Ο Στουρνάρας και τα στουρνάρια

Αν ψάξει κάποιος να βρει από πού προέρχονται και για πού προορίζονται τα περισσότερα στελέχη του σύριζα ανά την Ελλάδα θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι. Μέσα σε δυο ή τρεις μήνες όταν το 5 τοις εκατό γίνεται 30 σχεδόν, πέφτεις πάνω σε φιλοδοξίες, προνόμια, κομματικές πελατείες από άλλο μαντρί, ιδιοτέλειες, συμφέροντα και λοιπά. Με λίγα λόγια δηλαδή σʼ αυτά που υποτίθεται πολεμάς. Το ιδεολογικό εύρος τού μορφώματος που έσπευσε να ξαναβαπτιστεί όταν είδε πως πλάκωσαν κι οι γύφτοι με τα νταούλια, ξεκινά από φιλελεύθερους του κέντρου χριστιανοδημοκράτες έως σκληροπυρηνικούς υποτίθεται κομουνιστές. Οι πρώτοι είναι νοικοκυραίοι και θέλουν την ησυχία τους με ένα καθεστώς ανδρεοπαπανδρεϊκού τύπου ενώ οι έτεροι πιστεύουν σʼ έναν κομουνισμό που θα έρθει αφού οι κεφαλαιοκράτες θα βαρεθούν και θα τα παρατήσουν. Γενικώς στο χώρο του σύριζα υπάρχει μια νοοτροπία προσαρμογής και μια έτοιμη ομαδούλα που περιμένει την ώρα της. Αυτό όμως που κατέστρεψε την αριστερά και την έκανε γιουσουφάκι του Κεφαλαίου(βλέπε Κουβέλη) είναι ο άκρατος ατομικισμός και οι φιλοδοξίες τού κάθε πονεμένου στελέχους που το μέλημά του είναι να στρογγυλοκαθίσει στην καρέκλα κι όχι να οργανώσει την ταξική πάλη.

Κανείς δεν θα παραχωρήσει σε κανένα τίποτε. Ούτε ένα χιλιοστό πλούτου δε θα χαριστεί. Το Κεφάλαιο ευρωπαϊκό παγκόσμιο ή ελληνικό δεν έχει αισθήματα αλλά σχέδια να υπάρχει ως Κεφάλαιο και αύριο.

Η κυβέρνηση Σαμαρά είναι η συνέχεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη του 93 που διαφήμιζε το ξεπούλημα της χώρας με εκείνες τις γελοίες διαφημίσεις που προέτρεπαν τους ξένους για επενδύσεις στην Ελλάδα. Ήταν η απαρχή της εφαρμογής του θατσερικού μοντέλου το οποίο όμως προσπάθησε να το εφαρμόσει στην Ελλάδα ένας άνθρωπος καμένος στα μάτια του λαού με κακό παρελθόν και άκρως ύποπτες διασυνδέσεις με τον αμερικανικό παράγοντα. Η λύση ήταν πάλι το κέντρο. Το πασόκ πέρασε απʼ το λαϊκισμό, τις ψευτοπαροχές και τα επιδόματα στον εκσυγχρονισμό. Έγινε ο εγγυητής της κοινωνικής ειρήνης προσφέροντας καθρεφτάκια στους ιθαγενείς από καφετιέρες της Ζήμενς μέχρι βίλλες, κότερα και διαμερίσματα στο Παρίσι. Άνοιξε το δρόμο για την εξαγορά συνειδήσεων της λεγόμενης μεσαίας τάξης. Χρηματιστήριο, γαμοδάνεια και οικοδομή. Όλη η παραγωγή μετατοπίστηκε στις κατασκευές. Υπερχρέωση, νέα τζάκια, διαφθορά και τα λοιπά. Ο καπιταλισμός μπόρεσε να πάρει μια γερή ανάσα παίζοντας το χρηματοπιστωτικό χαρτί.

Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες που επένδυσαν να πάρουν πίσω όχι τα λεφτά τους, τα επιτόκιά τους και τις άλλες κατσαρές τρίχες αλλά τις ίδιες τις υποδομές και τον πλούτο που έχτισε η εργατική τάξη με τα χέρια της.

Η επιβίωση ενός απάνθρωπου συστήματος στηρίζεται στη βαρβαρότητα. Κανείς δε μπορεί να διανοηθεί πως αυτή η οικονομική πολιτική μπορεί να οδηγηθεί στα άκρα. Όταν ο καπιταλισμός είχε πρόβλημα έσκαγε έναν πόλεμο με καλούς και κακούς, περνούσε την κρίση του κι όλα μέλι γάλα. Σήμερα όμως ο γενικευμένος πόλεμος με αεροπλάνα τάνκς και μάχες είναι επικίνδυνος για το σύστημα. Γιʼ αυτό κρατά τους συμβατικούς πολέμους μακριά απʼ τη μητρόπολη ενώ αφανίζει ένα μεγάλο μέρος των κατωτέρων στρωμάτων του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου μέσω της ακραίας νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής.

Το πασόκ μεταλλάχτηκε σε ένα φασιστικό κόμμα με φασιστική διακυβέρνηση. Με κοινωνικό αυτοματισμό. Με διπολισμό και οριακές καταστάσεις. Τα σχολεία, τα νοσοκομεία και οι παροχές θεωρήθηκαν δώρα του Κεφαλαίου προς τον ελεήμονα λαό και ήρθε η ώρα να κοπούν. Αλώστε είχε καλλιεργηθεί αυτή η φιλοσοφία του δώρου, του δέκατου τρίτου, δέκατου τέταρτου μισθού και πάει λέγοντας. Κάποιος σού έκανε δώρο επειδή ήσουν καλό παιδί και καθόσουν στʼ αυγά σου.

Η άθλια φασιστική προπαγάνδα που πέρασε σε αρκετούς ηλίθιους του τόπου και έγινε πλέον ιδεολόγημα είναι το μαζί τα φάγαμε, οι τεμπέληδες του δημοσίου, οι ανεπρόκοποι αγρότες που μπεκρουλιάζουν στα καφενεία, η νεολαία που κοπροσκυλιάζει, οι γιατροί με τα φακελάκια, οι εκπαιδευτικοί που τα ξύνουν και πάει λέγοντας. Δεν είναι τυχαίο πως μετά την εμπροσθοφυλακή των Παπανδρέου που έπαιξαν μέχρις εσχάτων το ρόλο τους, ήρθαν οι ογκώδεις αντιπρόεδροι για να πουν τα πράγματα με τʼ όνομά τους. Θα σας ξεσχίσουμε, θα σας πιούμε το αίμα, είστε ένα λαός λαμόγια που τη βγάζει καθαρή. Μια δράκα κομπιναδόρων. Τώρα θα φάτε σκατά. Κι όπως λέει κι ο σεβάσμιος μαϊντανός Στέλιος Ράμφος προστατευόμενος και προσωπικός αστρολόγος-προφήτης της μαντάμ Στάη οι Έλληνες είναι ζώα, πίθηκοι, αρούγκαλοι, απολίτιστοι και ανεπίδεκτοι ευρωπαϊκής μαθήσεως.

Οι άνθρωποι αυτοί έδιωξαν λοιπόν το μεγάλο όγκο των ψηφοφόρων και τον πήγαν στο σύριζα. Το πρώην πασόκ αποτελούνταν απʼ αυτές τις δύο κατηγορίες. Αυτούς που χάρασσαν την πολιτική, ζόμπι, αριβίστες, αδίστακτους κι αυτούς που έφερναν κόσμο στο μαντρί. Όταν οι ισορροπίες άλλαξαν και πήραν το πάνω χέρι οι λεγόμενοι εκσυγχρονιστές δημιουργώντας ένα ιδιότυπο τρίτο κομματικό ράιχ τότε βάρεσαν οι καμπάνες και τα σήμαντρα. Τα στελέχη που κρατούσαν στέρεο το μπετό της βάσης αυτομόλησαν στον έτοιμο από καιρό σύριζα που ήταν στα μέτρα τους αφού έκανε πράξη την ευαγγελική ρήση των αγορών. Προς θεού επαναστατήστε, νευριάστε, αγανακτήστε, μην πληρώνετε αλλά εντός της ευρωπαϊκής ένωσης. Η ευρωζώνη είναι φετίχ κι άλλα φροϋδικά παιγμένα από ακαδημαϊκούς μειλίχιους διανοούμενους της αριστεράς και της προόδου που το όραμά τους είναι η διόρθωση κι όχι η ανατροπή.

Ο σύριζα θα αποτελέσει την αντιπολίτευση στον τεχνοκράτη Στουρνάρα και σε μια κυβέρνηση δεξιά τερατική που έχει χθεσινά δικά της στελέχη στα σπλάχνα της έτοιμα κι εξοπλισμένα να δίνουν πολιτικές σφαλιάρες στους πρώην συντρόφους. Αριστερά κι ο σύριζα αριστερά κι η δημάρ. Η αριστερά θα αντιπολιτεύεται την αριστερά. Ένα κοινοβούλιο καρναβάλι και μια κυβέρνηση εθνικής χλαπάτσας με την νοικοκυραίικη κλαίουσα δεξιά να διαχειρίζεται υποτίθεται τα πράγματα, το Βενιζέλο να μιλά με τους Ευρωπαίους και το Κεφάλαιο και το Φώτη να ξεσκατίζει κάθε τόσο το πολιτικό σύστημα. Όλοι μιλούν για την εκπεφρασμένη εντολή του λαού. Η δεξιά απʼ τη μια θεωρώντας το λαό και τους ανθρώπους στουρνάρια με τα καλιαρντά της περί ανάπτυξης και η αριστερά του Αλέξη φρέσκια, ατομικιστική, μεταμοντέρνα και ολίγον λάιφ-στάιλ που θέλει καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο.

Χάσμα

Μας γονάτισαν οι συνθήκες και τα
θαύματα. Οι εξάψεις, οι αίθουσες
αναμονής, τα αρκτικόλεξα που μάς
καθορίζουν. Τα ζουμιά και τα νύχια
μιανής που μάς χάραξε και μάς
διάβασε ποίημα, γυμνούλα σε μιαν
άκρη κρεβατιού, με τα στόρια σε
προχωρημένο ημίφως και την καρδιά
ήσυχη και προστατευμένη και το
Σάββατο χάσμα ανάμεσα στην
πενθήμερη σφαγή και την
Κυριακάτικη πρωινή ησυχία.

Στο πάνω ημισφαίριο της γης

Στο πάνω ημισφαίριο της γης
ξέσπασαν άγριες τσουτσουνομαχίες.
Χωροεπίσκοποι και γδυτές κυρίες
του καλού κόσμου με θητεία στη
σάμπα και στα χειμερινά σπορ με
σαρκώδη χείλη και ανθηρά γέλια
κι άλλοι ωραίοι ανεπάγγελτοι που
όλο διαβάζουν μνημόσυνα στον
ξένο τύπο κι έχουν εφάπαξ συνδρομή
στο Paris Review, στον πόλεμο
του Κόλπου, στην ανασυγκρότηση
της Λιβύης. Παραγγέλνοντας
καμπινέδες σε αρχιτέκτονες που
κυματίζουν μέσα στη γυάλα τους
πολιορκητές με πούρα, σάρξ εκ
σαρκός του δημιουργού, πάντα
σε σπίτια με θέα κατοικώντας
και στα πολυβολεία του four
seasons πεθαίνοντας. Χτίζοντας
μύθους, καραδοκώντας με το
μερίδιο πλούτου οπαδών που
όλο τρυπώνουν σε φέρετρα και
φερετζέδες ως κοινοί θνητοί με
παραδόσεις, ζορισμένα ωράρια
και ωάρια μπόλικα για διαιώνιση
κρυφτούλι παίζοντας με το χάρο
που ξεκαρδίζεται στα γέλια.

Πεσκέσια

Σου έχουν πεσκέσια οι βυθισμένοι στα χιόνια Βόρειοι
απελπισμένοι που δεν διαθέτουν θάλασσα να πουν τον
πόνο τους, αλλά μπόλικο χρήμα κι έναν Δούναβη
σκανδαλωδώς αργό, προσηλωμένο πάντα σ’ ένα
μέλλον που δεν έρχεται, με περιπάτους στα δασάκια
με οικολογία, εργατισμό, οινοπνευματώδη διαίτης
κι έναν έρωτα για τους στοχαστές που πήγαν
αδιάβαστοι στις καταβόθρες ακαδημίας και στα
υπερβόρεια φονικά κάποιου ευυπόληπτου
πατριώτη ονόματι Άντερς Μπρέιβικ.

Ναυάγια, κρίσεις και χοντρές χασούρες

Η κρίση του καπιταλισμού γίνεται κάποτε και κρίση της δημόσιας ζωής αλλά και κρίση συνειδήσεων. Κριτική της οικογένειας, της σεξουαλικής ηθικής, της ανδρικής κυριαρχίας, του σχολείου, της εκκλησίας, των πεποιθήσεων και των αξιών. Αμφισβήτηση του ηγεμονικού μεγαλοϊδεατισμού της Δύσης. Βίαιες ταλαντεύσεις ανάμεσα στην παθητικότητα και τη βία, ριζικός σκεπτικισμός και πίστη στο ένστιχτο. Απ’ τους τιθασευτές του ανθρώπινου γένους και τους αυτόκλητες σωτήρες, νομοθέτες, ηγέτες, ποιμενάρχες, προφήτες και λοιπούς περάσαμε στο ιδιωτικό ναυάγιο και τον κατασταλαγμένο μισανθρωπισμό των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα στη χαβούζα τού εθνικισμού βλασταίνει ο μέγας αναβρασμός. Απ’ τα εθνικά κράτη και τη βιαιότητά τους στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα περάσαμε αμετάκλητα στους συνασπισμούς των βιομηχανικών κρατών. Οι κοινωνικοί θεσμοί της οικογένειας, τού δικαίου και τής ιδιοκτησίας ανατρέπονται. Το δίκαιο γίνεται μεταφυσικό και αόριστο, η ιδιοκτησία ρευστοποιείται και η οικογένεια μεταμορφώνεται σ’ ένα εκτροφείο καταναγκασμών. Η πραγματικότητα αρχίζει να διασπάται και να εξαφανίζεται, γίνεται απειλητική και σκωπτική, ασταθής και φαντασιακή. Η τεχνολογία αποκαλύπτεται ως μυστική θρησκεία, προικισμένη με κρυφές δυνάμεις, παίζοντας τον παλιάτσο και το μάγο μέσα σ’ ένα μοναχικό ηλεκτρικό κήπο. Η ανθρώπινη περιπέτεια, τα πάθη και οι ηδονές ελέγχονται και χειραγωγούνται. Ο άνθρωπος μοιάζει γελοίος και παθητικός, χαμένος μέσα σ’ ένα πλήθος παραδομένο στον σκεπτικιστή σατανά και στον ευφυή Μαμωνά. Κάθε επαναστατική φιλοδοξία της νεότητας εκφυλίζεται αργότερα σ’ ένα καινούργιο απολυταρχισμό. Πόσοι άραγε μπορούμε να φανταστούμε τη ζωή μας έξω απ’ την εταιρική ευθύνη, τις χορηγίες, το ιδιωτικό κεφάλαιο και την αγορά! Πόσοι από μας μπορούν να διανοηθούν μια καινούργια αναγέννηση κι ένα βάθος πεδίου έξω απ’ το σχήμα της επίσημης ιστορίας! Μια διαλεκτική συντέλεια δημιουργίας του νέου μακριά απ’ τις σατανικές σειρήνες τού <<υπείροχον έμμεναι άλλων>> τού αρχαίου συγκεντρωτισμού. Μακριά απ’ το γιάπικο φονταμενταλισμό και τους τέκτονες της αλληλοεξόντωσης. Μακριά απ’ τις λεγεώνες και τους στρατούς σωτηρίας. Μακριά απ’ τις αγιογραφίες, τις κολακείες και τις μελωμένες θηλιές.

Πολλές εκδοχές

Πολλές εκδοχές για τη μια και μοναδική
μας ζωή. Και χρησμοί και θρησκείες και
ιδέες ορμητικές. Αντηλιακά κορμάκια
κάτω απ’ το παραπέτασμα του σεξ
κάτω απ’ του επιταφίου τις επάλξεις
στα χωράφια και στους αγρούς, στις
πόλεις και στα χωριά. Πολλά
ποιήματα για το τίποτε. Πολλά βιβλία
πολύ χαρτί και πολύ μελάνι και πολύς
θόρυβος. Ποιος ο λόγος να γράφονται
ποιήματα μετά το Άουσβιτς, την
Πρετόρια, το Δίστομο, το Βατερλό!
Ποιος ο λόγος για κριτικά σημειώματα
λογοτεχνίες κουτσομπολιά και του
σοφού Καχτίτση τις άτοπες ιαχές!
Ω άθεε φακίρη θεέ
ένα δίκλινο δώσ’ μου σε πόλη επαρχιακή
σε μένα τον αντιδραστικό που δεν
καρτερώ την έλευσή σου, ένα δίκλινο
για τις ερωμένες και τα δυσώδη μου
γραπτά.

Σε ξένες χώρες

Πολλά κορμιά ανθήσανε ματαίως.
Σε ξένες χώρες πήγανε να φέρουν
γιατρικά. Να βρουν σαπούνι και
κρεβάτι καθαρό. Να φέρουν στην
πατρίδα τους αέρα δυτικό τροφή
ορθολογισμό, μα σ’ ένα δίχτυ
πιάστηκαν και ρίχτηκαν στη
θάλασσα. Σε κρεματόρια στρατόπεδα
συγκέντρωσης λαγούμια σκοτεινά.
Εργάτες σε φυτείες, λαδώνοντας
του σιδερένιου δράκου τα γρανάζια
με το αίμα τους. Σκαλίζοντας
όσοι γλιτώσαν το χαμό, πάνω
στις πετρωμένες μας καρδιές
μια πανάρχαια μητέρα γη.
Μια καυλωμένη φωτεινή μητέρα.

Happenings

Είναι που κάθε εμφύλιος αναλύεται ψύχραιμα.
Μα κάθε πόλεμος είναι εμφύλιος και κάθε
κρυφή καταπαχτή που βγάζει στον κάτω κόσμο
είναι εμφύλιος. Και η αχόρταγη καταβόθρα
του πλούτου είναι εμφύλιος στα χρόνια της
ειρήνης. Οι σφαγές αμάχων, τα εργατικά
ατυχήματα, οι ψύχραιμες αναλύσεις, τα
συσσίτια, οι ελεημοσύνες είναι εμφύλιος.
Η διαστρέβλωση της θεωρίας, ο εκφυλισμός
της πράξης απ’ τη διαστρεβλωμένη θεωρία.
Τα θύματα και η φωνή τους αχνιστή
απ’ το χώμα κι ο παντοκράτωρ ήλιος
χωρίς καμιά απελπισία και η θάλασσα
με τους υγρούς υπαινιγμούς και η
λατρεία του φαλλού σε μια αμμουδιά
το καταφύγιο των αθώων κι η μυρουδιά
των καυλωμένων που εφεύραν την
ανθρωπότητα, τους καλούς και τους
κακούς σε μιαν αέναη υγιεινή σφαγής
και το τρομερό διαβολεμένο πλήθος που
όσο να’ ναι εμείς οι λοξοί λογοτέχνες
του μαθαίνουμε όχι ύμνους και προσευχές
όχι μύθους και αιμοβόρες ψευτιές
όχι παρελθόν ένδοξο και στεγνό
πατριωτικό σεξ, μα εκείνο
το φοβερό, σκέφτομαι άρα αλλάζω
σκέφτομαι άρα συνυπάρχω, πετάω
τη σαβούρα αιώνων, πλασάροντας αυτό
το δημώδες: αφήστε τα μίση και
πιάστε το γαμήσι.

Ημερολόγια ορυχείου

Μην μ’ ακολουθείται, δεν ξέρω τι θα βρω μπροστά μου. Ή μάλλον ξέρω. Μη με κοιτάτε και μη μ’ ακούτε και μη μ’ αγαπάτε και μη με σκέφτεστε. Ούτε τα χέρια της μάνας μου δεν μπορούν πια να με κρατήσουν, ούτε τα χέρια του πατέρα μου, ούτε τα χέρια τα δικά μου. Είμαι μόνος μου και καλλίτερα που είμαι μόνος μου και δεν έχω κανένα να στηριχθώ. Ο θεός δεν ξέρει τι τον περιμένει, ο θεός είναι ένα πολυβόλο, ο θεός δεν έχει πούτσα, ο θεός δεν έχει μουνί, ο θεός δεν έχει αρχίδια, ο θεός το παίζει θεός, ο θεός δεν ξέρει το σωστό δρόμο. Εγώ ξέρω το σωστό δρόμο. Εγώ αγαπώ τον ήλιο και τη ζωή. Εγώ αγαπώ τα βυζιά και τα λουλούδια. Εγώ αγαπώ το πρωινό στη θάλασσα. Μη μ’ ακολουθείτε, δεν θα πεθάνω στα ορυχεία σας χεσμένος από φόβο. Δεν είμαι μια μαύρη φιγούρα, ένας τυφλοπόντικας. Δεν είμαι μια μαύρη φάτσα, ένας μαύρος δούλος που ξεσπυρίζει τη μαύρη άμμο. Εγώ αγαπώ τον ήλιο και τη ζωή. Εγώ αγαπώ τα βυζιά και τα λουλούδια. Εγώ αγαπώ το πρωινό στη θάλασσα. Εγώ ξέρω το σωστό δρόμο. Μη μ’ ακολουθείτε, δεν θα πεθάνω στα ορυχεία σας. Εγώ έρχομαι κατά πάνω στα μπιστόλια σας.

Μιλώ

Μιλώ με τον τρόπο αυτό γιατί
δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί
η κυριολεξία απέτυχε βίαια κι οι
αποδείξεις άφησαν πίσω νεκρούς,
αμφιβολίες, αρχαίους τραγικούς.
Μιλώ όπως μιλώ και ταμπουρώνομαι
στης γραφής τα σούρουπα και
διαπράττω εξευτελισμούς και
ταπεινώσεις, την πόλη περικυκλώνοντας,
την κριτική ανεπάρκεια φίλων
και γνωστών, τον άκρατο δαρβινισμό
της καθημερινότητας και τις ανόητες
θεωρίες περί μονογαμίας, περί αδυνάτου
και ισχυρού, περί σοφών, περί κώλων
και περικοκλάδων.

Στρατηγικές και μαράζια

Λατρέψαμε τα σκάνδαλα και τις
καρδούλες που κατατρόπωσαν
τα πλήθη. Μιαν οικουμένη έντρομη
με καλοκαίρια, πειρατές κι άλλες
αφθονίες δημιουργικής τρέλας
μονάχη και περήφανη όλο
στρατηγικές και μαράζια, θεούς
και δαίμονες και καυλωμένες
μανούλες με τη συνήθεια να
διαπράττουν λάθη, να το παίζουν
Μήδειες όλο αντιφάσεις και
μανιφέστα, με μιαν ηχώ εκδρομής
με την ανάμνηση του πρώτου
φιλιού και του πρώτου οργασμού
λίγο πριν πέσει ο ουράνιος
θόλος στα κεφάλια τους, λίγο
πριν μια κλιμακτήριος γάργαρη
τις ξεπλύνει εντελώς απ’ το αίμα.

Σε ξένο ρυθμό

Σε ξένο ρυθμό και σε φριχτά τραύματα
σε αναστεναγμούς και χαρτοσακούλες
με ψώνια και διαμάχες και υποψίες και
ερωτηματικά μπόλικα για το μέλλον του
κόσμου και της ποίησης όσων απεδείχθησαν
καπάτσοι και δεν είπαν ακόμα την
τελευταία τους λέξη και τις τελευταίες
κατάρες και δεν δώσαν τα τελευταία μεθυστικά
φιλιά στο λαιμό της Μούσας που τους
πήρε στο λαιμό της.

Λέξεις και νοήματα

Γράφω λέξεις και εφευρίσκω νοήματα.
Βάζω κάτω τα πολιτικά εγκλήματα
του μικρομεσαίωνα που περνάμε και
τις σφοδρές αναιμίες των μαζών, των
μικρομεσαίων την ένδοξη έφεση στις
συγκινήσεις, βάζω κάτω το προικιό
που άφησαν οι αρχαίοι και τα φίλμ
νουάρ κάποιων πρώιμων υποστηρικτών
της σκηνοθεσίας σπαραγμένων σωμάτων.
Υπολογίζω χλευαστικά του πλήθους
τις μετάνοιες, τα εν ριπή οφθαλμού
πισωγυρίσματα στη δίψα για αίμα,
τις προφητείες που εμφιάλωσαν
τα τσογλάνια της σχολής του Σικάγου,
το ανέραστο ντελίβερι λήθης και
το καρτέρι ξενυχτωμού στα σκέλια
κάποιας αγοράς, περιμένοντας να
ζήσουν τους παλιούς έρωτες με
αποικίες, εξωτισμό κι Εσμεράλδες
γυμνούλες να καλπάζουν πάνω στα
δάχτυλα του Ευρωπαίου γαμιά.

Άσμα ασμάτων

Είναι βαριά η καλογερική αλλά
ίσως είναι και μια μικρή ανακωχή
περιορισμένης ευθύνης όπου
καλλιεργείς παραβολές τραβηγμένες
απ’ τα μαλλιά και φασολάκια μπάμιες
μελιτζάνες ανέκδοτα θεολογικά
του ενός ακροατή και της μιας
νύχτας με χαρμολύπες και άλλα
ρήγματα φωνής και μικρούς θανάτους
βάζοντας στη διαπασών αυτό
το δολερό άσμα ασμάτων
αφήνοντας την πόρτα του ήλιου
διάπλατα ανοιχτή και τους
δαίμονες έτοιμους να ξεχυθούν
στα υγρά αυλάκια να ξεδιψάσουν
πρόβατα λύκους θηλυκά και
χείλη που γυρεύουν να ρουφήξουν
μιαν είδηση απ’ τον έξω κόσμο
ένα σπαραχτικό ανθάκι όλο υγρασία
πειρασμούς φαντασιώσεις και
πολλές διφορούμενες καύλες.

Μαζί τα φάγαμε!

Είσαι θυμωμένος γιατί τα φάγαμε μαζί και δεν τα έφαγες μόνος σου.
Είσαι θυμωμένος γιατί χρειάζεσαι δυο υπηρέτες να σε ξεκαρφώνουν απ’ τη χέστρα.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν είσαι ο θεός και γιατί δεν θα καταφέρεις ποτέ να ξεπαστρέψεις τόσους πολλούς όσους εκείνος στον κατακλυσμό.
Είσαι θυμωμένος γιατί δε σου έδωσαν αρκετά οι Αμερικάνοι για να καταδώσεις τον Οτσαλάν.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν έγινες βεζίρης στη θέση του βεζίρη.
Είσαι θυμωμένος γιατί οι άλλοι γαμούν.
Είσαι θυμωμένος γιατί οι άλλοι αγαπούν.
Είσαι θυμωμένος γιατί οι άλλοι ερωτεύονται.
Είσαι θυμωμένος γιατί είσαι αποτυχημένος άνθρωπος.
Είσαι θυμωμένος γιατί ο μισανθρωπισμός σου είναι δυσκίνητος.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν έχεις φίλους αλλά αυλή.
Είσαι θυμωμένος γιατί πάντα βρισκόταν κάποιος να σου τη φέρει.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο της προκοπής.
Είσαι θυμωμένος που σε φτύνουν ακόμα κι αυτοί που σε γλυφαν.
Είσαι θυμωμένος γιατί σε ευνούχισε τόσο η καλοζωία που ακούς το λίπος να γουργουρίζει σε κάθε σου αναπνοή.
Είσαι θυμωμένος γιατί πάντα υπάρχει κάποιος πιο προκλητικός από σένα.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν έφτιαξες όσους κλώνους προσδοκούσες κι όσα παραδείσια παπαγαλάκια υπολόγιζες.
Είσαι θυμωμένος γιατί κάποιοι αντιστέκονται σ’ αυτό που εσύ με τόσο ζήλο υπηρετείς.
Είσαι θυμωμένος γιατί κάποιοι σε θεωρούν δοσίλογο ενώ είσαι.
Είσαι θυμωμένος γιατί από αποτυχημένος καθοδηγητής της αριστεράς έγινες ναρκισσευόμενος απολογητής του ιμπεριαλισμού.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν κατάφερες να γίνεις οσιομάρτυρας.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν είχες υπολογίσει ότι πάντα υπάρχει κάποιος πιο αδίστακτος από σένα.
Είσαι θυμωμένος γιατί οι προσευχές σου δεν εισακούστηκαν.
Είσαι θυμωμένος γιατί η επίσημη γλώσσα μας δεν είναι τα αγγλικά.
Είσαι θυμωμένος που ο Παρθενώνας είναι στη θέση του και δεν είναι στο Λούβρο.
Είσαι θυμωμένος που οι άνθρωποι αναπαράγονται.
Είσαι θυμωμένος που η ζωή σε αγνοεί και προχωρά μπροστά.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν μπορείς να γράψεις ένα ποίημα όπως εγώ.
Είσαι θυμωμένος γιατί η κοιλιά σου είναι γεμάτη βεβαιότητες.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν αγαπάς τα φλογερά ηλιοβασιλέματα αλλά τις μακαρονάδες.
Είσαι θυμωμένος γιατί βλέπεις κάποιους να καυλώνουν για μουνί κι όχι για μπιφτέκια.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν κατάφερες ν’ αφήσεις σ’ αυτόν τον τόπο όσες κουράδες άφησαν άλλοι πατριώτες πριν από σένα.
Είσαι θυμωμένος γιατί δεν κατάφερες να διαστρέψεις πλήρως το νόημα των λέξεων.
Είσαι θυμωμένος που δεν σε παίρνουν στα σοβαρά.
Είσαι θυμωμένος γιατί από μεγαλόσχημος διανοούμενος στου Λουμίδη κατάντησες παχύσαρκος γελωτοποιός στου Μπαϊρακτάρη.
Είσαι θυμωμένος γιατί ακόμα κι οι ιστορίες κοινωνικού αυτοματισμού που επινοείς είναι πιο γελοίες κι απ’ το ζηλιάρικο μάτι του δημιουργού τους.
Είσαι θυμωμένος που θα καταχωρηθείς στις εγκυκλοπαίδειες του μέλλοντος ως ειλικρινής λεχρίτης και ως κομισάριος του μπάρμπα Σαμ.
Είσαι θυμωμένος γιατί παντρεύτηκαν κι άλλοι πλούσιες όπως κι εσύ.
Είσαι θυμωμένος γιατί έχεις τόση ανάγκη τα φράγκα που φοβάσαι πως αν σου λείψουν θα καταντήσεις σαν αυτούς που πολεμάς.
Είσαι θυμωμένος γιατί δε χάρισες τόσα στους εφοπλιστές και δεν ύμνησες αρκετά τις αιμομιξίες τους ώστε να σε κάνουν αρχηγό.
Είσαι θυμωμένος γιατί υπήρξες ένα παράσιτο γαντζωμένο στο σβέρκο της εξουσίας για μισό αιώνα και παραμένεις παράσιτο γαντζωμένο στ’ αρχίδια της άρχουσας τάξης.
Είσαι θυμωμένος που δεν αυτοκτονούν αρκετοί απ’ την απόγνωση που τους έφερες.
Είσαι θυμωμένος που ο ήλιος θα γυρίζει και μετά από σένα.
Είσαι θυμωμένος σαν μαύρο καλοταϊσμένο κοράκι.
Είσαι θυμωμένος γιατί μπήκες στον κόπο να κάνεις τις προφορικές σου κακίες και γραπτές, αφού τα γραπτά μένουν.
Είσαι θυμωμένος γιατί ανακυκλώνεις συνεχώς το θυμό σου.
Είσαι θυμωμένος γιατί τα βάζεις με τόσο αδύναμους που ούτε διανοούνται να σε πολεμήσουν κι ούτε πρόκειται ποτέ να πέσουν πάνω σου στο δρόμο από κει μακριά που τους έχεις καταδικάσει.
Είσαι θυμωμένος γιατί τα θύματά σου δεν καταδέχονται ούτε να σε φτύσουν.
Είσαι θυμωμένος γιατί αυτό που υποτίθεται ότι πολεμάς είναι τα δικά σου παχύσαρκα κομματικά τέκνα που ένα ένα ξεπήδησαν απ’ την τεράστια τρύπα σου καταβροχθίζοντας το καταπέτασμα.
Είσαι θυμωμένος γιατί κοιμάσαι μόνο με λεξοτανίλ.
Είσαι θυμωμένος γιατί δε σου σηκώνεται.
Είσαι θυμωμένος γενικώς και ειδικώς.
Είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις θυμωμένος.

Ψιλά γράμματα

Να διαβάζετε τα ψιλά γράμματα
στις εφημερίδες, στα ανακοινωθέντα,
στα συμβόλαια, στα φάρμακα,
στις ρητορείες, στα φαρμάκια,
στα βλέμματα των περαστικών.
Να ιεραρχείτε τις φράσεις
και τις λέξεις των γυμνών γυναικών
τις κοινοτοπίες του έρωτα
και το σαρκασμό της ηδονής.
Να γυρνάτε πίσω, να καταβροχθίζετε
κάθε περίσσευμα πολιορκίας,
να οικοδομείτε επιβλητικά
κάθε άχρηστη ευχαρίστηση
κάθε σπασμό που ποδοπατιέται
απ’ τον ήλιο, κάθε ενικό αριθμό
που σκανδαλωδώς σκανδαλίζεται,
κάθε όργιο πληθυντικού αριθμού
και κάθε μυρουδιά δαιμονική
από τοπίο γυναίκας, από δερματάκι
απρόσωπο που ξέβαψε απ’ τα χάδια
και το πάει ο χρόνος ο μέγας γαμιάς
ως το λάκκο.

Μια ξέγνοιαστη ζωή

Μια ξέγνοιαστη ζωή όπως
η άμμος της Αφρικής. Όπως
η εκσπερμάτωση στον καυτό
ήλιο. Τα γλυπτά συγκοινωνούντα
υπονοούμενα των γλουτών.
Όπως τα βίαια ανεκπλήρωτα
όνειρα. Όπως ο Σαρωνικός
με τη γλύκα του φεγγαριού.
Όπως ο Παρνασσός κι η Γκιώνα
με τα χιόνια τους.
Μια ξέγνοιαστη ζωή
στους λόφους και στη λήθη.
Να πνέει τα λοίσθια η θλίψη.
Να ρουφάν οι εραστές γαλατάκι
απ’ το βυζί του γαλαξία
κι οι ωραίες εταίρες στο ξάγναντο
να προπαγανδίζουν τον οργασμό.
Ν’ ανάβουν το σπίρτο
απ’ την καλτσοδέτα τους.
Να λένε ψέματα γλυκά
και κολασμένα.
Ψέματα όλων των ειδών.
Ψέματα κάθε είδους.
Όλων των μεγεθών.
Ψέματα μεγάλα και μικρά.
Απ’ αυτά που φαίνονται
κι απ’ αυτά που κρύβονται.
Απ’ αυτά που χρησιμεύουν σε κάτι
κι απ’ αυτά που δε χρησιμεύουν σε τίποτε.
Απ’ αυτά που κάνουν κακό
κι από κείνα που θεραπεύουν.
Για μια ξέγνοιαστη ζωή πρέπει
να γράφεις ξέγνοιαστα ποιήματα.
Να κάνεις προγνώσεις. Να σκυλιάζεις.
Να κρυφακούς στις αμμουδιές
τη σαγήνη των σπλάχνων κοριτσιού
υγρού κι ηλεκτρισμένου
απ’ τις ακραίες καύλες και
τις πεποιθήσεις περί σεξ.
Να είσαι με τις νύμφες και
τη φωτεινή μήτρα. Να είσαι ο ένας
και οι πολλοί κι ο άλλος. Να είσαι
λουλουδάκι και γάργαρο νερό.
Για μια ξέγνοιαστη ζωή χειμώνα
καλοκαίρι, φθινόπωρο και άνοιξη.
Να είσαι όσο βάρβαρος χρειάζεται
για ν’ αποφύγεις μαχαιριές και
τετελεσμένα γεγονότα. Να γυμνωθείς
θα πρέπει απ’ την κόλαση
φορώντας τον παράδεισο παντοτινά.
Κι ας είναι ευλογημένες
οι παρά φύσιν τάσεις, οι άκοπες
ποιητικές συλλογές κι οι παρθένες
οι έτοιμες να διακορευτούν, οι έτοιμες
ν’ ανοίξουν τον φλοιό τους
να εισχωρήσουνε οφθαλμοί,
φαλλοί κι αστροπελέκια
ν’ ανακαλύψουν τα μυστήρια,
τις χλοερές εξάψεις μιας ξέγνοιαστης ζωής.

SKINHEADS

Ακούνε σκληρό καταραμένο ροκ
παραμορφωμένο και λυπητερό.
Ξυρίζουν τα κεφάλια τους, φοράν
κατάσαρκα πέτσινους λαιμοδέτες
και μοιάζουν με λυσσασμένα σκυλιά
παραγεμισμένα με τατουάζ και
σβάστικες και βαριές μπότες
και μαύρες θανατερές μπλούζες
με αγκυλωτούς σταυρούς. Όλα
παιδιά μαζεμένα απ’ το μπόγια
ναζί, έναν τρελό παραμορφωμένο
τύπο που τους δείχνει ταινίες στο
βίντεο για τον πόλεμο και τους
κάνει κι αυτούς τρελούς σαν
κι αυτόν. Μια τρελή οικογένεια
φονιάδων. Μιαν αγέλη έτοιμη
να ξεπατώσει μαύρους κερατάδες
και βρωμερούς γύφτους. Όλα
παιδιά που το ’χουν κάνει σκαστό
απ’ τα σπίτια τους γιατί τρώγανε
ξύλο κι άκουγαν βρισιές και τώρα
είναι ο τρελός ναζί που τ’ αγαπά
και τα φροντίζει και τα κουρντίζει
να μισούν μέχρι θανάτου να
περιμένουν στην ουρά να πάρουν
το όπλο τους, έτοιμα ξαμολημένα
δαρμένα σκυλιά που δαγκώνουν.

Είμαστε όλοι Αμερικάνοι!

Στους βομβαρδισμούς σε απʼ ευθείας μετάδοση, θυμάμαι κυρίως τις χρωματιστές εκρήξεις. Έναν τηλεοπτικό σαματά. Οι Αμερικάνοι συνήθως μεταδίδουν τον πόλεμο ζωντανά. Έχουν την δική τους αμόλυντη Μαρία παρθένο, το δικό τους θεό και τα ξεχωριστά τους φοβερά όπλα. Οι Αμερικάνοι έχουν το δικό τους δεκαπενταύγουστο. Έχουν την ημέρα των ευχαριστιών, ευχαριστούν το θεό που τους έκανε Αμερικάνους και τους γείτονες που είναι Αμερικάνοι κι όχι Ιρανοί, Αφγανοί ή Σομαλοί. Προτού νικήσουν θριαμβολογούν. Διορθώνουν τον κόσμο με το δικό τους απαράμιλλο τρόπο.

Θέλουν να τρων και να βλέπουν πόλεμο, συνεχώς, μέρες και νύχτες. Εφαρμόζουν όσες μεθόδους χρειάζεται. Αρχίζουν να καλοπιάνουν, να κολακεύουν τους θεατές, τους φορολογούμενους, γλυκομιλούν στις οικογένειες, υπόσχονται ευτυχία στην οικουμένη. Απʼ τη μια είναι αυτοί κι απʼ την άλλη το κακό. Προσήλωση αμετακίνητη, αταλάντευτη, στα υψηλά ιδεώδη. Το δολάριο, τη βαριά βιομηχανία, τα διαστημικά ταξίδια, την ελευθερία επιλογής να γίνεις ναρκομανής ή πουτάνα, τα φοβερά πανεπιστήμια, τους φοβερούς ουρανοξύστες, τα ιερά και όσια της παχυσαρκίας, το συστατικό της κόκα κόλα, τα βαρβιτουρικά, το Γκουαντάναμο, την Μέρυλιν Μονρόε.

Οι Αμερικάνοι προσεύχονται βομβαρδίζοντας. Ένας συνεχής σαματάς. Ένας αδιάκοπος πόλεμος σε ζωντανή μετάδοση. Βομβαρδισμοί με λάμψεις και χρώματα. Χωρίς νεκρούς να φαίνονται και χωρίς κορμιά να σπαρταρούν και χωρίς κεφάλια να εκσφενδονίζονται. Αυτά είναι για μετά, για το σινεμά, για τις τύψεις, για να δείξουν τους κακούς. Για να υπογραμμίσουν στο θεατή πως αυτός είναι με τους καλούς, αφού, είναι ακόμα ζωντανός και διασκεδάζει τρώγοντας ποπ-κόρν βλέποντας τη σφαγή των κακών, νιώθοντας ασφάλεια και σιγουριά.

Τώρα που παίζεται ο πόλεμος απʼ ευθείας, βλέπεις τον ουρανό να γεμίζει με κάτι λευκά, μικρά φωτάκια σαν βεγγαλικά. Ύστερα εμφανίζονται ρουκέτες που κάνουν ελικοειδείς κινήσεις. Οβίδες με ακριβές βεληνεκές μελετημένο από ατσίδες της επιστήμης. Βόμβες που ανεβαίνουν σʼ ευθεία γραμμή και σκάνε κάνοντας θόρυβο και σχηματίζουν κάτι σαν ομπρέλα κι η κάθε λάμψη δημιουργεί μικρές φλογίτσες που εξαφανίζονται προτού αγγίξουν το έδαφος. Πριν τον τελικό ορυμαγδό γίνεται μια παύση. Αυτά που συμβαίναν χωριστά, συμβαίνουν τώρα ταυτόχρονα. Μονάχα μια φοβερή λάμψη. Ένας ήλιος που σε συνθλίβει. Κι έπειτα μένει μια μαύρη κηλίδα. Ο θόρυβος σβήνει, οι φλογίτσες χάνονται ξανά στον αέρα κι ο κόσμος μένει να κοιτάζει τον ουρανό και να μυρίζει σάρκες σʼ αυτό το υπαίθριο κρεματόριο.

Σήμερα οι Αμερικάνοι ετοιμάζουν το νέο τους πόλεμο. Τα εργαστήριά τους δεν έχουν αργίες και δεκαπενταύγουστους. Ακαταπαύστως δουλεύουν για μας. Μας προστατεύουν απʼ τους Άραβες , τους Μουσουλμάνους, τους Τούρκους, τους πούστηδες, τους Εβραίους, τους κομμουνιστές, τους γύφτους. Δουλεύουν νυχθημερόν για μας. Για να μπορούμε ήσυχα και κατανυκτικά να στρατοπεδεύουμε στη Σουμελά με τις λαμπάδες μας, να γονυπετούμε στην Τήνο, να εκπληρώνουμε τάματα. Ας ανάψουμε φέτος κι ένα κεράκι στους πεζοναύτες. Μας έσωσαν απʼ τους Λίβυους, απʼ τους Τυνήσιους, τους Αιγύπτιους, τους Ιρακινούς, τους φοβερούς Παλαιστίνιους τρομοκράτες. Τώρα ετοιμάζονται να μας σώσουν απʼ τους Σύριους και τους Ιρανούς. Κάποτε ίσως μας σώσουν κι από μας. Προσευχηθείτε στην Παναγιά να τους δίνει δύναμη. Είμαστε όλοι Αμερικάνοι!

Εγκώμιον επαναστάσεως

Η επανάσταση είναι πάντα μιαν αφτιασίδωτη κόρη κυνηγημένη σε τραγικές βαθύσκιωτες χαράδρες.

Βεβαίως κάποτε ξεπέφτει σε βαρβαρότητες και τέτοια αλλά μοιραίον τούτο. Και το μοιραίον δεν αποφεύγεται με τρισάγια παρελάσεις επετείους.

Η επανάσταση μπορεί να γίνει κατεστημένο γι’ αυτό χρειάζεται πάντα μια νέα επανάσταση να ξεμπήξει την παλιά.

Κάποτε κάποτε παίρνει και τη θέση της βαρβαρότητας που πολεμούσε. Φορά τα ρούχα της, το μακιγιάζ της και, καταφέρνει να κάνει μιαν εντύπωση με την πρώτη ματιά, όμως με τη δεύτερη ματιά μουτζουρώνεται, μαγαρίζεται και λιώνει, σαν παγωτό σε φούρνο μικροκυμάτων.

Αλλοίμονο αν καταδικάζουμε τις παλιές επαναστάσεις. Χωρίς αυτές θα κολυμπούσαμε ακόμα στα σκατά.

Οι επαναστάσεις είναι φουσκωμένα ποτάμια ύστερα από καταρρακτώδεις βροχές.

Ο διαφημιστής εσχάτως μπορεί να σταμπάρει τον επαναστάτη σε κωλόχαρτο για να σκουπίζει ο θαυμαστός κόσμος της οικογένειας τον επαναστατημένο του κώλο.

Η επανάσταση κλονίζει τις παλιές υποκρισίες. Τα παιχνιδιάρικα χριστιανικά φιλιά και τα χέρια στις τσέπες.

Ο Φαράκος έγραψε κάποτε μια πανταχούσα για τη μαλακία. Ο Φαράκος ήτο επαναστάτης της πούτσας. Οπορτουνιστής από δεύτερο χέρι.

Ο διασυρμός της επανάστασης αρχίζει απ’ τα χαϊδεμένα της παιδιά.

Η δημοκρατία των αστών δολίως συσκοτίζει τις επαναστάσεις.

Η επανάσταση έχει αυτό το τρομερό πλήθος που βυθίζεται αιμόφυρτο στη νέα αυγή.

Η επανάσταση δεν έχει υπαλλήλους, η επανάσταση έχει μόνο ποιητές που ερωτεύονται, αυτοκτονούν και ξαναγεννιούνται για να ερωτευτούν και να ξαναυτοκτονήσουν. Πιστά ηλεκτρόνια αυτής της σπειροειδούς πορείας προς την ελευθερία.

Η επανάσταση είναι μια αγία Λαύρα οργασμών, ένα Κούγκι ηδονών, ένα Αρκάδι καύλας, μιαν Αλαμάνα εκσπερμάτωσης.

Η επανάσταση δεν έχει κέρδη και ζημίες. Δεν είναι εταιρία. Είναι η αιώνια συνείδηση της δύναμης του αδύναμου.

Ένα δια παντός παλλόμενο υγρό μουνάκι.

Η ποίηση είναι η κιβωτός του σέξ και της λαγνείας.

Η ποίηση είναι η κιβωτός του σέξ
και της λαγνείας. Των νυμφών
τα αιδοία κλείνει μέσα της η ποίηση.
Τη γύμνια προστατεύει απ’ την αγαμησιά
απ’ τις λεηλασίες των πιστών αγιατολάχ
απ’ τη τζιχάντ κατά της ηδονής
τα κατηχητικά, τα ευχέλαια, το γάμο.
Η ποίηση προστατεύει τους αθώους
απ’ τον κατακλυσμό των καταναγκασμών.
Όσους αθώα γλιστρήσανε στο έρωτα
όσους αθώα πιστεύουνε στον έρωτα.
Η ποίηση πυροδοτεί χαρά, ενδίδει
στα παιχνίδια, στα χάδια, στα φιλιά, στη
συνουσία. Αποσυνάγωγη απ’ τις ακαδημίες
απ’ των νοικοκυραίων το σπιτίσιο οργασμό
απ’ το σαλό της βίας και του βιασμού
απ’ το βίον ανθόσπαρτον το βιοπορισμό
τη βιοπάλη. Η ποίηση σκανδαλίζει τους πιστούς
προπαγανδίζει τη γύμνια, διαλαλεί
το μέγα θαύμα της ζωής, δεν κλείνει
τα κορμιά σε φυλακές ψυχιατρεία
στρατόπεδα συγκέντρωσης σχολεία.
Η ποίηση εισπράττει προσβολές
και ταπεινώσεις κι εξευτελισμούς
με την οκά. Είναι αφηνιασμένη η ποίηση.
Μιας θηλυκιάς αιωνιότητας η μήτρα.

Χειμαδιό

Τι χειμαδιό μεσ’ τη γραφή
οι πόθοι μας!
οι λέξεις
δέσμες διασυρμών
υποδαυλίζοντας εξέγερση
οι νεωκόρες μέλισσες
ζωσμένες το κεντρί τους
οι τσούπες
που ακούς
να στάζουν στις κερήθρες τους
εσώρουχα στουπιά
εσώψυχα υγρά
μελώνοντας
τη γύρη του θανάτου.

Δόλος ραψωδών

Ευλογημένη ας είναι η αλητεία
κι ο δόλος ραψωδών
που αρταίνουν τα κορμάκια.
Λέξεις πλοκάμια
λέξεις φυσίγγια μυρουδιές
από Αίγισθους και Κλυταιμνήστρες
τσεκούρια κοφτερά
και μελωμένα
κάψες από φονιάδες
και λιοπύρια
χαραγμένα με διαβήτες
γάμπες γλυπτές
λαχάνιασμα του μέλλοντος
λεμονανθούς και λεμονάδες ΗΒΗ
εταίρες φοβερές σεσημασμένες
αιμόφυρτες γαλιάντρες
ξεπατώνοντας φαλλούς
κάτι Πολύφημους νοικοκυραίους
έκφυλους αργόσχολους
ακολουθώντας
τα γκεσέμια
τα μπροστάρικα της ηδονής
και τα κουδούνια
τα γλυκόηχα της καύλας
σκεπτόμενοι ρόγες βυζιών
σκεπτόμενοι
αιδοία εικονοστάσια στέφανα
χείλη λαίμαργα
υγρά εις τις διαμάχες
υγρά εις τους κολάφους.

Τη αγνώστω γκαρσόνα

Άνθησες, αθρόα κι ανοιχτή, γκαρσόνα
σε μια Πτολεμαΐδα του μεσαίωνα.
Στύσεις Βαβελικές αποθέτοντας
μαζί με το γλυκό, μαζί με την απόδειξη
για το ανεξόφλητο αντίτιμο της καύλας
εκπέμποντας συθέμελα πρελούδια οργασμού
έχοντας την επικαρπία τόσων στιγμών
ακόμα κι όταν ξευτιλίζεις ανδρόγυνες υπάρξεις
λίγο πριν φουντάρουνε αξέσχιστες
στα πατρικά τους καταλύματα
οδηγώντας τόσα άρματα τυφλά εις το χαμό
τόσες υπάρξεις στον αχό της ανορθογραφίας
στον παστρικό αυνανισμό, στο άμεμπτο
δια χειρός ξεκαύλωμα, στην πιο ακραία
εκδοχή αυτοχειρίας.

Ξένιος Ζεύς

Ποιες περιπέτειες είναι φτιαγμένες για μας; Είμαστε άνθρωποι που ζούμε στην τύχη ή κατά τύχη, ψάχνοντας μη δημιουργικά υποκατάστατα, εκτίοντας ένα πάθος συντριβής. Οι συγκινήσεις μας λειτουργούν ως τεχνικές εξάρσεις κατά της πλήξης. Ο ουμανισμός μας είναι βιβλικός και ψεύτικος. Δεν σχεδιάζουμε εμείς το μέλλον μας αλλά οι καταστάσεις. Δεν γράφουμε εμείς την ιστορία μας αλλά τα φαινόμενα. Ζούμε σʼ ένα συνεχές μισοξύπνημα όπου τα όνειρα κι οι εφιάλτες μοιάζουν πραγματικά. Ζούμε σʼ ένα συνεχές μισονάρκωμα με θραύσματα του παρελθόντος. Σύγχυση και στείρα αμφιβολία. Οι ανάγκες μας αποσιωπούνται και τα φλογερά ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Τίποτε σχεδόν δε μπορεί να μεταβιβαστεί. Οι γνώσεις που κατέχουμε αποδεικνύονται μηδαμινές και ίσα ίσα για πρόσκαιρη επιβίωση.

Η ιστορία μας είναι η ιστορία των διευθυντών μας, των στρατηγών μας και των ολοκαυτωμάτων που ενσαρκώνουν το δραματικό μας πεπρωμένο. Αυτό το στατικό και αναλλοίωτο τελετουργικό των αρχών, που αν δε βγάζουν θέαμα στα μάτια του λαού, ξεπέφτουν. Η εξουσία που δεν ενεργεί είναι ξεπεσμένη. Δεν είναι εξουσία. Η εξουσία που δεν παράγει θέαμα δε μπορεί να συγκινήσει τους υπηκόους της. Θα χάσει τους θεατές της. Άρα θα τους ξεσηκώσει αφού δεν θα μπορεί να τους καθηλώσει πλέον κάτω απʼ το ζυγό μιας εικόνας. Η εικόνα μπορεί να παίζει το έργο της κοινωνικής ειρήνης, της ασφάλειας, του μεγαλείου της παράδοσης, του δόγματος και της συντήρησης. Η εξουσία επιτρέπει στο θέαμα να λανσάρει υποδειγματικές συμπεριφορές, ήρωες, αμφισβητίες της αμφισβήτησης, αμοραλιστές της ελευθερομανίας αναπαράγοντας το ίδιο μοντέλο διοίκησης και την ίδια ηθική διασπορά στους υπηκόους.

Εκεί που θα μπορούσε να συγκρουστεί ο λόγος της θρησκείας περί αγάπης και αλληλεγγύης με τα πογκρόμ κατά της ανθρώπινης ύπαρξης συμπλέει τώρα αρμονικά, αφού ο πιστός λειτουργεί ως μαστουρωμένο τίποτε, ως κουμπούρι μισαλλοδοξίας στα χέρια των επισκόπων. Όταν κάποιοι άγνωστοι άνθρωποι σε μας, προσπαθούν να ζήσουν, κάθε ισορροπία αμφισβητείται ξανά. Κανένας διαφωτισμός και κανένας ανθρωπισμός. Αυτά είναι για τα βιβλία. Και τα βιβλία είναι για τα ράφια. Αξεσουάρ για παραλίες, δονητές πνεύματος για μοναχικούς, ιστορίες για αγρίους και παρλαπίπες.

Μένουμε έξω απʼ τα γεγονότα εξαιτίας της ίδιας μας της μη-συμμετοχής. Φλυαρούμε ξορκίζοντας την αδυναμία μας να λαμβάνουμε αποφάσεις για μας. Τους αφήνουμε να κάνουν ότι θέλουν. Άρα και να πλαστογραφούν τη θέλησή μας. Αφήνουμε τον καιρό να αποφασίζει για μας. Αφήνουμε να χαθεί αυτό που πρέπει να υπερασπιστούμε. Άρα στο τέλος δεν μένει τίποτε να υπερασπιστούμε. Μια μεταφυσική αχλή αμφισβήτησης των πάντων. Μιαν αναγνωρισμένη θεσμική θλίψη που οδηγεί στους συλλογικούς φόνους και στα κρεματόρια.

Οι πρώτοι φονιάδες της ιστορίας ήταν οι αρχιερείς. Είχαν πάντα έναν ασύλληπτο στρατό πιστών έτοιμο για το μεγαλύτερο έγκλημα. Ανθρώπους γονατιστούς, θεατές ενός τελετουργικού θριάμβου κατά της επανάστασης, της ελευθερίας και της αλλαγής. Παπάδες ανεβασμένοι στην ύλη υπόσχονται το πνεύμα. Κρατούν και χτυπούν τα χρυσά μαχαιροπίρουνα, βγάζουν απʼ τα μπαούλα τους τα άμφια του αυτοκράτορα, του κοσμοκράτορα, του κλειτοριδοκράτορα. Αποθηριωμένοι ιεροκήρυκες έτοιμοι να οδηγήσουν στη σφαγή τους λιγδιασμένους αποσυνάγωγους απίστους. Έτοιμοι, να κατασπαράξουν, να διαστρέψουν αλήθειες. Να βαφτίσουν το άδικο δίκαιο στην κολυμβήθρα της υποκρισίας και του δόλου.

Μέσα σʼ έναν ακραίο μιλιταρισμό ειδήσεων τα χαμένα παιδιά αυτού του κόσμου αναζητούν στρατόπεδο συγκέντρωσης για να βρουν ένα πιάτο φαί και μια κουβέρτα, ως έσχατα ψιχία ελεημοσύνης. Όμορφες φτιαγμένες εξηγήσεις από σοφούς, σιωπές και θρήνοι δήθεν για την τραγική ανθρώπινη μοίρα. Άπειρα μέσα, άπειρα μικρόφωνα έτοιμα να εκφράσουν μισαλλοδοξία και φασισμούς, φανερώνοντας χωρίς στολίδια τη σκανδαλώδη φτώχεια και την κατάρρευση του πολιτισμού. Ο εθισμός στην ακραία αντίφαση. Την ίδια στιγμή που το ανθρώπινο μάτι φτάνει στον πλανήτη Άρη ο μισός πλανήτης γη είναι τυφλός. Κανένα μάτι δεν τρυπώνει στη δυστυχία του διπλανού μας. Καμιά τεχνολογία δεν εξαλείφει τη φτώχια, τη βρωμιά και την εξαθλίωση. Μονάχα σκούπες, Ηρώδειες διαστροφές βρικολάκων της εξουσίας. Αντίποινα εθνοφασιστικής έμπνευσης.

Ένας ατιμασμένος λαός που δέχεται ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών. Ένας λαός μοιραίος κι άβουλος που χαιρετίζει το απόλυτο τίποτε που παίρνει αποφάσεις. Ένας λαός χωροφύλακας των ευρωπαίων και πειραματόζωο των αγορών της. Ένας λαός που παίρνει εντολές απʼ αυτούς που τον κατάσφαξαν και στο τέλος λοιδορείται απʼ τους ίδιους ως καταπατητής ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Βαριεστημένοι απόμακροι κι αδιάφοροι θεατές βλέπουμε σε επεισόδια τηλεκανιβαλισμού το έργο, Ξένιος Ζεύς, μια σαπουνόπερα για αρχαιολάτρες, προγονόπληκτους, άδεια ξυρισμένα κεφάλια, χιμπατζήδες νοικοκυραίους που βρίσκουν υπερασπιστές υπέρβαρα κτήνη που έρχονται σε οργασμό μόνο με σβάστικες και αγκυλωτούς σταυρούς.

Στο κέντρο, ο εχθρός είναι οι μετανάστες, οι μελαμψοί άνθρωποι, οι ξένοι με τις λευκές κελεμπίες και τα χρωματιστά φεσάκια. Στην ενδοχώρα είναι οι γύφτοι, οι τσιγγάνοι και οι γυρολόγοι. Βουλευτές των ελληνικών SS καταδότες, κουκουλοφόροι, ρουφιάνοι ανεβασμένοι σε καπώ αυτοκινήτων προτρέπουν το λαό σε ξεβρόμισμα έχοντας ως άλλοθι την εσκεμμένη ανεπάρκεια της αστυνομίας. Ξεβρομίστε τον τόπο απʼ το διαφορετικό. Απʼ αυτό που δεν σας μοιάζει, απʼ αυτό που απειλεί την κενότητά σας.

Κατάκοποι μεσαίοι μαρκαρισμένοι με το ευρώ και το όραμα της καλοζωίας των ευρωπαίων παίρνουν τα όπλα στο Αιτωλικό. Η αστυνομία δεν έχει δήθεν περιπολικά. Έχει όμως κρανοφόρους που μπορούν να σαπίζουν στο ξύλο ένα εκατομμύριο διαδηλωτές. Ομάδες κρούσης στην Πάτρα, τάγματα ασφαλείας πολιτών στην πλατεία αττικής, όμορφος κόσμος ηθικός πατριωτικά πλασμένος.

Προσαρμοζόμαστε σε παραπλήσιους κύκλους καταναγκασμών. Αρχίζουμε να συνηθίζουμε το αποτρόπαιο. Την προγραμματική κρατική βία που έχει πάρει παραμάζωμα τη διαμαρτυρία και την εξέγερση εναντίον των καταναγκασμών. Αν κάποιος τολμήσει να φτύσει αυτό το σίχαμα απανθρωπιάς στα μούτρα θα κινδυνέψει με λιντσάρισμα απʼ τους πατριώτες αυτής της χώρας. Θα λοιδορηθεί ως άτιμος αφού υπερασπίζεται τους μιαρούς ξένους. Εδώ οι εξισώσεις είναι αμείλιχτες. Σκεφτείτε έναν χασάπη που θα μας πουλούσε σάπιο κρέας. Θα ήταν η αφορμή να εκτελέσουμε τους χασάπηδες. Σκεφτείτε έναν γιατρό που πετσοκόβει κάποιο φουκαρά. Θα ήταν η αφορμή να στείλουμε όλους τους γιατρούς εξορία. Τόση ευφυΐα διαθέτει η ψυχορραγούσα ελληνική λεβεντιά.

Όμως το ζήτημα είναι πιο βαθύ. Ένα τραυματισμένο εγώ που στέκεται σούζα μπροστά στο δυνάστη, ένα ευσυγκίνητο μηχανάκι που δακρύζει όταν το ομοεθνές πειραματόζωο θα καβαλήσει το πρώτο σκαλί στο βάθρο των ολυμπιακών. Συγκίνηση, καταστολή, ποδοπάτημα. Παιδεία εθνική, χεσμένη πατόκορφα απʼ την προσδοκία της προσωπικής ανόδου και ταχτοποίησης. Παραπαιδείες και ξελιγωμάρες για να πάρουμε το πολυπόθητο χαρτί κι από μέσα γκρίνιες και τεράστια κενά. Από μέσα μπόλικη υποτέλεια κι εμπιστοσύνη στον πρώτο λαοπλάνο κερατά. Αυτή είναι χρόνια τώρα η κυρίαρχη ιδεολογία μας. Το τομάρι μας, το σπιτάκι μας και τα βλακώδη μεγαλεία μας.

Το κακό που τόσα χρόνια βλέπαμε στις τηλεοράσεις, οι ανθρωπιστικές εκκαθαρίσεις, οι μπανανίες με τα εξευτελιστικά μεροκάματα, η βαρβαρότητα του καταναγκασμού των άλλων, η αποθέωση του κέρδους και της χλιδής, ο ακραίος καταναλωτικός μαζοχισμός, η υπέρβαρη Δύση, η λιμοκτονούσα Αφρική είναι εδώ. Τα εσωτερικά προβλήματα, οι αποκλεισμοί, η διαφθορά, τα προνόμια, το ξεκλήρισμα της παραγωγής επίσης. Μείγματα εκρηκτικά στα χέρια κομματαρχών και μπράβων. Ο Ξένιος Ζεύς εσχάτως διαπνέει συλλήβδην την επικράτεια με την απαστράπτουσα μαρμαρυγή των σιδερολοστών.

Το λεξιλόγιο του έρωτος

Θα πρέπει εκ νέου
να εφευρεθεί το λεξιλόγιο του έρωτος.
Ω έδεσμα θηλυκό
Ω πανοπλία της γύμνιας
δέρμα άπληστο ακαταπαύστως
ξέσπασμα αλητήριο
σημειώσεις κρατώ ο φθαρμένος εγώ
ο μέγας φθοροποιός
ο φθοροπλάστης
ο φθορογενής
ο φθορολάτρης.
Ω χαμηλοκάβαλο ελλειμματικό παντελονάκι
τόσος πληθυντικός βλεμμάτων
έως τα πέρατα της εθελούσιας σχισμής γλιστρά.
Το αναλλοίωτο κιλοτάκι
που ξεμυτίζει ανενδοίαστα.
Ω κοίτα κορίτσι μου
αυτός ο λαός αντρών σε παίρνει με τα μάτια
αυτοί οι Μπακούνιν οι άπληστοι του οργασμού
να σε ρημάξουν θέλουν
με τη γλώσσα να τρυπώσουνε
στο φλούδι σου, αυτοί οι ακατανόμαστοι
οι πρόστυχοι ελέω θεού
θέλουν ν’ αφήσουν
σπέρμα νηστήσιμο
και σπέρμα θυμίαμα
και σπέρμα μπουρλότο
κοινώς να ξεκαβλώσουνε οι άμοιροι
απ’ τα κατηχητικά τις οικογένειες
τα οχτάωρα τους δοσάδες τη σαβούρα.
Ω κορίτσι που αφήνεις τα πορτάκια ανοιχτά
για να καλπάσουν δάχτυλα
για να καλπάσουν γλώσσες
κρουστά μηλίγγια ανίατα
υπονοώντας σφόδρα το επέκεινα
την καρποφόρα επιστροφή
στις ιαχές
στα όργια
στα μυστικά περάσματα της καύλας
παίρνοντας σουβενίρ απ’ τη ζωή
αυτό το ανελέητο σφυροκόπημα
αυτό το αλισβερίσι των υγρών
δίκην ατελούς αθανασίας
εις τους αιώνες των αιώνων
σκόνη και θεία βοή στους λαβυρίνθους.

Βουκολικόν άσμα

Ενώ ο λαός πατικώνεται κι αφιερώνει
αυτόχειρες, περήφανα γηρατειά
και νιάτα κουρασμένα
στις ευρωπαίες αδηφάγες κόρες
που έγιναν εσχάτως αγορές
κι ενσαρκώνουν το δαιμονικό
που δεν παλεύεται αφού
η μέγα νεωτερική επινόηση εξ Αμερικής
ήτο η εξίσωση του καλού και του κακού
του μαύρου και του άσπρου
κι η αμέριστη καύλα
να γίνει η υφήλιος ολάκερη
νιού γιόρκ άγρυπνη
με γυάλινους μπαλτάδες
και καμπινέδες μαυσωλεία
κομψό τερατουργείον απληστίας
πάμφωτο εργοστάσιο
μεταλαβιάς καινοτομίας
πλαστικού
και φωσφορίζουσας λαγνείας
για να κρατιούνται οι κτήσεις σκόρπιες
κι οι ωραίοι πεζοναύτες
να χύνουν τέρμα θεού
σκουριασμένο σπέρμα
σε σκοτωμένα κορμάκια
αλλόγλωσσα αλλόθρησκα
κι αλλοεθνή
ολίγη ροκ κουλτούρα
ενσταλάζοντας στους άπιστους
βίντεο-γκέιμ οργασμό
δεξιοτεχνία, αυτοματισμό
εμπνέοντας κάτι
νευρωτικές μεταφράστριες
της ημεδαπής
να γλείφουν εις το διηνεκές
υποτροφίες για γλωσσολογίες
και γλωσσοδέτες
απόθεμα της λείας μυστικών υπηρεσιών
ανθρωποδιορθωτών
που πασχίζουν να ισιώσουν
τις στρεβλές προκατακλυσμιαίες μας ράτσες.

Η θεά στο super market

Η γυναίκα πλασάρεται πλέον αποκλειστικά και μόνο ως καταναλωτικό αγαθό. Στα περιοδικά ποικίλης ύλης είναι περασμένη στις θεματικές ενότητες μαζί με αυτοκίνητα ζώδια κλιματιστικά και ροζ αγγελίες τηλεφωνικού φακιρικού οργασμού. Στις διαφημίσεις είναι κρεμάστρα ρούχων ή χειρίστρια πλυντηρίου που καυλώνει με απορρυπαντικά. Είναι πουτάνα, νοικοκυρά ή θεούσα καμωμένη απ’ την επαίσχυντη αποχαλίνωση του χρήματος. Ακόμη κι η ομορφιά της στα θερμοκήπια του θεάματος καλλιεργεί τη ματαιοδοξία που γλιστρά στην κατανάλωση και το βόθρο του αντιερωτισμού. Όλα στημένα για το πανδαιμόνιο της δημόσιας εικόνας. Μιαν ολόκληρη βιομηχανία στημένη για να παραχαράξει τη φύση και να γεννήσει κέρδος και ηγεμόνες κοινωνικού ελέγχου. Η γυναίκα ήταν ο δημιουργός του Πολιτισμού και συγχρόνως το θύμα του. Η γυναίκα-θεά έχοντας μέσα της την αθανασία, τη μήτρα, κλήθηκε να επιλέγει με κριτήρια ενάντια στη φύση της τον άντρα και πατέρα των παιδιών της. Η γυναίκα είναι η αθάνατη θεά ενώ ο άντρας είναι ο θνητός επιβήτωρ. Στις ανέραστες θεολογίες ιουδαϊσμού, χριστιανισμού και ισλαμισμού οι θεές έχουν χαθεί από προσώπου γης. Η σφαγή τους συνετελέσθη από τον άρρενα αγάμητο σημιτικό θεό ο οποίος σε αντίθεση με το Δία δεν κυνηγά τσούπες ούτε έχει σύζυγο, φίλες ή θεραπαινίδες. Μέσα σ’ αυτό το κατασκευασμένο θεολογικό διάστημα τού φόβου και της αμαρτίας η γυναικεία φύση δεν έχει πια τη θέση τής ενσάρκωσης τής θεϊκής ουσίας, αλλά εκείνου που είναι διαφορετικό από το θεϊκό, την ενσάρκωση τού αντι-θεϊκού και τού δαιμονικού. Η αποξένωση τού θεϊκού στη γυναικεία φύση επέφερε την απαξίωση της γυναίκας στα μάτια των αντρών που θεάται πλέον ως ζωντανό μαλακιστήρι, ηλεκτρική σκούπα ή πουτανάκι που διαφημίζει προϊόντα για να φέρνει φράγκα. Εξαιτίας αυτής της φθονερής αδικίας υποφέρουν άντρες και γυναίκες. Όταν η ιερότητα του θηλυκού δεν αναγνωρίζεται και δεν επιβεβαιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη απειλείται με αφανισμό. Μονάχα οι ερωτικοί ποιητές αυτού του κόσμου θέλουν να ξανακάνουν τη γυναίκα θεά και μούσα, έξω απ’ το μαγαρισμένο πολιτισμό και τις πλεκτάνες του. Οι ερωτικοί ποιητές επιδιώκουν μετά μανίας να καταργήσουν τη γραφειοκρατία της ποίησης, την δήθεν ποίηση της ήττας, τα απονενοημένα, τους σφετεριστές με τα αλκοολίκια τους, τους υπαλλήλους γραφιάδες που συνταγογραφούν αράδες αποδεκτού οργασμού. Οι ερωτικοί ποιητές δε βγάζουν λεφτά απ’ την ηδονή, δε διαφημίζουν τη γυναίκα ως αντλία σπέρματος ούτε ασθμαίνουν ως πείσμωνες γαμιάδες στα ενυδρεία της τσόντας. Δεν είναι κρυψίνοες, μυστικοπαθείς και μονογαμικοί τσαμπουκάδες. Κοινωνούν ψιχία λαγνείας τους αντιφρονούντες εραστές και μελίρρυτα άσματα τις ολισθηρές αβύσσους. Με ρωτούν ακόμα αν βγάζω λεφτά απ’ τα ποιήματα εγώ, το άσκοπο πλάσμα της δημιουργίας. Τους απαντώ πάντα με ποίηση:

Ρωτούν οι πονηροί τους ποιητές
αν βγάζουνε λεφτά απ’ τα ποιήματα.
Ρωτούν με κείνη την κρυφή αλαζονεία του νεόπλουτου
που τα ‘πιασε χοντρά πουλώντας το τομάρι του.
Ρωτούν, όλο ρωτούν.
Μα, βγάζουν άθλιε λεφτά οι εραστές από τον έρωτα!
οι μάνες όταν βυζαίνουν τα μωρά βγάζουν λεφτά!
όταν ρουφάν οι μέλισσες τη γύρη στους αγρούς
βγάζουν λεφτά;
Ρωτούν οι πονηροί. Όλο ρωτούν.
Μα δεν υποψιάζονται οι άθλιοι
πως γράφουμε αναπνέουμε καυλώνουμε γαμούμε δωρεάν
ως να μας καρφιτσώσει ο διάβολος στο πέτο του.

Αφιερώνω επίσης σε θρησκευόμενους, θρησκόληπτους, θρησκομανείς, τεταρτοαυ-γουστιανούς, απριλιανούς, τσουτσουνομάχους, ευαγγελιστές, πεντηκοστιανούς, σεμνοκαυλωμένους, δεσποτάδες, διοικητές οργανισμών και γραμματείς υπουργείων, βουλευτές και υπουργούς, προέδρους και καντηλανάφτες, το θεολογικό ποιηματάκι μου, Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, συνεισφέροντας στην παγκόσμια θεολογική ποίηση και στον απεγνωσμένο κατευνασμό γεννητικών οργάνων, στύσεων, ονειρώξεων, παραισθήσεων και άλλων δεινών, καταλοίπων της εκπεσούσης ανθρωπινής φύσεως και των αισχρών πρωτοπλάστων που ασχολούντο νυχθημερόν με τα αιδοία τους, κοινώς παίζοντας το πουλάκι τους ανυψώνοντάς το εις το βάθρον του θεού, εμπνέοντας κάτι ρεμάλια να γράφουν αιωνίως ωδές και πορνογραφίες.

Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

Περνούν συχνά ιεχωβάδες και ορθόδοξοι παπάδες
απ’ το σπίτι μου.
Φυλλάδια μοιράζουν με ψευτιές κι ανοησίες.
Και κακαρίζουν οι ελληνοχριστιανικές πουλάδες
πατήρ, υιός και άγιο πνεύμα
πατρίς θρησκεία οικογένεια.

Ω! πονηροί ιερείς που άμφια φοράτε κελεμπίες
χιτώνες, ράσα αρχαία ενδύματα των γυναικών
εσείς που τη γυναίκα απ’ τους ναούς εξορίσατε
τη Δήμητρα που άτρωτη επιβίωνε
τριάντα δυό χιλιάδες χρόνια σκαλισμένη στις σπηλιές.
Με τα ευλογημένα της βυζιά και
το θαυματουργό της το αιδοίο. Τη Δήμητρα που ήταν
μάνα ρίζα και πηγή ζωής. Που ήταν η τέλεια
ενσάρκωση της γης, πολύτροπη με χίλια δυο ονόματα.

Ω! ιεχωβάδες, κακόμοιροι κι ανέραστοι.
Χιλιάδες είμαστε οι μάρτυρες της ηδονής.
Κι εσείς ορθόδοξοι παπάδες μάθετέ το:
Πατήρ είναι ο πούτσος μου
τ’ αρχίδια μου υιός κι άγιο πνεύμα.

Άρρεν και θήλυ

Απόψε θα το παίξω βουτηχτής, σχεδόν
τυφλά πιστεύοντας στον οργασμό, σχεδόν
αδέξια με ορμή, όπως πάντα, τους ώμους
αρχικά παρομοιάζοντας με δυο στρατόπεδα
συγκέντρωσης αμάχων απερίσκεπτων χαδιών
κι έπειτα ανάσα υγρή σαν φρέσκια εκταφή
καύλας σφαγιασθείσης από δόλο κι ασοφία
των σοφών, τραβώντας τώρα με σχοινιά από
τον κάτω κόσμο εκδρομές εφηβικές, αρχαίες
άσεμνες στάσεις πίσω απ’ τα βάτα, ολίγον
δυόσμο κόβοντας να νοστιμίσω το φαγάκι μου
δυο οσμές φανατικές άρρεν και θήλυ.

Kαλοκαιριού απομεσήμερο

Μικρή μου εσύ, που κρατάς κάποιο άρλεκιν
άλλης ηπείρου καλοκαιριού απομεσήμερο
κάνω πάσα τώρα στο συνάδερφο Ουράνη
πάσα ποιητική σ’ αυτόν που αδημονεί το σώμα του
εκεί κάτω στον Άδη για μια δευτέρα παρουσία
ίσως μ’ όλη την ένθεη πνοή του αγριεμένου
που όσο να’ ναι τον έμαθαν οι καύλες
να γονατίζει αρμονικά κι ολέθρια στο υπερπέραν.
Κι αν η γραφή πονετικά μπερδεύεται, Ουράνη
με τόσους πεθαμένους σαν κι εσένα
είναι που ακούει τη λύσσα σας
είναι που αλυχτούνε τα ποιήματα που αφήσατε
κι είναι που η εκσπερμάτωση ιριδίζει
φτηνή χυδαία φθορά όσων ασκόπως γράφουν
αιωνίως αλώσιμοι απ’ τις θηλές και την τρέλα.

Μαύρη γάτα

Όπως βάζεις το δάχτυλο στα χείλη
σχεδιάζοντας σιωπή ή όπως
μια μαύρη γάτα γρατσούνισε
το παιδικό μου χέρι
όταν ήμουν πράγματι παιδί
λυπημένο κι έτοιμο
να το μοιραστούν μελλοντικά
κάποιες γυναίκες όμορφες
στο λευκό φως των σεντονιών.
Κοίτα τώρα, τη φτώχια μου όμορφη που είναι
και άπληστη και φθαρμένη όπως λέει
ο τυχερός μέγας λαός που προσδοκά φώτιση
και αστούς ευφυείς
να υπερασπιστούν τον ιερό του λήθαργο
και την κλίση του στην υποτέλεια και τα φαρμάκια.

Το μέγα τραύμα

Πολλοί εργάζονται σκληρά εκθειάζοντας την τεμπελιά. Δαγκώνουν τα χείλη τους σκοτώνοντας τις ώρες τους ψάχνοντας λέξεις ώστε να περιγράψουν επαρκώς το σφαγιασμό τόσων πρωτόπλαστων απ’ τον πολιτισμό. Το μέγα τραύμα, η εξορία απ’ τον παράδεισο. Απ’ τον τόπο όπου ο χωροχρόνος οριζόταν απ’ τις ανάγκες κι όχι απ’ τα αντικείμενα. Απ’ τον τόπο που δεν είχε χαρτογραφηθεί και δεν ήταν κτήση κάποιου ηγεμόνα με χαρέμι, σφραγίδες, έγγραφα και σαδισμό πίστης στο μονοθεϊσμό και τη μονογαμία. Η εξέλιξη των ειδών είναι η λαμπρή ιστορία του καταναγκασμού. Κόβει μ’ ένα ψαλίδι τ’ αρχίδια του ο Σωκράτης. Βγάζει τα μάτια του μ’ ένα πιρούνι ο Πλωτίνος. Άγιοι, λαοπλάνοι, δημόσια θηρία αφηνιασμένοι συνεργοί της εξέλιξης, ρημάζουν απ’ τη Φύση το Φυσικό και το στραγγίζουν μεταμορφώνοντας τα πάθη σε φιλοδοξίες. Η φιλοδοξία υπήρξε η ξεδοντιασμένη γεροντοκόρη της ηθικής. Μιας ηθικής του αδίστακτου ποιμήν που ενοχοποίησε τη λαγνεία, που φόρεσε φίμωτρο στις γενετήσιες ορμές παρουσιάζοντάς τες ως το πιο ακραίο βδέλυγμα της δημιουργίας. Η γειτνίαση της φριχτής τρύπας που εκβάλει περιττώματα με τα όργανα αναπαραγωγής είναι το ιδιάζων σημείο όλων των θρησκειών. Των φροϋδισμών, των θεωριών και των ψυχιατρείων. Όποιος κρατά τα κλειδιά της οργανωμένης παραγωγής κρατά και τα κλειδιά της ικανοποίησης. Βγαίνω έξω απ’ τις πραγματικές μου ανάγκες σημαίνει φιλοτεχνώ στρατούς, μετατοπίζω το πάθος για ζωή σε πάθος για θυσία, το πάθος για έρωτα σε πάθος για ανταγωνισμό και το πάθος για επιβίωση σε πάθος για εργασία. Υπάρχει ένα σημείο καμπής απ’ το οποίο και μετά, το ανθρώπινο είδος δεν εξελίσσεται αλλά μεταλλάσσεται. Οι αναθυμιάσεις μιας άθλιας παράδοσης, μιας άκαμπτης επιστήμης που δεν ξέρει που πρέπει να σταματά και η αγιοποίηση της ιδιωτίας οδηγούν τον άνθρωπο στα σκατά. Η πάλη όμως συνεχίζεται. Η εργασία δεν είναι θεά αλλά υπηρέτρια. Ο άνθρωπος δεν είναι καταναλωτής αλλά καυλωμένος που ξεχάστηκε στις αμμουδιές της αβεβαιότητας και της υπαρξιακής αγωνίας λεηλατώντας τον παράδεισο που του δόθηκε, ψάχνοντας τον παράδεισο αλλού, σε ναρκωτικά παντός είδους, λιβάνια, μαστούρες με αγίους και δαίμονες, μεζονέτες και προικιά, δονητές και λεξοτανίλ. Φωτισμένους δασκάλους και μαγαρισμένους διαφωτιστές. Χαρτορίχτρες, μέντιουμ, αρχιερείς, συντάγματα πλυμένα στις νεροτριβές του εκμεταλλευτή, του ιεροκήρυκα, του εκμαυλιστή παιδικών συνειδήσεων, του θυμωμένου κατηχητή με όσους συντονίζουν τις καύλες τους με το σύμπαν.

Μαμάδες

Μαμάδες που κάνετε ακόμα παιδιά
με πόθο άλλης χροιάς, την πρώτη
άνοιξη χύνοντας στις κατσαρόλες σας, όλο
μαγειρική αναίδεια, εχέμυθες πάντα
με μαύρα εσώρουχα που κάνουν πάταγο
μέσ’ τη λευκή νυχτικιά, όταν βουρτσίζετε
τα δόντια πάνω απ’ το νεροχύτη, βιαίως
σκεπτόμενες κάποιον εξόριστο σαν εμένα
ή μάλλον τον ίδιο εμένα που εγαλούχησα
το κλέος σας στις ολομέλειες των αντρών.