Ο αγρός είχε αυτό το υπέροχο πράσινο χρώμα της άνοιξης. Ο παπάς καθόταν απέναντί μου σταυροπόδι στα χορτάρια. Ξέρετε πάτερ, του είπα, σκέφτομαι να δημοσιεύσω το πρώτο κεφάλαιο απ’ το Ημερολόγιο ενός ηδονιστή της υπαίθρου. Ω ναι, μου είπε, είναι μια έξοχη ιδέα αλλά δεν ξέρω αν θα σ’ αφήσουν να το δημοσιεύσεις. Δεν είσαι και πολύ αγαπητός σ’ αυτή τη χώρα. Δεν έγραψες τίποτε για τους στρατιώτες που πολεμούν στο μέτωπο, ούτε καν μια τρυφερή κουβέντα για τον αρχηγό του κράτους. Ο πάτερ αργά και τελετουργικά σηκώθηκε από χάμου σκουπίζοντας τα οπίσθιά του απ’ τη γύρη και τα λευκά ανθάκια. Και τώρα θα με συγχωρέσεις, μου είπε, αλλά πρέπει να φύγω, με περιμένει το ποίμνιο. Σηκώθηκα και τον χαιρέτησα εγκάρδια. Εις το επανιδείν του είπα και συγνώμη αν σας έκανα να χάσετε το χρόνο σας, την επόμενη φορά θα έρθω για να εξομολογηθώ. Δεν χρειάζεται, μου απάντησε ο πάτερ, φρόντισε πρώτα να κάνεις κάποια αμαρτία κι ύστερα έλα, μη με κάνεις να χάνω χρόνο δίχως λόγο.