Η θεά στο super market

Η γυναίκα πλασάρεται πλέον αποκλειστικά και μόνο ως καταναλωτικό αγαθό. Στα περιοδικά ποικίλης ύλης είναι περασμένη στις θεματικές ενότητες μαζί με αυτοκίνητα ζώδια κλιματιστικά και ροζ αγγελίες τηλεφωνικού φακιρικού οργασμού. Στις διαφημίσεις είναι κρεμάστρα ρούχων ή χειρίστρια πλυντηρίου που καυλώνει με απορρυπαντικά. Είναι πουτάνα, νοικοκυρά ή θεούσα καμωμένη απ’ την επαίσχυντη αποχαλίνωση του χρήματος. Ακόμη κι η ομορφιά της στα θερμοκήπια του θεάματος καλλιεργεί τη ματαιοδοξία που γλιστρά στην κατανάλωση και το βόθρο του αντιερωτισμού. Όλα στημένα για το πανδαιμόνιο της δημόσιας εικόνας. Μιαν ολόκληρη βιομηχανία στημένη για να παραχαράξει τη φύση και να γεννήσει κέρδος και ηγεμόνες κοινωνικού ελέγχου. Η γυναίκα ήταν ο δημιουργός του Πολιτισμού και συγχρόνως το θύμα του. Η γυναίκα-θεά έχοντας μέσα της την αθανασία, τη μήτρα, κλήθηκε να επιλέγει με κριτήρια ενάντια στη φύση της τον άντρα και πατέρα των παιδιών της. Η γυναίκα είναι η αθάνατη θεά ενώ ο άντρας είναι ο θνητός επιβήτωρ. Στις ανέραστες θεολογίες ιουδαϊσμού, χριστιανισμού και ισλαμισμού οι θεές έχουν χαθεί από προσώπου γης. Η σφαγή τους συνετελέσθη από τον άρρενα αγάμητο σημιτικό θεό ο οποίος σε αντίθεση με το Δία δεν κυνηγά τσούπες ούτε έχει σύζυγο, φίλες ή θεραπαινίδες. Μέσα σ’ αυτό το κατασκευασμένο θεολογικό διάστημα τού φόβου και της αμαρτίας η γυναικεία φύση δεν έχει πια τη θέση τής ενσάρκωσης τής θεϊκής ουσίας, αλλά εκείνου που είναι διαφορετικό από το θεϊκό, την ενσάρκωση τού αντι-θεϊκού και τού δαιμονικού. Η αποξένωση τού θεϊκού στη γυναικεία φύση επέφερε την απαξίωση της γυναίκας στα μάτια των αντρών που θεάται πλέον ως ζωντανό μαλακιστήρι, ηλεκτρική σκούπα ή πουτανάκι που διαφημίζει προϊόντα για να φέρνει φράγκα. Εξαιτίας αυτής της φθονερής αδικίας υποφέρουν άντρες και γυναίκες. Όταν η ιερότητα του θηλυκού δεν αναγνωρίζεται και δεν επιβεβαιώνεται η ανθρώπινη ύπαρξη απειλείται με αφανισμό. Μονάχα οι ερωτικοί ποιητές αυτού του κόσμου θέλουν να ξανακάνουν τη γυναίκα θεά και μούσα, έξω απ’ το μαγαρισμένο πολιτισμό και τις πλεκτάνες του. Οι ερωτικοί ποιητές επιδιώκουν μετά μανίας να καταργήσουν τη γραφειοκρατία της ποίησης, την δήθεν ποίηση της ήττας, τα απονενοημένα, τους σφετεριστές με τα αλκοολίκια τους, τους υπαλλήλους γραφιάδες που συνταγογραφούν αράδες αποδεκτού οργασμού. Οι ερωτικοί ποιητές δε βγάζουν λεφτά απ’ την ηδονή, δε διαφημίζουν τη γυναίκα ως αντλία σπέρματος ούτε ασθμαίνουν ως πείσμωνες γαμιάδες στα ενυδρεία της τσόντας. Δεν είναι κρυψίνοες, μυστικοπαθείς και μονογαμικοί τσαμπουκάδες. Κοινωνούν ψιχία λαγνείας τους αντιφρονούντες εραστές και μελίρρυτα άσματα τις ολισθηρές αβύσσους. Με ρωτούν ακόμα αν βγάζω λεφτά απ’ τα ποιήματα εγώ, το άσκοπο πλάσμα της δημιουργίας. Τους απαντώ πάντα με ποίηση:

Ρωτούν οι πονηροί τους ποιητές
αν βγάζουνε λεφτά απ’ τα ποιήματα.
Ρωτούν με κείνη την κρυφή αλαζονεία του νεόπλουτου
που τα ‘πιασε χοντρά πουλώντας το τομάρι του.
Ρωτούν, όλο ρωτούν.
Μα, βγάζουν άθλιε λεφτά οι εραστές από τον έρωτα!
οι μάνες όταν βυζαίνουν τα μωρά βγάζουν λεφτά!
όταν ρουφάν οι μέλισσες τη γύρη στους αγρούς
βγάζουν λεφτά;
Ρωτούν οι πονηροί. Όλο ρωτούν.
Μα δεν υποψιάζονται οι άθλιοι
πως γράφουμε αναπνέουμε καυλώνουμε γαμούμε δωρεάν
ως να μας καρφιτσώσει ο διάβολος στο πέτο του.

Αφιερώνω επίσης σε θρησκευόμενους, θρησκόληπτους, θρησκομανείς, τεταρτοαυ-γουστιανούς, απριλιανούς, τσουτσουνομάχους, ευαγγελιστές, πεντηκοστιανούς, σεμνοκαυλωμένους, δεσποτάδες, διοικητές οργανισμών και γραμματείς υπουργείων, βουλευτές και υπουργούς, προέδρους και καντηλανάφτες, το θεολογικό ποιηματάκι μου, Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, συνεισφέροντας στην παγκόσμια θεολογική ποίηση και στον απεγνωσμένο κατευνασμό γεννητικών οργάνων, στύσεων, ονειρώξεων, παραισθήσεων και άλλων δεινών, καταλοίπων της εκπεσούσης ανθρωπινής φύσεως και των αισχρών πρωτοπλάστων που ασχολούντο νυχθημερόν με τα αιδοία τους, κοινώς παίζοντας το πουλάκι τους ανυψώνοντάς το εις το βάθρον του θεού, εμπνέοντας κάτι ρεμάλια να γράφουν αιωνίως ωδές και πορνογραφίες.

Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

Περνούν συχνά ιεχωβάδες και ορθόδοξοι παπάδες
απ’ το σπίτι μου.
Φυλλάδια μοιράζουν με ψευτιές κι ανοησίες.
Και κακαρίζουν οι ελληνοχριστιανικές πουλάδες
πατήρ, υιός και άγιο πνεύμα
πατρίς θρησκεία οικογένεια.

Ω! πονηροί ιερείς που άμφια φοράτε κελεμπίες
χιτώνες, ράσα αρχαία ενδύματα των γυναικών
εσείς που τη γυναίκα απ’ τους ναούς εξορίσατε
τη Δήμητρα που άτρωτη επιβίωνε
τριάντα δυό χιλιάδες χρόνια σκαλισμένη στις σπηλιές.
Με τα ευλογημένα της βυζιά και
το θαυματουργό της το αιδοίο. Τη Δήμητρα που ήταν
μάνα ρίζα και πηγή ζωής. Που ήταν η τέλεια
ενσάρκωση της γης, πολύτροπη με χίλια δυο ονόματα.

Ω! ιεχωβάδες, κακόμοιροι κι ανέραστοι.
Χιλιάδες είμαστε οι μάρτυρες της ηδονής.
Κι εσείς ορθόδοξοι παπάδες μάθετέ το:
Πατήρ είναι ο πούτσος μου
τ’ αρχίδια μου υιός κι άγιο πνεύμα.

Άρρεν και θήλυ

Απόψε θα το παίξω βουτηχτής, σχεδόν
τυφλά πιστεύοντας στον οργασμό, σχεδόν
αδέξια με ορμή, όπως πάντα, τους ώμους
αρχικά παρομοιάζοντας με δυο στρατόπεδα
συγκέντρωσης αμάχων απερίσκεπτων χαδιών
κι έπειτα ανάσα υγρή σαν φρέσκια εκταφή
καύλας σφαγιασθείσης από δόλο κι ασοφία
των σοφών, τραβώντας τώρα με σχοινιά από
τον κάτω κόσμο εκδρομές εφηβικές, αρχαίες
άσεμνες στάσεις πίσω απ’ τα βάτα, ολίγον
δυόσμο κόβοντας να νοστιμίσω το φαγάκι μου
δυο οσμές φανατικές άρρεν και θήλυ.

Kαλοκαιριού απομεσήμερο

Μικρή μου εσύ, που κρατάς κάποιο άρλεκιν
άλλης ηπείρου καλοκαιριού απομεσήμερο
κάνω πάσα τώρα στο συνάδερφο Ουράνη
πάσα ποιητική σ’ αυτόν που αδημονεί το σώμα του
εκεί κάτω στον Άδη για μια δευτέρα παρουσία
ίσως μ’ όλη την ένθεη πνοή του αγριεμένου
που όσο να’ ναι τον έμαθαν οι καύλες
να γονατίζει αρμονικά κι ολέθρια στο υπερπέραν.
Κι αν η γραφή πονετικά μπερδεύεται, Ουράνη
με τόσους πεθαμένους σαν κι εσένα
είναι που ακούει τη λύσσα σας
είναι που αλυχτούνε τα ποιήματα που αφήσατε
κι είναι που η εκσπερμάτωση ιριδίζει
φτηνή χυδαία φθορά όσων ασκόπως γράφουν
αιωνίως αλώσιμοι απ’ τις θηλές και την τρέλα.

Μαύρη γάτα

Όπως βάζεις το δάχτυλο στα χείλη
σχεδιάζοντας σιωπή ή όπως
μια μαύρη γάτα γρατσούνισε
το παιδικό μου χέρι
όταν ήμουν πράγματι παιδί
λυπημένο κι έτοιμο
να το μοιραστούν μελλοντικά
κάποιες γυναίκες όμορφες
στο λευκό φως των σεντονιών.
Κοίτα τώρα, τη φτώχια μου όμορφη που είναι
και άπληστη και φθαρμένη όπως λέει
ο τυχερός μέγας λαός που προσδοκά φώτιση
και αστούς ευφυείς
να υπερασπιστούν τον ιερό του λήθαργο
και την κλίση του στην υποτέλεια και τα φαρμάκια.