Μόλις επέστρεψαν απ’ τη νυχτερινή τους έξοδο. Σχεδόν ξημερώματα. Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους κείτονταν μια φιγούρα. Μιαν ανθρώπινη φιγούρα σκεπασμένη με βρεγμένες εφημερίδες. Μια βρόμικη και μαλλιαρή μορφή που ’χε καλυμμένο το πρόσωπο μ’ ένα ξεφτισμένο καπέλο. Έμοιαζε με κλόουν που κάνει το νούμερο του πεθαμένου στο τσίρκο. Διάολε! μουρμούρισε ο άντρας και πλησίασε με κάποια προφύλαξη. Έσπρωξε με το πόδι του τη μορφή και ψιθύρισε: πεθαμένος είναι. Η γυναίκα έσκυψε και τράβηξε το καπέλο απ’ το πρόσωπο του νεκρού. Είχε μιαν έκφραση ευχαρίστησης κι ένα ηδονικό μειδίαμα χαράς κάτω απ’ τα γένια και τη βρώμα. Ο άντρας έβαλε ξανά το καπέλο στο πρόσωπο του νεκρού και τηλεφώνησε στην αστυνομία, λέγοντας πως, ένας αλήτης είχε βρεθεί νεκρός μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Ο άντρας με τη γυναίκα του έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα του καλού πολίτη, αποφάσισαν ν’ αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας για να μην καταλήξει το πτώμα στον κοινό τάφο των αστέγων του δημοτικού κοιμητηρίου, μιας κι είχε βρεθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Μάλιστα αποφάσισαν πως θα κάνουν μιαν ευπρόσωπη κηδεία πρώτης τάξης καλώντας συγγενής, φίλους και γνωστούς, που για έναν αλήτη δίχως όνομα ήταν μια πολυτέλεια, την οποία όσο ζούσε δε μπορούσε να τη διανοηθεί.