακρινό, όχι σα ν’ ανήκει σε μένα αλλά στη σιωπή απ’ την οποία είχε έρθει και στην οποία θα πήγαινε.

***

Είναι γκόμενα μισχοειδής και βλαστική, ανεβάζει θαυμαστά χυμούς, πετάει χλωρά κλαδιά και φύλλα μου είπε ο κισσός για τη γυναίκα-λουλούδι.

***

Ο κατηχητής διαβάζει ένα εδάφιο απ’ τον Εκκλησιαστή: όστις σκάπτει λάκκον, θέλει πέσει εις αυτόν και όστις χαλά φραγμόν, όφις θέλει δαγκάσει αυτόν. Διακόπτει τότε χαϊδεύοντας τα γεννητικά όργανα των μικρών αγοριών κι ευθύς αμέσως συνεχίζει: ποιος ανεζήτησε τον αποδιοπομπαίο τράγο και έρριψε την αμαρτία στην πλάτη του;

***

Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο ένας μεσ’ τους πολλούς άγνωστος μεταξύ αγνώστων τουμπανισμένος από θάνατο πορνογραφίες εκμαυλιστές εκφωνητές πειραματιστές εγκεφάλους μυστικούς δείπνους κομμένες γλώσσες ρήτορες βερνικωμένα κέρατα και φωτισμένες δεσποτείες. Ακάθαρτος φαλλόδοξος λωλός. Ανώνυμος μεσ’ τις άπειρες αρρώστιες του αιώνος, εις τους αιώνες των αιώνων. Κλεπταποδόχος ο Καιρός των ηρώων.

***

Ρέω μέσα σ’ αυτόν τον αιώνιο αιμομικτικό κύκλο της επιθυμίας. Είμαι γεμάτος από ούρα που ξεχύνονται ζεματιστά, γεμάτος από αίμα κατακόκκινο και πικρό, από βλεννόρροια που ρέει ακατάπαυστα, από σκατά, από έναν απέραντο οχετό λέξεων, από έναν ορμητικό ποταμό προτάσεων, από ρέον σπέρμα και φωσφορίζοντα έμμηνα, έκλυτος και διαλυτός από καταβολής οδηγημένος στο θάνατο στο λιώσιμο και στην αγία αποσύνθεση.

Ο μη εργαζόμενος μηδέ εστιέτω

Ναι, τα πηγαίνω καλά. Μια ολόκληρη εβδομάδα γλείφω. Γλείφω τον κώλο του αφεντικού. Τον γλείφω μετά του προσήκοντος σεβασμού. Την Κυριακή εκκλησιάζομαι. Την Κυριακή επισκέπτομαι το μεγαλοδύναμο με την κυρά μου. Ο μεγαλοδύναμος είναι εδώ τις Κυριακές για να μ’ ακούει. Κατεβαίνει απ’ το βάθρο του. Μια φορά την εβδομάδα ακούει τα βάσανά μου. Του εξομολογούμαι πως μια ολόκληρη εβδομάδα γλείφω τον κώλο του αφεντικού μου. Κάθε μέρα εκτός Κυριακής. Κάθε μέρα της εβδομάδος που ο μεγαλοδύναμος αποσύρεται στα ουράνια ερέβη εγώ γλείφω τον κώλο του αφεντικού μου. Ζω μια ζωή γεμάτη καρτερία. Κάθομαι στη μικρή μου κόχη με την κυρά μου, χωρίς φιλοδοξίες και χωρίς περηφάνια. Ταπεινός και ελεήμων.

Δάχτυλα

Δάχτυλα λάγνα σαν κοπάδι κατσικιών
έτοιμα για γκρεμούς και για κατσάβραχα
χορέψτε τα μικρά σας μπαλέτα
εσείς γυμνές ασώματες μπαλαρίνες
χορογραφείστε τους αργούς ρυθμούς
πουδραρισμένες γύρη της σχισμής
βαθύνετε τις υποκλίσεις σας
σκορπίστε τις λιγωμένες σας λεβάντες.
Δάχτυλα μαθημένα στα χάδια
τεντώστε τις σκλαβωμένες σας κορμοστασιές
μέσα στο ψυχορράγημα του έρωτα
μαδήστε μια-μια όλες τις ηδονές
ανάμεσα στ’ αποδεκατισμένα της χείλη.

Γκριμάτσες και κραυγές

Σε παίρνουν μάτι οι ταγοί του έθνους
μισοναρκωμένε πολίτη εγχειριδίου
καθώς πίνεις γκαζόζες στα πάρκα ή
καθώς βοάς γαργαλιστά ως μονήρης
σε παραβολές. Ελεήμων και πολύτροπος
θερμαίνοντας τάφρους, με τις ένδοξες
γιορτούλες από εξεγέρσεις που ξίνισαν.
Από χνώτα κάποιας Μαρίας ταμένης
στον κρίνο και στις μεσίστιες άτεκνες
μήτρες. Σε μνημονεύω πολίτη χώρας
που κάποτε προσκυνούσες ψωλές κι
αιμομιξίες ανελέητες κοπιάροντας
της εξουσίας τα ήθη. Γκριμάτσες και
κραυγές των Ατρειδών στον έσχατο
αιώνα, περιμένοντας τρόλεϊ
παθαίνοντας κράμπες
τις δόσεις πληρώνοντας μηνιαίως
στο δήμιο και στις ανάφτρες που
σε κάναν καταναλωτή.

Κλέος αέναον, θνητών

Του κορμιού σου εγώ, ο ένδοξος καλαφάτης.
Εγώ, που δακρύζω μπρός στην τυφλή σου ομορφιά.
Κι έχω στα χείλη μου τη γεύση σου κυρά μου
κι ονειρεύομαι
πέρασμα απ’ τα ωραία σου λουτρά.
Με τα δάχτυλα να ψαύσω κόκκαλα ωλένια
κλειδώσεις και κλειδιά, ν’ ανοίξω πύλες, να
ιερουργήσω εντός του Ιερού, να γλιστρήσω
στον Κόκκυγα και στην σπονδυλική σου στήλη.
Να εξωθήσω με το δάχτυλο την προϊστορική
λαλιά. Τη βία στον κύκλο του λαιμού.
Τόξο υστερικό των Αχαιών και γέφυρα της Άρτας.
Κατεβασιά να κάνω απ’ το ορθάνοικτο κενό σου.
Μουνάκι σπλάχνο σαυροειδές, εύθραυστο,
τρυφερό, αγγειοφόρο. Στόμα με στόμα οι γλώσσες μας
παλεύοντας, χάνοντας κάθε φρόνηση τριβής.
Ξέχειλες στον αμοιβαίο κανιβαλισμό υγρές και
λεσβιάζουσες σφυροκοπώντας τους κυνόδοντες
λείχοντας ελκτικά τον ουρανίσκο. Λεία εσύ κι ανέκκλητη
παραδομένη από καταβολής στον οργασμό
κι άλλοτε πάλι σε ρόγχο επιθανάτιο απ’ το ολισθαίνον
υπογάστριο. Όλο πομπές και διαπομπεύσεις
δονήσεις και σπασμούς, μια βουλιμία αυτισμού
εκσπερματώνοντας, έκπτωτο σπόρο εξαίσιο
συμπαντικό. Μουσκεύοντας τις χλοερές ακρώρειες
των γλουτών. Λαγνεία ειρκτή του αδάμαντος.
Κλέος αέναον, θνητών.

Γυμνό κορίτσι

 

 

 

 

 

 

Γυμνό κορίτσι από σάρκα και οστά.
Λυγίζεις.
Και σε σκάβω.
Κι αφήνεις στο σεντόνι μου πάνω
Τη ζεστή μυρουδιά
Του βρεγμένου σου δάσους.

Γυμνό κορίτσι από σάρκα και οστά.
Λυγίζεις.
Και σε σκάβω.
Κι αφήνεις στο σεντόνι μου πάνω
Τη ζωώδη μυρουδιά του κορμιού σου.

Allonsanfan

Δεν είναι κακή ιδέα τα κινήματα. Ακόμα και το κίνημα της πατάτας, το κίνημα της καθαρής αναπνοής ή το κίνημα του φρέσκου σπέρματος.

Ακόμα και το κίνημα των αγανακτισμένων. Συνήθως όμως αγανακτεί όποιος κάθεται στʼ αυγά του, όποιος ψάχνει ατομικές λύσεις, αγανακτεί ο οπαδός, ο σημαιάκιας πλατείας. Αγανακτεί ο άνθρωπος του καθήκοντος όταν ανακαλύπτει πως το καθήκον του ήταν να ξεσκατίζει τον πλούτο των άλλων. Αγανακτούν όσοι φούσκωναν σαν παγώνια με τους περήφανους ολυμπιακούς αγώνες, όταν η κυρία Αγγελοπούλου έκανε κλύσμα στον ένδοξο ελληνικό λαό. Αγανακτούν όσοι ταμπουρώθηκαν χρόνια τώρα στο μαγαζάκι τους ή στη μισθωτή τους σκλαβιά, πιστεύοντας ότι θα ζουν διηνεκώς τη μακαριότητα της απολίτικης πλαστικής τους ευμάρειας.

Αγανακτούν όσοι πίστεψαν πως το κακό είναι μακριά στο Ιράκ, στο Λάος ή στην Καμπότζη, και πως το ΝΑΤΟ είναι η φτερούγα του θεού.

Αγανακτούν όσοι πίστευαν πως ανήκουμε στη δύση και στο ευρωπαϊκό μαντρί. Αγανακτούν όσοι παραμυθιάζονταν τόσα χρόνια απʼ τα κουμάσια της σοβαρής δημοσιογραφίας, από όσους ετερόφωτους χαρτογιακάδες επισείουν περιδεείς το φόβητρο των άλλων, ξεσπαθώνοντας στα κανάλια πως πάλι γελάνε οι ξένοι μαζί μας. Αγανακτούν όσοι άφησαν τα κοινά στους ατσίδες, όσοι ήταν περήφανοι που τα παιδιά τους γίναν γκαρσόνια ή πορτιέρηδες σε μπαρ. Αγανακτούν όσοι αφέθηκαν στις επιδοτήσεις και στους μεσάζοντες και τώρα τους πολεμούν δικτυακώς. Αγανακτούν οι απατημένοι του τρίτου δρόμου κι όσοι αντί να πλουτίσουν φτώχυναν εν μια νυκτί.

Αγανακτούν οι επαρχιώτες σκερβελέδες που πήγαν στην πρωτεύουσα και ντρέπονται τώρα για το τσεμπέρι της μάνας τους. Αγανακτούν όσοι υγραίνονταν απʼ την ελεύθερη αγορά την ώρα που αυτοί ήταν μόνιμοι στο δημόσιο. Αγανακτούν όσοι βρέθηκαν ανέτοιμοι, ανίκανοι να απαντήσουν πολιτικά, με την ιστορική τους συνείδηση αλλοιωμένη, το εργασιακό τους ήθος υποβαθμισμένο, την αγωνιστικότητά τους καταρρακωμένη, το μορφωτικό τους επίπεδο καταβαραθρωμένο. Αγανακτούν όσοι φορτώθηκαν δάνεια και πιστωτικές περιμένοντας τώρα το κούρεμα για να ανασάνουν.

Αγανακτούν όσοι διαμαρτύρονται πως δεν υπάρχει ανάπτυξη, αλλά δεν παίρνουν χαμπάρι πως όταν έρθει η ανάπτυξη θα είναι υπό καθεστώς απόλυτης δουλείας. Αγανακτούν όσοι δέχτηκαν κάθε είδους ζωύφιο να τους πιεί το αίμα.

Αγανακτούν με τους λαθρομετανάστες, την κακιά Μέρκελ, τους κλέφτες πολιτικούς. Αγανακτούν κι ανταλλάσουν σπόρους πατάτες αγγούρια.

Οργανώνουν συσσίτια, δωρεάν μαθήματα. Οργανώνουν τη νέα πολιτική σκέψη που υπαγορεύει το μέγκα, ο σκάι, ο αντέννα. Ζήτω ο εθελοντισμός και η μαλακία! Συνταγές ομαδικής ή ατομικής διεξόδου προσφέρονται σε κάθε γωνιά. Οι τσαρλατάνοι, οι πνευματιστές και τα μέντιουμ είναι οι πολιτικοί ηγέτες του νέου μεσαίωνα. Ο παραλογισμός προτείνεται ως πραγματικότητα και η πραγματικότητα ως παραλογισμός. Σʼ ένα πράγμα συμφωνούν όλοι. Μνημονιακοί, αντιμνημονιακοί, αγανακτισμένοι, εργατοπατέρες συνδικαλιστές, κομματικές μαϊμούδες. Για όλα φταίει η ρουφιάνα η αριστερά. Η αριστερά έκαψε τους κακόμοιρους εργάτες της μαρφίν. Η αριστερά δεν θέλει την ανάπτυξη, το κίνημα της πατάτας, τους αγανακτισμένους, την Ευρώπη, το ευρώ, τους φράχτες στον Έβρο και τους φράχτες στην οδό Αθηνάς.

Στο Αλλονζανφάν των αδερφών Ταβιάνι ακούς τον παππά που ως άλλος Πρετεντέρης από τηλεοπτικού άμβωνος ωρύεται «τι φέρνουνε αυτοί, νερό; Αλεύρι; Φάρμακα; Αυτοί φέρνουνε «όπλα και καταστροφή» και σηματοδοτεί το μοντέρνο χειρισμό της επαναστατικής σκέψης από το σύστημα. Δεν θα σας αντιμετωπίσει η καταστολή. Έχουμε τους μηχανισμούς να σας βάλουμε να πλακωθείτε μεταξύ σας. Στο τέλος βέβαια ο συλλογικός σκοπός επιζεί και θριαμβεύει έναντι του ατομικού σκοπού και του ιστορικού συμβιβασμού. Η Ελπίδα παραμένει για το Μέλλον! Είναι ο μόνος διασωθείς επαναστάτης. Ο πιο νέος από όλους, ο Αλλονζαφάν! Την ώρα που η εκκλησία παίζει το βρωμερό της ρόλο κι ο λαός αγράμματος παρασύρεται και πάει κόντρα στο συμφέρον του.

Σήμερα σαν χάνοι κοιτάζουμε τους ογκώδεις αντιπροέδρους, άτεγκτους υπουργούς προπαγάνδας τού καθεστώτος κι αναρωτιόμαστε πως πιάστηκαν στη φάκα τόσες ζωές για να καπακώνει ο νεωκόρος της αγοράς με γλαδιόλες τα φλογισμένα κεριά. Πολυμήχανε αγανακτισμένε, εσύ που νομίζεις πως θα βρεις την άκρη βάζοντας πέτρες στο καζανάκι, σπέρνοντας στους αγρούς φωτοβολταϊκά, ας είναι ελαφρύ το κίνημα της πατάτας που σε σκεπάζει.

Όταν οι σοφοί γίνονται μισάνθρωποι

Όταν οι σοφοί γίνονται μισάνθρωποι
σκιάχτες στις τρομερές εξοχές και βάζουν
κρασί στο νερό τους και κουβαλούν το
αγιάτρευτο χτικιό της μεγαλοφυΐας,
τούς αγοράζει τότε κοψοχρονιά
ο μέγας αρχιτέκτων, ο χορηγός της
μετροπόλιταν όπερας, ο συλλέκτης
του συνδέσμου βιομηχάνων. Τους
πασπατεύει τα βυζιά μαζί με τις
γυμνές μοιραίες γάμπες των συλλογισμών.
Τους προσφέρει άδειες κάμαρες
να γράψουν τον πόνο τους και
μπόλικο χαρτί να τον τυπώσουν.
Τους προσφέρει ξανθιές όλο
σπιρτάδα απ’ τα Εκβάτανα της
κρατικής, λάβρες, διαβασμένες
που χήρεψαν νωρίς από ηδονές
και μάθανε να ερεθίζουν θεατές
μονόχνοτους, ματάκηδες όλο
οργή και λύσσα και καταστολή
σαστισμένες μονάχα μπροστά στις
καταστροφές και τα εγκλήματα
με τη σωστή δόση αναγούλας
στις ωοθήκες, δασκαλεμένες
από στιλπνούς ποιητές της
διαφήμισης, πρώην διαφωτιστές
ατσίδες που είδαν πως η επανάσταση
δεν έχει λεφτά, τζακούζι
και σεξοτουρισμό
με πανώρια μουνάκια Ταϋλάνδης.

Eυδαίμων

Όταν ο ευδαίμων συναντήσει τη
φιληνάδα υπεραξία ζευγαρώνουν
αυτοστιγμεί. Σαν αγριόγατοι
και σαν χέλια. Τους γράφουν έπειτα
οι λογοτεχνίες των χωρών. Ποιήτριες
μικρούτσικες σαν κλωναράκια με
ιδανικά ανάερα κι ανάλαφρα που
χώνουν τη μύτη τους παντού. Διαβολικές
που τρυπώνουν κάτω από μια πέτρα
ή μέσ’ τα φύκια περιμένοντας μια
κουβέντα περιμένοντας διαμάχες
καυγάδες και συνευρέσεις. Σαν
νυφούλες που βγάζουν το νυφικό
την πρώτη νύχτα του γάμου και
μένουν γυμνούλες κι αληθινές με
σάρκα και οστά με ωραία πυρωμένα
χείλη που βιάζονται να ενσαρκωθούν
απ’ την κορφή ως τα νύχια δια παντός
ν’ απολαύσουν τη μεγάλη αξέχαστη
κι οδυνηρή εμπειρία του σεξ.

Νυχτερινή έξοδος

Μόλις επέστρεψαν απ’ τη νυχτερινή τους έξοδο. Σχεδόν ξημερώματα. Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους κείτονταν μια φιγούρα. Μιαν ανθρώπινη φιγούρα σκεπασμένη με βρεγμένες εφημερίδες. Μια βρόμικη και μαλλιαρή μορφή που ’χε καλυμμένο το πρόσωπο μ’ ένα ξεφτισμένο καπέλο. Έμοιαζε με κλόουν που κάνει το νούμερο του πεθαμένου στο τσίρκο. Διάολε! μουρμούρισε ο άντρας και πλησίασε με κάποια προφύλαξη. Έσπρωξε με το πόδι του τη μορφή και ψιθύρισε: πεθαμένος είναι. Η γυναίκα έσκυψε και τράβηξε το καπέλο απ’ το πρόσωπο του νεκρού. Είχε μιαν έκφραση ευχαρίστησης κι ένα ηδονικό μειδίαμα χαράς κάτω απ’ τα γένια και τη βρώμα. Ο άντρας έβαλε ξανά το καπέλο στο πρόσωπο του νεκρού και τηλεφώνησε στην αστυνομία, λέγοντας πως, ένας αλήτης είχε βρεθεί νεκρός μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Ο άντρας με τη γυναίκα του έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα του καλού πολίτη, αποφάσισαν ν’ αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας για να μην καταλήξει το πτώμα στον κοινό τάφο των αστέγων του δημοτικού κοιμητηρίου, μιας κι είχε βρεθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Μάλιστα αποφάσισαν πως θα κάνουν μιαν ευπρόσωπη κηδεία πρώτης τάξης καλώντας συγγενής, φίλους και γνωστούς, που για έναν αλήτη δίχως όνομα ήταν μια πολυτέλεια, την οποία όσο ζούσε δε μπορούσε να τη διανοηθεί.

Το ερώτημα

Πάλι το ερώτημα ξεσπά.
Και τα δαιμόνια. Ο πεθαμένος
ο σκορπιός στο εικονοστάσι της.
Θα κάνω την παλάμη μου φαράσι
τα τρίματα των εραστών σου να μαζέψω.
Σε τούτη εδώ την άβυσσο
που’χει για ρόπτρο κλειτορίδα
και θέλει υποχθόνιους αρχιερείς
κήρυκες στις επάλξεις.
Μετά απ’ το βυζί να κατεβούνε
έρποντας, την κάψα να προλάβουνε
πριν εξατμιστεί.
Να στήσουν καύσωνα στυγνό.
Και υγρασίες φονικές αξιομνημόνευτες.
Από ύαινα ξανθιά σε έκτακτο δελτίο.
Δίκοπη χωρίς βρακί.
Σκορπίζοντας ψευδείς ειδήσεις στο κοινό.
Για αλλοιώσεις και φθορές
και επελάσεις τρωκτικών.
Μιας παλακίδας τάχα το λαιμό
να σφαγιάσουν!
Ένστολοι αδρεναλίνης.
Τενόροι που τα φάλτσα τους
πραξικοπήματα στις μήτρες.
Κουρνιαχτός.
Άπληστες νυχτερίδες
που χτυπιούνται, σε τάφους θολωτούς
σε τάφους σπέρματος
σε καταπιόνες ουρανίσκους.

Ευκαιρίες

Τα αφεντικά θέλουν περιλήψεις αλλά και μαστοριά. Μιαν αριστερή συμπαράσταση από στελέχη που διάβηκαν το Ρουβίκωνα της κομματικής τσαχπινιάς κι ήρθε η ώρα των απωθημένων τους για το κακό κόμμα. Τα αφεντικά ποντάρουν στα θέλγητρα του πληρωμένου έρωτα. Ευκολία, υποταγή, ποικιλία. Κυρίως ποικιλία. Από εδώ ξεφωλιάζει και το χρυσορυχείο της δημοκρατίας. Το χρηματιστήριο, ο τζόγος, το φίλμνετ. Ότι μπορεί, ο κάθε πικραμένος με λεφτά, πολλά ή λίγα, να ρίξει έναν πούτσο ή να το παίξει πλούσιος για μια βραδιά. Μπορεί να φουσκώσει άνετα το Εγώ του με τις χάρες της ελεύθερης αγοράς. Τ’ αφεντικά πιάνουν απ’ το σβέρκο το χωριάτη με τη μαγική λέξη Ευκαιρίες! Ο χωριάτης τσιμπάει, πουλάει χωραφάκια και φρέζες και γίνεται κοινωνία των πολιτών αγοράζει διαμέρισμα, βίλλα, στήνει δουλειές κι εκθειάζει το Χάρβαρντ και τις λαγόνες ξανθιάς Ανατολικής που ως άλλος αποικιοκράτης ξεσχίζει επί πληρωμή κομπορρημονώντας πως γάμησε δίμετρη καλλονή μοντέλο άγαλμα μα στην ουσία μακέλεψε ποσοστό ανθρώπινης ύπαρξης ενός δύστυχου πλάσματος που το’ φερε σ’ αυτόν η πείνα και το ξύλο. Έρχεται όμως κάποτε το ζόρισμα της μηχανής και το ανθρώπινο μακελειό δεν έχει τέλος. Ο χωριάτης τα χάνει όλα. Γυρνά στη μητρική αγκαλιά και το βιοτισμό της υπαίθρου. Κήπους και κότες χωρίς τα κάρμινα μπουράνα του ογδόντα που φυλλορρόησαν στ’ αυτιά του και τον έκαναν εξωστρεφή αλλά πάντα καρυδότσουφλο στα κύματα της αγοράς. Το αφεντικό έκανε το χωριάτη αμερικανάκι μέχρι τα μπούνια. Μαγάρισε το παιδί του με ξένες γλώσσες, δεξιότητες, προσόντα και ποσοστό ευθύνης των επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Του έλεγε πάντα μη φοβάσαι τίποτε προχώρα μπροστά. Εμείς έχουμε τον ήλιο, τη θάλασσα, τη φεγγαράδα και τη φασουλάδα της μαμάς. Σήμερα οι χωριάτες μαζεύονται ευλαβικά στις πλατείες σαν σκιές από τη Βίβλο για να μοιράσουν τα τελευταία απομεινάρια ανθρωπιάς, φτιάχνοντας μια νέα ελίτ πολιτικών ρητόρων που θα τους σώσουν εκ νέου απ’ τους κομμουνιστοσυμμορίτες, το κοινωνικό κράτος και τα άλλα πορφυρά δεινά.

Όνειρο χειμερινής νυκτός

Έπεφτε χιονάκι απρόσμενο και διστακτικό.
Αυτή απέραντη. Ξεχύθηκε με τα θηκάρια της
γεμάτα τεχνικές, τεχνολογίες έρωτος και πόθου.
Τ’ αρσενικά τού κόσμου στέναξαν κι ο μικρός
γυμνός ξυλοκόπος με το τσεκούρι που γυάλιζε
σαν φεγγαράκι έκοψε λίγη φλούδα απ’ τον
κορμό της. Κι έκανε τη φλούδα βαρκούλα
στα κύματα και τα ψάρια της ξεθάρρεψαν
και κολυμπούσαν στον αφρό της, κρούοντας
κάτι πελώριες καμπάνες που εγίνανε σβώλοι
από ζάχαρη στο στόμα μας μέσα στη μαύρη
χιονισμένη νύχτα. Και ξυπνήσαμε, γλείφοντας
τα δάχτυλά μας, κάθυγροι, ορμητικοί όσο
η ροή του αίματος σε μίαν ανοιχτή βαθιά πληγή.

Μαραθώνιον άλσος

Πάλι έστησαν καρτέρι οι ξανθιές.
Κάτι νερουλές ντολόρες όλο
βίτσια και αλκήν ευδόκιμον
για το Μαραθώνιον άλσος των γλουτών.
Όσες γδύνονται και σβολιάζουν
στα στούντιο ΑΤΑ, σαν δακρυσμένες
μπουρνελιές με κορμάκι γυαλισμένο.
Διαμαρτυρόμενες με τα ψηλά τους τακούνια.
Με υπονοούμενο μάτι, βυθισμένες
στην αφρόεσσα μπανιέρα δια παντός.

Mέλι γλείφοντας παντοτινά

Δημαγωγοί που μάντεψαν τους κυκλώνες
και τα ιδρωμένα δέντρα. Προφέροντας
εκείνο το γοερό: οσονούπω θα’ρθουν
οι καταστροφές κι οι κόρες των ματιών μας
και τα σγουρά μας τσίνορα θα τα καψαλίσουν
στο google ανώνυμα πλήθη που φοράν
το μαύρο σάλι τους, απογειώνοντας
πληκτρολόγια και ποντίκια, σαν εραστές
που πέφτουν με γδούπο στη οθόνη, σαν
όρνια που βρίσκουν τοίχο και φτεροκοπούν.
Σαν αρκούδες με χρυσό χαλκά που όλο
προσεύχονται στο θεό της αρκούδας
κάνε θέ μου να μην ξαναχορέψουμε
σε πανηγύρι ή σε γάμο ξανά, κάνε
ν’ αλλάξουμε πλευρό και να μπούμε
στα χαράματα γελώντας, σαν φαφούτες
ευτυχισμένες γριές
να ξυπνήσουμε σε ανθισμένο αγρό
αναποδογυρίζοντας κερήθρες
μέλι γλείφοντας παντοτινά.

Αχέροντας

Υπομονετικά περιμένω τον Αύγουστο.
Και προσεύχομαι στη διαβολεμένη
θεότητα της πέτρας.
Να περάσω ζωντανός τον Αχέροντα
με το παντελόνι τυλιγμένο στο χέρι
κρατώντας τις μπότες
και τις κάλτσες μου ψηλά
διασχίζοντας το ρεύμα, το τέλειο
παγωμένο πάθος του βουνού
που χύνεται στη θάλασσα
τη μυρουδιά της υγρασίας
στα ρουθούνια
τη θεϊκή υποταγή των όντων
στον αιώνιο ρυθμό
την αλληλοδιείσδυση
του ενός μέσα στον άλλον
μιας και για όλα τούτα δω
τα πράγματα του κόσμου
θα πρέπει να υπάρχει
ένα ποίημα γραμμένο
ακόμα κι αν ήταν δυνατόν
να γυρίσουμε αυτό
το λαμπερό ήλιο ανάποδα.
Ένα ποίημα
κάτι σαν προσευχή των καυλωμένων
στο θεσπέσιο συμπαντικό μουνί.

Oθόνη δίχως ήχο

Μετά απ’ τη σφοδρή μας αγάπη
το γάργαρο ρυάκι της αγκαλιάς
το σαπούνι Lux
που ’λιωσε ανάμεσά μας
τα δάκρυα στο μαξιλάρι
την ώρα που κάποιος
ξεψυχάει μακριά από μας
κι αναβοσβήνει ο θάνατός του
στην οθόνη δίχως ήχο
και τα μάτια του
μοιάζουν με ασπράδι
βρασμένου αυγού
έτοιμα να ταΐσουν
τα σκοτεινά ζώα του ύπνου.