Αγάπες μου, προβληματισμένες
που ανοίγετε κάθε τόσο την
κάνουλα του σεξ, όλο πικρόχολα
υγρά και μητρικά ένστικτα, όλο
αχνιστή επιφοίτηση και
μακρόσυρτες λήγουσες.
Αγάπες μου, κατοχυρώστε
τρύγο για τον αποστακτήρα σας.
Να βγει ανόθευτος οργασμός
για το μέλλον του κόσμου.
Να στάξει ο λιλιπούτιος σπασμός.
Ο Αρμαγεδδών της αλκοόλης σας
στα σκιώδη στομάχια.
Month: Οκτώβριος 2012
Κριτική εν ενεργεία
Όλα είναι κριτική εν ενεργεία. Η κριτική είναι πλέον όργανο της αλλαγής. Ο μοντερνισμός είναι η παράδοση της ρήξης. Μια παράδοση που αρνιέται τον ίδιο της τον εαυτό κι έτσι διαιωνίζεται. Οι αρνήσεις στις μέρες μας είναι τελετουργικές επαναλήψεις. Οι ανταρσίες προμελετημένες φόρμουλες και οι παραβιάσεις των κανόνων εθιμοτυπίες. Με το να αυτοαποκαλούμεθα μοντέρνοι επιβεβαιώνουμε τον παλιμπαιδισμό μας. Η γραμμική αντίληψη του χρόνου θεωρείται πλέον αναχρονισμός. Η γη της επαγγελίας τώρα είναι ο ανοιχτός χρόνος προς το μέλλον. Η γενιά του τριάντα επένδυσε στα γόητρα του παρελθόντος αλλά και στην πτώση της γενέθλιας Εδέμ. Για τους νεότερους, το μέλλον υπήρξε ο τόπος της εκλογής, η γη της επαγγελίας. Όμως το τώρα υπήρξε πάντα ο χωροχρόνος των ποιητών και των ερωτευμένων. Των επικούρειων και των ηδονιστών. Ενός ηδονισμού της χαράς αλλά και του θανάτου. Οι ανθρωποποιητές θα πρέπει τώρα να οικοδομήσουν μια Ηθική, μια Πολιτική κι έναν Ερωτισμό. Συνιστώσες και οι τρείς μιας ακραιφνούς ποιητικής του παρόντος, αφού, οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ξεπέσανε σ’ έναν μηχανικό και ανάκατο ηδονισμό οδηγημένο απ’ το διαφημιστή και τον εξομολόγο. Το παρόν είναι η σπορά όπου η ζωή κι ο θάνατος συγχωνεύονται. Κι εμείς οι δόλιοι αιθεροβάμονες λαγοί ολοσχερώς δοσμένοι στα τραγανά φρέσκα δροσερά βοτάνια και στις μικρές λαμπρές ανταύγειες του παρόντος, ανάμεσα στο ποικιλόμορφο παρελθόν και το ακατοίκητο μέλλον.
Βρέφη στην άβυσσο
Απομεινάρια των cash and carry. Ανθρώπινο αταξινόμητο υλικό. Χίλιοι δυο φόβοι φορεμένοι σαν κατσαρόλες στα κεφάλια των νοικοκυραίων της παθητικής άμυνας. Διασυμμαχικοί απεσταλμένοι, τοποτηρητές, ευρωπαίοι της χριστιανικής ένωσης νέων, ειδήμονες στην κατατρόπωση ανθρώπων συναντιούνται με τ’ αυτιά ανοιχτά. Έρχονται εκ περιτροπής και σχεδιάζουν μάχες στα δωμάτια. Μιλούν χωρίς εμπάθεια λες κι η γερμανική επίθεση δεν είναι τίποτε περισσότερο από το εσφαλμένο σχέδιο ενός ενοχλητικού λαού κι όχι ενός τέρατος μπουκωμένου με χαρτονομίσματα. Ο πόλεμος αυτός γίνεται εδώ μια σχολή υπόκωφων κι αόρατων κινήσεων. Εκπαιδευτές των καμουφλάζ σχεδιάζουν πως θα σβήσουνε τους θόλους των μνημείων. Πως θα κατασπαράξουν τη μνήμη. Μελετούν τις ραβδώσεις της Ζέβρας και το δέρμα του χαμαιλέοντα. Λύνουν εξισώσεις, παρατηρούν τις σκιές, τις στιλπνές επιφάνειες. Λογομαχούν λυσσαλέα στα ατελιέ τους κόβοντας, ψαλιδίζοντας, ψαχουλεύοντας ανθρώπινες σάρκες. Μελετούν τις ραβδώσεις απ’ την καταστολή, τις ωχρές όψεις στα κρεματόρια των συσσιτίων. Μελετούν το κάλυμμα του πέους της φυλής των Μασάι που θυμίζει προβοσκίδα, τις περικοπές, τον παραλογισμό. Τις συνήθειες του παπαγάλου που ξεδιπλώνει τα φτερά του σαν παλέτα για να μοιάζει με φύλλο. Είναι οι μισθοφόροι καραβανάδες μιας αρμάδας χτικιάρικων μορφωμένων. Οι οικοδόμοι των φιλανθρωπικών ενώσεων. Τα μπάσταρδα τέκνα ενός λαού μαγαρισμένων και αόμματων σκύλων. Είναι οι τρόφιμοι του στρατού σωτηρίας που μεθούν τα θύματά τους με μαύρα μανιτάρια και φτηνό θέαμα. Είναι μια φυλή ανθρώπων με καρδιές φαρδιές σαν στρατιωτικές μπότες. Είναι οι πρεσβυτεριανοί που κηρύττουν τον Αρμαγεδδών. Είναι οι αιρετικοί της έβδομης μέρας της δημιουργίας που προτρέπουν για συμμόρφωση στη διαθήκη. Είναι αυτοί που γράφουν το πρελούντιο της Ευρώπης. Την πρόγευση του σκοτεινού ταξιδιού. Είναι αυτοί που μέσα στον εκτυφλωτικό φαρισαϊσμό τους διασχίζουν την κόλαση. Μια κόλαση που θα φτιάξουν με όσα πλάσματα θα σωθούν στο τέλος. Είναι οι γλύπτες που θέλουν τα πλάσματα ακούνητα, στατικά, βυθισμένα στο λήθαργο της πέτρας, αιωνίως νέα και αιωνίως νεκρά. Είναι τα αρπαχτικά με το σκόπευτρο. Με το ντουφέκι και την κάμερα. Η συνεχής οπισθοφυλακή ενός φλεγόμενου κόσμου. Ο άκρατος αποικιακός μποβαρισμός που σαπίζει τα κορμάκια που θέλουν μονάχα τη ζωή και τίποτε άλλο.
Πολεμικοί ανταποκριτές
ΜΑΛΕΒΙΤΣ
Το πρώτο κύμα πολέμου μοιάζει με τον κοινό σουρεαλισμό. Ο πόλεμος ξεκινά πάντα σαν μια φάρσα που δεν τελειώνει ποτέ. Κι είναι οι πρώην θορυβώδεις κοκκινομάλλες και οι πρώην κακοντυμένες μελαχρινές που έχοντας χάσει απότομα τους πελάτες τους περιφέρονται τυλιγμένες σε φτηνιάρικα αδιάβροχα έχοντας ζωγραφιστές ψευδοραφές στις γυμνές τους γάμπες. Κι είναι συγκινητική αυτή η φροντίδα τους για τον έρωτα, αυτή η σπειροειδής βουδιστική τρυφερότητα στο βλέμμα τους. Η πουτανιά μέσα στο χαμό. Το ομφαλοειδές εκκρεμές των υπνωτιστών μέσα στον αβυσσαλέο παραλογισμό της σφαγής. Ο κυβισμός τους είναι μια κάποια λύση. Τοποθετούν το λευκό τετράγωνο του Μάλεβιτς πάνω απ’ την τραγωδία για να την εξαφανίσουν.
ΠΙΚΑΣΣΟ
Ο Πικάσο είχε κρεμάσει στους τοίχους τα σκίτσα. Τα προκαταρκτικά της Γκουέρνικα. Δεν θα ξεχάσω το άλογο που ούρλιαζε, τις μάνες που σήκωναν προς τον ουρανό τα δολοφονημένα παιδιά τους. Αλλά η Γκουέρνικα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η λάμψη του φλάς πάνω στα παραμορφωμένα ζώα, η στιγμή όπου το μαγνήσιο πετρώνει τα βουβά πράγματα. Είχαμε πίστη, βεβαιότητες και τη σκιά ενός παρελθόντος πάνω μας βαριά. Και δεν ήμασταν καν νεκροί. Βρισκόμασταν εκεί, σ’ εκείνο το αδιέξοδο, στο βάθος ενός διαδρόμου από πεδία μαχών.
Γράμμα στο λαό
Γράψε για το συλλογικό
στομάχι κι όχι για το
συλλογικό νου. Ξεκούρδισε
της διανόησης την τεθλασμένη
γραμμή και τη φλύαρη ψωλή του
εκφωνητή. Λαέ δεν έχεις χρέος
χρέη χρεολύσια, συγγενείς,
συμπολίτες φωτογενείς
αναλφάβητους στα ρεπορτάζ.
Γράψε στ’ αρχίδια σου λαέ το
Θείον βρέφος, τις οδηγίες σε
τόνο προσταγής. Γράψε
γράψε γράψε. Το μεροκάματο
είναι περιορισμένο Λαέ.
Οι στοχασμοί εμείς
είμαστε εγώ. Είμαστε πολλοί.
Μην εύχεσαι να περάσουν
οι δίσεχτοι καιροί. Έτσι κούφιοι.
Και παρακάλεσε τον Χλεστακώφ
όταν φτάσει στην Πετρούπολη
να πληροφορήσει τον Τσάρο
πως σε μια ρώσικη μακρινή
επαρχία ζει ένας
Πέτρος Ιβάνοβιτς Ντόμτσισκυ.
Ένας λαός ολόκληρος, εσύ
που δεν επιθυμεί τίποτε άλλο απ’ το
να μάθει ο τσάρος την ύπαρξή του.
Το οικείο τέρας
Ανομολόγητα μόνοι. Μεταγλωττιστές του πάθους που φωσφορίζει, δύσμορφο και βιβλικό. Ταξιδεύουμε σ’ ένα βαγόνι με βαθειά καθίσματα. Διαβάζουμε τις τελευταίες ειδήσεις. Κάνουμε λογικές υποθέσεις και βασικές πράξεις. Αθροίζουμε, διεκδικώντας μορφή συνόλου. Κάπως έτσι ξεγεννάμε ένα οικείο τέρας, συνεπικουρούμενο απ’ το εύγλωττο θετικιστικό πνεύμα του διαφωτισμού. Ο άνθρωπος αγωνιά να υπερβεί τα όριά του φτάνοντας στο θεϊκό απόλυτο. Εκεί όπου καιροφυλαχτεί ο σισύφειος μύθος. Ο Προμηθέας απέμεινε δεσμώτης στη μακρινή λίθινη εποχή. Θέλησε να προσφέρει στον άνθρωπο τη φωτιά καταπατώντας το άβατο των θεών. Τις συνθήκες δηλαδή των αρχόντων. Η φωτιά του ήθελε να είναι η ζεστούλα του Απρίλη της γνώσης. Αυτή η γνώση που έγινε στουπί για μολότοφ. Αυτή η γνώση που μαγάρισε το νεράκι για τα περιστέρια και τους πατριωτισμούς. Κι έπειτα ο Φάουστ ο όλεθρος, προεκτείνοντας στο άπειρο την τραγική κατάληξη της προσπάθειας του δυτικού ανθρώπου, να γίνει κυρίαρχος των νόμων της φύσης και του πεπρωμένου του. Είμαστε παιδιά τους. Ρομαντικοί ουμανιστές. Είμαστε οι πρωτόπλαστοι της βιομηχανικής επανάστασης αλλά και η ένοχη συνείδησή της. Είμαστε το σύγχρονο ανάλογο του έκπτωτου βιβλικού ζεύγους, που για να εκπολιτιστεί και να ξεφύγει απ’ το ζωώδες θα πρέπει να κατακτήσει τη νέα γνώση και τη νέα σοφία. Να λουφάξει στη μυρουδιά μέσα των γεννητικών του οργάνων. Όταν ξεπερνάμε προς τα κάτω τα όριά μας, καταστρέφουμε υπάρχουσες μορφές, σκοτώνουμε και πλησιάζουμε τη βαρβαρότητα. Όταν όμως τα ξεπερνάμε προς τα πάνω, αναπαριστώντας μορφές, τότε συναντάμε τον καλλιτέχνη που ξορκίζει το φθαρτό του σαρκίο. Τον οικείο χειροποίητο κόσμο μας. Μέσω του οποίου η κοινωνία του θεάματος καταβάλει τον οβολό της τελειότητάς της σε κάθε του έκφανση. Εκεί που αποσύρθηκαν δια παντός οι θεοί. Πίσω απ’ τη μάσκα του ανθρώπου. Στα χρόνια της βαρβαρότητας οι άνθρωποι ανακαλύπτουν μέσα τους το θεϊκό. Εμπνέονται απ’ αυτό. Το μορφοποιούν κι οχυρώνουν πίσω του την ανθρώπινη μοίρα. Έτσι, η μύηση στον έρωτα, λόγου χάριν, είναι μια τελετή θείας ελευθεριότητας. Το άφατο της προσωπίδας ελιξίριο, στα πάθη του έρωτα, του θανάτου και της εξουσίας.
Θράσος αιώνιο
Θα τα γράψουμε όλα εμείς.
Και κείνα που γράφονται
και κείνα που δε γράφονται.
Θα ξεθαρρέψουμε τις πελώριες
μνήμες και του γυμνοσάλιαγκα
το χλόμιασμα και των πρώτων
αριθμών το ζουμάκι θα πιούμε.
Έχουμε θράσος αιώνιο και φράσεις
μαγικές, ολίγον μπανάλ θνητά και
ξάστερα όνειρα, με κοινοκτημοσύνες
και τέτοια, έτοιμα να βγάλουν μάτια
και να κάνουν δικτατορίες ωραίες
σφόδρα στην αντίστιξη με κάτι
παρελθούσες σεμνότητες που μας
θελαν κουτάβια στο μέτωπο για τα
λεφτά του Συγγρού.
Άξιον εστί
Ο εν πολλαίς ηδονές αγαθός μας λαός
με τ’ απειροελάχιστα όνειρα και τις
γαλήνιες καταψιές υποταγής, με την
πτωχήν του μνήμη τώρα, εισπράττει
ευκλεώς αυτόν τον πένθιμο τόνο
μέλλοντος, κολασμούς αγρίους προς
αδιέξοδους δρόμους. Θωπεύει ιαματικές
νεροσυρμές ανδρών επιφανών
μαγεύεται απ’ το χάδι του ηγέτη
και του ρασοφόρου την εν φθόνω
ψυχοπομπή. Πορεύεται σε οχτάωρη
απελπισμένη σιωπή κι ατομική αιωνιότητα.
Με των γερόντων -που πέρασαν πολλά -τη
συγκατάβαση σε κολασμένα βάθρα σφαγής
καμαρώνοντας ήρωες, κρέας μοιρολογισμένο
και κρέας φασκιωμένο στα εμβατήρια.
Άξιον εστί η αποπεράτωση της ταπείνωσης
τα κομμένα δάχτυλα και τα κομμένα αυτιά
στους κουβάδες κι ο χρυσός εν μέσω
θρόμβων παραδείσου. Άξιον εστί τα
εργατικά ατυχήματα στον οχτωβριανό αχνό
κι η καμπύλη ανάπτυξης. Άξιον εστί η
ξελιγωμένη εθνική πορνοστάρ που ξενιτεύτηκε.
Ο διαλεκτικός υλισμός της λιακάδας
που πουλάμε στους ξένους. Άξιον εστί
το εφοπλιστικό κεφάλαιο και η σουβλιά
στο γόνατο από υγρασία. Άξιον εστί
οι φαλακροί Ράληδες που περιπολούν
στα παζάρια. Οι μη κυβερνητικές
που ανταλλάσουν νεφρά. Τα αριστεία
προόδου, οι σημαιοφόροι, οι παχύσαρκοι
που καβαλάνε όργανα γυμναστικής, τα
ποντικογονίδια και οι εσπρεσομηχανές.
Οι παρελάσεις, οι λιτανείες, τα οξύμωρα
κινητά με τις ακαταπαύστως άσεμνες κλήσεις.
Οι όμιλοι, τα ανταλλακτήρια, οι αρμόδιοι.
Άξιον εστί οι κάρτες συριακών θυρών,
οι επιχειρήσεις, το τακτικό εισόδημα,
οι ευκαιρίες. Άξιον εστί τα ταμεία ανεργίας,
οι εσχατολογικοί συλλογισμοί, οι κάμερες
ασφαλείας, οι καθαρίστριες που τρίβουν
το σκατό του μάνατζερ. Άξιον εστί οι
αλησμόνητες αποτυχίες και η μουδιασμένη
αίσθηση πως παραλείψαμε να ζήσουμε τη ζωή.
Άξιον εστί οι Σεφέρηδες που γλίτωσαν τότε
στο Κάιρο κι άρχισαν να μαντάρουν και να
μπαλώνουν τα ξεσκλίδια του έθνους. Άξιον εστί
η παγκόσμια αγορά. Η παιδική εργασία,
η ευρυμάθεια, οι αναπάντεχοι συνειρμοί.
Άξιον εστί η υψηλή αριστοκρατία, η κόπωση,
τα μεταλλεία χρυσού, τα διαμάντια στα
δάχτυλα ξεραμένων σαρκίων. Άξιον εστί
οι στατιστικές επετηρίδες και οι προφήτες
της καταστροφής. Η φυσική ορμή των
όρχεων και της μήτρας, η αστική τάξη που
υποδύεται την υγιή. Άξιον εστί
ο μεγαλοφυής υποχόνδριος πλάστης
των γεγονότων. Άξιον εστί ο ατρόμητα
δειλός πλούτος. Ο κυρίαρχος παπάς.
Ο κυρίαρχος μπαμπάς. Οι πρόεδροι
των κρατών. Οι ροδαλές πρωθιέρειες
της ολυμπιακής μας σφαγής. Οι οπαδοί
του Χριστού, ο σκώρος, τα απολιθώματα,
οι σκυθρωποί άνθρωποι. Τα κεφάλια
μηχανές που αλέθουν γενικούς νόμους.
Τα συμβόλαια γάμου και τα συμβόλαια
χωρισμού. Άξιον εστί τα κορμάκια που
θα κάνουν την τελευταία τους επίθεση
και θα καταβροχθίσουν προέδρους
και επισκόπους. Και θ’ απολαύσουν
ζώντας τη πια, του Ιουλίου Βερν τη
θανατηφόρα ειρωνεία. Άξιον εστί
ο ούλτιμος χτύπος στα μελίγγια κάθε
που, ελπιδοφόρα εφηβικά όνειρα
χαράσσουν συρράξεις, πατροκτονίες
παραλογισμούς και σεξουαλικές εφιδρώσεις.
Άξιον εστί όλες οι αυταπάτες, τα
καμίνια και ο μάγος κόσμος που
αναφλέγεται. Άξιον εστί οι ηχηροί
αφροί του αιδοίου πάνω στη στείρα
πεισμωμένη χειμωνιά. Άξιον εστί
οι μέλισσες που ξεμπουκάρουν
απ’ τις κερήθρες στο ανθισμένο
βουνό. Άξιον εστί το χαρτάκι με τα
ονόματα των πεθαμένων.
Ψυχοσάββατο που ο διάβολος
ξεκουρδίζει τις κλίμακες.
Έμπνευση
Πέταξε την έμπνευση
πριν τη βρουν οι εχθροί.
Γδύσου σεβαστικά και
γεύσου, όχι απόψεις αλλά
εφτάψυχες συλφίδες
σκνίπα στην αποδόμηση.
Όλες Τσέχες αρχετυπικές
που έλυσαν το βιοπορισμό
σε μισό δευτερόλεπτο.
Κι όλες μπροστάρησες στην
κρεβατίσια άλκιμη σφαγή.
Να ξεσπάνε νικητήριες
τρεμούλες και μεταφυσικό
κενό. Βαρύ κι ασήκωτο
ασορτί με της θεούσας
έμπνευσης το χαλασμένο
θερμοστάτη.
Πατριωτικό ποίημα
Άρτα πρόθυμο μελωμένο μουνάκι
Άρτα κατουρημένη και Άρτα που μυρίζεις βυζί
Άρτα Μεγαλόχαρη και Άρτα Μεγαλόκαυλη
Άρτα πιπίλα
Άρτα ταμιευτήριο αιδοίων
Άρτα Παρηγορήτισα
Άρτα σαπούνι και Άρτα ψωλή
Άρτα άτρωτη
Άρτα πλακομούνα
Άρτα με σχισμή ουρανού
Άρτα γεφύρι με κλειτορίδα
Άρτα Αρτεμισία
Άρτα κιλοτάκι και Άρτα σουτιέν
Άρτα ξε-Πέτα
Άρτα τηγανιά ματωμένης θεάς
Άρτα σεβάσμια μουνόχειλα
Άρτα οπορωφόρα
Άρτα αβύζαχτη κάμπια
Άρτα σπαρμένη καπότες
Άχ Άρτα ποιος σκοτώνει τις λέξεις σου;
Αχ Άρτα που κάθεσαι στον καθρέφτη να βάψεις τα μάτια σου!
Άρτα ξελιγωμένη σκοτεινή τι χώμα τώρα να πατάς!
Άρτα τι σφάγια εισαγόμενα βαφτίζεις ντόπια εν μια νυκτί!
Άρτα τι φύτρωσε στο σβέρκο σου;
Άρτα πωλήτρια ηλεκτρικών ειδών
Άρτα ανάσα
Άρτα με το δάχτυλο ανάμεσα στον Ωρίωνα και την Ανδρομέδα
Άρτα με τακούνια καυτά κολλημένα στην άσφαλτο
Άρτα βαριά από άγραφα ποιήματα
Άρτα με μεγάλες προοπτικές παραγωγής σπέρματος
Άρτα απ’ όπου μπαινοβγαίνει ο θάνατος
Άρτα αλειμμένη το μεδούλι του Ζέρβα
Άρτα σφηνωμένη στον οισοφάγο
εμφύλια Άρτα
Άρτα ζοφερά κολάδικα και χάος ξεκούρδιστο
Άρτα ηδύποτο
Άρτα όλο κορίτσια κομμωτηρίων
Άρτα αθωότητα
Άρτα που με βάφτισες στη σκάφη σου
Άρτα γύρω από τα τείχη
Άρτα που άνθισες Πακιστανούς μεσόκοπους ιδρωμένους ανθρώπους
Άρτα διαβάζω τις γραμμές στις παλάμες σου
Άρτα από τσιμέντο και προκηρύξεις και σφυροδρέπανα σκουριασμένα
Άρτα τυλιγμένη το γαλανό σου ουρανό και τον εθνικό σου ύμνο
Άρτα σκαρφαλωμένη στο λόφο
Άρτα πατρίδα κοριτσιών που ξεβγάζουν τα υγρά τους
σε κάποιον κόλπο Αμβρακικό
στη λήγουσα της γραμμής
Άρτα φυλάκια οχυρά
Σου γράφω ποίημα πατριωτικό, εγώ ο βλοσυρός χαμάλης
Ένας περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας εταιρίας οργασμών
Ένας άπατρις χέστης
την εθνική σου περνώντας μ’ εκατόν ογδόντα πατημένα
Που να βρίσκεται άραγε η ουτοπία;
Που να βρίσκεται άραγε η ουτοπία;
με το ωραίο της αιδοίο και το
πυκνόμαλλο δασάκι της, που να
βρίσκεται μεσ’ τ’ άγρια μεσάνυχτα
που τη θέλω και τη σκέφτομαι και
γράφω γι’ αυτήν αλωνίζοντας λέξεις.
Ποια τραγικά συμβάντα και φόνοι
και σφαγές της κλείνουν τα μάτια;
Ποια φίδια της ρουφάνε το γάλα
και ποιοι πρακτικιστές τη φιμώνουν;
Σε ποιο ντουνιά πουτάνεψε;
Με ποιο φεριμπότ ξεκίνησε;
Με ποια πλεκτάνη μαγάρισε τη
λιακάδα και σε ποια κατσαρόλα
ζεμάτισε τα μυαλά της; κι όλο γίνεται
σούπα ζεστή για προλετάρια στομάχια και
για χειρώνακτες του συστήματος που
λαγάρισαν. Τσούρμο κατά πάνω στην τρέλα
και ζυγιασμένοι στο θλιπτό φως τόσο όσο
ήλιος καυτός κι ασήκωτος και ήλιος
αδυσώπητος της εργάσιμης μέρας.
Σε δάσος σκοτεινό
Τα χούγια σας σε δάσος σκοτεινό. Σε
χαράδρες και λαγκάδια. Ερωτόπληκτα
και ζαλισμένα ξετυλίγοντας τραγικά
συμβάντα και κορακίστηκες απόψεις.
Φεγγάρια εξώλης και προώλης με κάτι
γκόμενους που βαράνε τρομερά ντέφια
μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και
μεταξύ Αίγισθου και Κλυταιμνήστρας
βάζοντας ναφθαλίνες στις τσέπες του
φόβου και κάλτσες διπλές για το κρύο.
Διαβάζοντας χτικιάρικες προβλέψεις
για φαρμακερά άστρα. Διείσδυση με
την πρώτη ματιά στα μέλλοντα συμβάντα και
λεφτά και φήμη και του πουλιού το
γάλα. Βυζάκια εσείς, με υπεροψία
αδέξια, και, χούγια τελείως ετερόφωτα
και τελείως ξιπασμένα. Βυζάκια
αγέρωχα στον τρομερό βοριά τα
ξεροβόρια, έπαθλα των ευγενών
ακροατών, βυζάκια ερεθισμένα σε
μια γωνιά του παραδείσου, τώρα σας
μαλάζει ο καλός θεός που κατά το
θέλημά του ανυπάκουα είστε σφόδρα
εις τα βαρυτικά πεδία του σεξ.
Το μάθημα της ημέρας
Αδιάβαστοι κλασικοί βουίζουν γύρω
από τρυφερά κορμάκια. Περίληψη και
νόημα. Μίζερες νίκες κι αδυσώπητες
ήττες. Θολές αγάπες. Γυναικόπαιδα
που δεν κατάφεραν να σωθούν και
εφευρέσεις που δοκιμάστηκαν με
προσήλωση. Τίτλοι, παράσημα, πόστα,
επάλξεις. Αφόρητοι καλλιτέχνες,
στρατηγοί των θεσμών, όλο
συλλογισμούς εσχατολογικούς.
Ψυχολόγοι ψυχοπομποί και
συνομωσίες. Και φόρτος εργασίας
για να χτιστεί ένας ακίνδυνος φιλήσυχος
καλός σύζυγος με τακτικό εισόδημα
κι όλες οι μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες του
που χρειάζονται φτηνά εργατικά χέρια.
PARIS:Επιστολή στον Ηλία Πετρόπουλο
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ:
Η παρούσα επιστολή-ποίημα γράφτηκε το Μάρτη του 2000 και αποτελεί κομμάτι της αλληλογραφίας μου με τον Ηλία Πετρόπουλο. Αρκετές τέτοιες επιστολές βρίσκονται στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη μαζί με το υπόλοιπο αρχείο Πετρόπουλου.
Α.Α
Μαλακίας εγκώμιον
κυκλοφορεί ελεύθερο σε ψηφιακή πλέον μορφή το
μαλακίας εγκώμιον
ποιητική μονογραφία περι αυτοχειρίας και αυνανισμού
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
Όταν γεράσω θα δίνω διαλέξεις
Κάποια στιγμή οι σοφοί αποφασίζουν να
μοιραστούν τη σοφία τους. Διανοούμενοι
που αρπάζουν τις ευκαιρίες. Επιδραστικοί
τύποι, με το σφρίγος του αστικού λίπους και
τις παλαιές περγαμηνές αναβρασμού.
Άνθη της αποσύνθεσης και της φθοράς.
Όλο φρέσκιες βεβαιότητες και φωτισμένες
δεσποτείες. Μελαγχολικοί ποιητές της
αδυσώπητης βαρεμάρας και του στεγνού
σεξ. Εκλαμπτικοί, όλο σπασμούς και
επιληψίες για τα κοινά. Άγιοι και πόρνοι.
Μάνατζερ του δεινού εαυτούλη που
έχτισε τη φάτνη του με συμμαχίες και
τραπεζώματα. Τις μέρες της κρίσης
λεηλατούνε κι αυτοί. Κάνουν πλιάτσικο.
Σαλάτες ψωμάκια επιδόρπια. Με
βαρύγδουπες μεθόδους καλοπιάνουν
γλυκομιλούν κολακεύουν. Με τρακόσα
ευρώ θα σε κάνω σοφό ρε μαλάκα
θα σε βάλω στων ιδεών την πόλη.
Στο κονάκι μου. Θα σε μάθω λογοτεχνία
σινεμά εικαστικά, πώς να χύνεις
απ’ τον ουρανίσκο και πώς να χορεύεις
και πώς να γαμείς. Με τρακόσα ευρώ θα
σου μάθω τη ζωή. Θα σου μάθω την τέχνη
να αγαπάς το στομάχι σου. Θα σε
μάθω προσήλωση αταλάντευτη στις
ηδονές. Να χαίρεσαι τις ταβέρνες και
τις φωταψίες του έθνους. Να ελεείς
τους σφαγιαστές, να σφυρίζεις αδιάφορα
στο βιασμό των άλλων απ’ τους χορηγούς
και τους μαικήνες σου. Τις εθνοκαθάρσεις
δίπλα σου, τα βρωμερά συσσίτια της
αρχιεπισκοπής, το σάπιο κρέας που
πετάς στα μούτρα των φτωχών. Ω ναι
θα σου κάνω διαλέξεις. Θεραπεία με
κουλτούρα. Ελάτε σε μένα καταθλιπτικοί
εισοδηματίες, αργόσχολοι μικροαστοί,
κόρες τανυσμένες από πτυχία σεμινάρια
δεξιότητες. Ελάτε να ποζάρετε στο βάθος
του ιστορικού καθρέφτη της παρακμής.
Ελάτε να πάρετε μια γεύση της γερασμένης
ανθρωπότητας. Της ανοιχτής τέχνης του
συνδέσμου βιομηχάνων, της ένωσης
ελλήνων εφοπλιστών, των τραπεζών,
των ιδρυμάτων, της συνεπαρμένης σκέψης,
της διεγερμένης αίσθησης, των τριών
ζοφερών αιμορροΐδων. Πατρίδος θρησκείας
οικογένειας. Της ανοιχτής τέχνης των
καταναγκασμών, της απλήρωτης εργασίας,
του εκμαυλισμού μέχρι το μεδούλι, της
δούλης του Κυρίου υπεραξίας. Ελάτε όπως
είστε. Άμεπτα ντυμένοι, το μαγαρισμένο σας εγώ.
Ηδονές και δρόμοι
Πιστεύω στους δρόμους τόσο που θα ήθελα από ματαιοδοξία να με θάψουν σε κάποιο δρόμο. Οι δρόμοι βγάζουν παντού. Έχουν μια σημασία εξάπλωσης κι έναν ερωτισμό που χτίζεται πάνω στις εναλλαγές. Οι δρόμοι έχουν μια ντανταΐστική ιερότητα και μια ατμοσφαιρική πίεση όλο ποιητικούς σπινθήρες. Αρκετοί λύσανε τη γλώσσα τους στους δρόμους κι άλλοι την κόψανε και την πέταξαν στα σκυλιά. Στο δρόμο συντελείτε το κακό με τέτοια ταχύτητα που συνάμα είναι και καλό. Κι ανάποδα. Οι αναποδιές του δρόμου έχουν μιαν αλήθεια και μια βαναυσότητα. Οι ξεκοιλιασμένες γάτες και τα φοβερά τροχαία. Τα εικονίσματα αφημένα στην άκρη του γκρεμού ή στραπατσαρισμένα και παρατημένα στη μέση του πουθενά. Φορτωμένα λουλούδια ή κεριά. Τιμαλφή γελοιότητας του νεκρού ίσα ίσα για να οριοθετούν τις παγίδες. Σημαινόμενα απείρως πιο περιφραστικά απ’ τις πινακίδες. Μαυσωλεία ταπεινά που μαγαρίζουν την κίνηση κάνοντας αισθητή τη σκληροτράχηλη μοίρα στα μάτια κάποιων. Αν φοβηθείς το δρόμο θα οδηγηθείς στην κόλαση. Θα χάσεις ακόμα κι αυτό το ελάχιστο χιλιοστό ουτοπίας που μπορεί να γευτείς στον όποιο προορισμό. Το μητρικό χάδι ή τον ερωτικό σπασμό. Ο δρόμος είναι πάντα ο δρόμος της επιστροφής. Επιστροφή στη μήτρα ή στο κάτεργο. Στην ουσία ή στο τίποτε. Ξεκινώντας το ταξίδι ξεκινούμε το δρόμο της επιστροφής. Υποκλινόμαστε ελαφρά στη μεγάλη πύλη. Λοξοκοιτάμε το κατώφλι μας σα να του δίνουμε υπόσχεση επιστροφής. Ο δρόμος είναι όλα τα τοπία της χαράς και της θλίψης. Ο δρόμος ακόμα κι αν τον περπατάς σε περπατά κι αυτός με μια διαβολεμένη ταχύτητα. Ο δρόμος είναι καμωμένος με νυχτερινό ουρανό και λαμπερό ήλιο. Με βροχούλες κι αγκαθάκια φυτρωμένα στην πιο αβυσσαλέα πίσσα. Στο πιο απροσπέλαστο μπετό. Ο δρόμος είναι αλειμμένος με όλα τα φεγγάρια και τις ποιητικές μεταφορές. Αλλά κυρίως με αίμα. Προπάντων με αίμα. Με αρχιτέκτονες, μηχανικούς, εντολοδόχους, επιστάτες και εργάτες. Με εργάτες υπάκουους στο στροβίλισμα της σκόνης, εργάτες απαραίτητους στον πόλεμο των αερίων και του πληθωρισμού. Εργάτες που θυσίασαν κάποια αλληγορική ερωμένη για να απολαύσουν αργότερα οι νευρικοί οδοιπόροι τη θέα στο γαλάζιο. Την απόλυτη μοναρχία του τοπίου στο ξετύλιγμα της στροφής.
Γαλιφιές για τον Ηλία Κ.
Ο Ηλίας Κ. θα μπορούσε να είναι ο Τεν τεν
Ο Ηλίας Κ. ραγίζει καρδιές στο λεκανοπέδιο Αττικής
εθνοφασίστριες που τις ρήμαξε ο πασόκος σύζυγος
Ο Ηλίας Κ. θα μπορούσε να είναι αξιωματικός του πυροβολικού ή αυτοκράτορας
ένας σπουδαίος φασίστας πορνοστάρ
Ένα θρήσκος φιλάργυρος στοργικός γέρος που διαβάζει Καθημερινή
Ένας νεοορθόδοξος φιλάργυρος άσπλαχνος νέος που διαβάζει Καθημερινή
Ένας ευυπόληπτος αστός ζουρλαμένος από νοσταλγία για τη Μάρλεν Ντίτριχ
Ο Ηλίας Κ. είναι το ιερόν πτολίεθρον της Ευρώπης
Είναι το πλυντήριο της αλβανικής μαφίας
Ο Ηλίας Κ. είναι ταγματάρχης
Ο Ηλίας Κ. είναι στρατηγός
Ο Ηλίας Κ. είναι ο εμπνευστής του Κατύν
Ο Ηλίας Κ. είναι Παντελεήμονας
Ο Ηλίας Κ. είναι ο μπουρλοτιέρης του Ράιχστανγκ
Ο Ηλίας Κ. είναι η σύφιλη του προλεταριάτου
Ο Ηλίας Κ. είναι η αλωνιστική μηχανή των αστών
Ο Ηλίας Κ. είναι ο πόλεμος τον καιρό της ειρήνης
Είναι ο γύφτος που αυτομόλησε
Ο Ηλίας Κ. είναι ο μετανάστης που ξεκοίλιασαν οι τράπεζες
Ο αρχηγός των κεκαρμένων εν χρω
Το βλακώδες τίποτε
Το μεγαλοφυές κακό
Υπάρξεις στα ξένα
Να παίρνετε το μέρος τους συχνά. Έχουν πάντα μια ευγένεια θλίψης κι ας ποζάρουν τόσο παράλογα μπροστά στην οφθαλμολαγνεία μας. Είναι στρατευμένες στις αξιώσεις ενός εκκεντρικού καλλιτέχνη υποταγμένου στις βάναυσες ετερονομίες του οικονομικού χάους. Είναι μοναχικές, σπουδαγμένες στο αυστηρό σχολείο της νέας μορφής. Του επιτηδευμένα ατημέλητου φονταμενταλισμού της εικόνας. Είναι οι θυγατέρες των εργατικών κατοικιών του Μάντσεστερ και της φοβερής Δραπετσώνας. Σμήνη ακρίδων που σκοτεινιάζουν τον ήλιο του θεάματος των μεγαλουπόλεων που παραδόθηκαν στο διαφημιστή. Ο πανάρχαιος πορνικός λογισμός στρεβλωμένος απ’ την εικόνα, το ατημέλητο βίντεο που συντάσσει την ερωτική γραμματική του μέλλοντος. Βυθισμένη μέσα στο θολό πεδίο των συγκρούσεων. Μια νεόπτωχη ομορφιά υπερφωτισμένη τόσο που να υμνεί την ατέλεια και την πλαδαρή λαγνεία. Πάντα σε ανοιχτούς χώρους που υποβάλουν. Στα όρια των πόλεων εκεί που το εξασκημένο μάτι αναζητά την αίγλη των ερειπίων της βιομηχανικής εποχής που μετακόμισε δια παντός στον τρίτο κόσμο. Σε δάση γερασμένα, συντονισμένα με το ρυθμό της αστικής παρακμής. Σε φωλιές, σε χαράδρες και σε γκρεμούς. Εκεί που η ανασφάλεια καθιστά τον άνθρωπο της πόλης έρμαιο των καταναγκασμών, κάνοντάς τον να αποδεχθεί τα εκτρώματα της αστικής αρχιτεκτονικής μέσα στα δεινά της ερειπωμένης υπαίθρου. Οι κόρες που ποζάρουν τώρα σχεδόν ημίγυμνες και σχεδόν απελπισμένες είναι οι μούσες της απλήρωτης εργασίας που μεταλαμπαδεύουν μαζικά αυτή την ηθική τους εμπειρία μέσω της εικόνας. Η εικόνα έχει πλέον μιαν αυνανιστικά φιλάρεσκη παιδαγωγική αξία. Μετατοπίζει κάθε φορά το μήνυμα έτσι ώστε αυτό να λειτουργεί κατευναστικά. Να μην οδηγεί στη ρήξη. Να υφαντουργεί γόρδιους δεσμούς και τροφαντές αυταπάτες. Να ξορκίζει τις καύλες με παρδαλά ξόρκια στα πιο βαθιά ερωτικά φρεάτια. Ο εξανδραποδισμός του ονείρου και της ουτοπίας στο έλεος του βιοπορισμού. Εκεί που κάθε ευαίσθητο θηλυκό πλάσμα οδηγείται σ’ ένα μπέρδεμα των ρυθμών της ζωής. Εκεί που το θορυβώδες νεωτερικό χάος σε κάνει να αυτοπροδίδεσαι. Εκεί, που η υπεραξία στάζει φειδωλά και τυραννικά μες στις κρυφές ραφές και τους αρμούς της σάρκας το λαδάκι της. Για να γυρνά αυτόν τον τεράστιο μηχανισμό της κοινωνικής ζωής όπως τον θέλουν οι χορτάτοι της άλλης όχθης.
Πάντα την Κυριακή
Οι άνθρωποι της παρακμής
Οι άνθρωποι της παρακμής πιστεύουν πως
είναι οι άνθρωποι της προόδου και ξεχωρίζουν
με τη βαριά τους καρδιά και τα απίθανα
πηγαινέλα σε τρελές γιορτές εκπτώσεων,
σε γαϊτανάκια καταναλωτών. Για μια
βαρβάτη σιγουριά περί ελεύθερης επιλογής
ζούνε. Παντρεύονται, ευτυχούν, δυστυχούν
πάντα με τον καημό να πλουτίσουν και να
γαμήσουν κάθε ιερό και όσιο που τους
έκανε το στομάχι κόμπο. Κάθε πάθος
αντιεπιστημονικό που προσκύνησαν
από καταβολής κόσμου. Κουλουριασμένοι
θέλουν σε κάθε γυμνούλας ύπαρξης το σκήνωμα,
εν σκότει να πλαντάξουν.
Του ορθού λόγου
Του ορθού λόγου αναλαμβάνουν τώρα
οι πτερνιστήρες. Φανατικές εφεδρείες
στις έδρες. Συμμαθητές παλιοί
που μας συσπείρωναν κάποτε στις κερκίδες.
Γραμματείς σε υπουργεία τώρα, διδάκτορες.
Με χέρια ζεστά παθολόγου μας ψαύουν,
τους ανάστατους χυμούς μας μετρούν
-που αναθυμιάζουν- σπέρμα βουρκωμένο σε
ποιητικές μεταφορές. Και χοληστερίνη
αβέρτα στης καρδιάς το πονεμένο αίμα.
Ενθύμια και δώρα
Ξέρω πως είναι μια φτωχή παρηγοριά να χαρίζεις λουλούδια, αντικείμενα και άλλα τερπνά. Συνήθως όταν δε μπορούμε να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά μεταξύ μας εκφραζόμαστε μ’ αυτόν τον παράλογο τρόπο. Χαρίζουμε, δωρίζουμε, αφιερώνουμε. Υιοθετούμε παιδιά στον τρίτο κόσμο με ένα ευρώ ή συνδράμουμε τους ακτιβιστές της ελεημοσύνης χαρίζοντας αυτό που είναι άχρηστο πλέον για μας. Δείχνουμε μ’ έναν φάλτσο μηχανισμό πόσο απλόχεροι και μεγαλόκαρδοι είμαστε μέσα στην ηγεμονική μας υπεροψία. Ο σύγχρονος πολιτισμός είναι ένας ωκεανός δώρων και αβροτήτων. Μια ολόκληρη βιομηχανία ευγνωμοσύνης προσαρμοσμένη σε κάθε καταναλωτική ματαιοδοξία. Αφήνουμε τις πιο βαθιές επιθυμίες μας να σαπίζουν επειδή φοβόμαστε τις παρερμηνείες και τις αιτίες που οι άλλοι μπορούν να μας αποδώσουν. Οι κουβέντες περιορίζονται στα τυπικά και στα ακίνδυνα και συνομολογούν την κοινή μας αμηχανία σ’ αυτό που είμαστε και αρνούμαστε να παραδεχτούμε. Απέραντες σχέσεις άκρας επιφάνειας και συνύπαρξη στα όρια του καταναγκασμού. Ένας ολόκληρος λυσσασμένος κόσμος έχει ως φετίχ τη μέρα των ευχαριστιών, τις γιορτές, τα γενέθλια, τα δώρα και τις αραχνοΰφαντες τυπικούρες. Ένα αρχέτυπο εκεχειρίας στην καθημερινή σφαγή της επιβίωσης. Σ’ αυτό το λαμπερό και βάρβαρο οικονομισμό ο άλλος είναι ο ανταγωνιστής. Ο επίβουλος της ζωτικής ικμάδας που με νύχια και με δόντια παλεύουμε να κατακτήσουμε πουλώντας την εργατική μας δύναμη, τις δεξιότητές μας ή το κορμί μας. Ζούμε μέσα σε μια παράλογη αναντιστοιχία έργων και πράξεων, αποδεχόμενοι συνήθως αυτό που πολεμάμε. Ένα βόλεμα που προβάλλεται φετιχιστικά πάνω στην κοινωνική συναναστροφή. Διδάσκουμε στα σχολειά καλοσύνη, πραότητα, ευγενή άμυλα κι από πίσω έναν ακραίο ανταγωνισμό. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Υπηρετούμε συγχρόνως την επανάσταση και την προσαρμογή. Απ’ τη μια επιθυμούμε την εξάπλωση της αγάπης κι απ’ την άλλη δικαιολογούμε τη ζήλεια. Απ’ τη μια πολεμάμε το συντηρητισμό κι απ’ την άλλη τον δεχόμαστε ως αναγκαίο κακό. Απ’ τη μια δίνουμε πολιτικές μάχες ενάντια στην ιδιοκτησία κι απ’ την άλλη στον ιδιωτικό μας βίο θεωρούμε τους ανθρώπους ιδιοκτησία μας. Δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε την ελευθερία μας στις αργίες, όταν τις καθημερινές σκύβουμε το κεφάλι. Δεν γίνεται να επωφελούμαστε και απ’ τη ζωή και απ’ τη συνήθεια. Να υμνούμε την τεμπελιά στο διάλειμμα της μισθωτής μας σκλαβιάς και να κάνουμε δώρα σ’ αυτούς, που τους αρνούμαστε με τον πιο χυδαίο τρόπο το άγγιγμα, το φιλί, την αγκαλιά, μα πάνω απ’ όλα το θάρρος να αλλάξουμε τον κόσμο μαζί τους κι ύστερα να ξαναλλάξουμε τον αλλαγμένο κόσμο.
Απορίες
Όσες απορίες μένουν μέσα μας αναπάντητες μας κόβουν τη θέα προς τη ζωή. Ένα δέντρο, ένα πουλί, ένας θάνατος, μια θεωρία δεν είναι πράγματα που φωλιάζουν στα κεφάλια μας. Δεν τα αισθανόμαστε μεσ’ το μυαλό μας παρά στον τόπο που τα συναντούμε. Στο φυσικό τους χώρο. Εκεί που έχουν εξουσία. Ένα φυλακισμένο πουλί αντικατοπτρίζει τον αρρωστημένο ψυχισμό του μερακλή δεσμοφύλακα. Μια γυναίκα αλυσοδεμένη στο νοικοκυριό της αντικατοπτρίζει τον προσβλητικό καταναγκασμό της μονογαμίας ενός κόσμου που στήθηκε στα κατακερματισμένα εγώ και στις πλάνες. Ένα δέντρο φυτρωμένο στα τσιμέντα της πόλης αντικατοπτρίζει τον αστικό όλεθρο. Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις πλήττονται από μιαν αφόρητα επιτηδευμένη διαφάνεια αφού είναι καταδικασμένες να συνυπάρχουν. Ταπεινωμένη τυφλή μάζα μέσα στη στάνη της. Όλες οι μικρογραφίες των καταναγκασμών καθορίζουν τα μαζικά ένστιχτα. Δεν χρειάζονται ψυχολόγοι πλέον για να κατευθύνουν τη ζωώδη θολούρα των εξαθλιωμένων μαζών. Αναγνωρίζουν το κακό στα μάτια του ξένου και του διαφορετικού. Στα χείλη εκείνου που λαλεί αλλιώς. Ένας ολόκληρος πατικωμένος κόσμος στις πόλεις απ’ την καρποφορία του κεφαλαίου. Απ’ την ασύδοτη ανάπτυξη, απ’ την ξέφρενη παραγωγή, απ’ τη λαγνεία του κέρδους. Ένας εξωφρενικός μηχανισμός δυστυχίας και πλούτου. Μια προσήλωση στην από καιρό ποδοπατημένη ζωή, τόσο άκαμπτη και τόσο προγραμματική, που ευτελίζει την κατεξοχήν ανθρώπινη χρήση της νόησης. Που ακυρώνει κάθε υπαρξιακή συνθήκη πραγματώνοντας στην κοινωνία αυτήν και μόνο την εικόνα της βλακείας. Κάνοντας το μεμονωμένο άτομο να στέκεται χωρίς ελπίδα απέναντι στη ζοφερή μοίρα του, γκρινιάζοντας και υπομένοντας, κάνοντας διαχείριση του βιασμού του, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, διαβάζοντας στον τύπο εξηγήσεις διεξοδικές με όλα τα ψευτοαίτια και τα ψευτοεπακόλουθά τους. Απόψεις κι αναλύσεις που δεν βοηθούν κανέναν ν’ αναγνωρίσει τις σκοτεινές δυνάμεις στις οποίες έχει γίνει υποτελής. Μονάχα τυφλή θέληση να περισωθεί το γόητρο της προσωπικής ύπαρξης. Ο καθένας μόνος του κι ο καθένας χώρια, ζωσμένος τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις του περιμένοντας εν μια νυκτί τους αντικατοπτρισμούς ενός ανθηρού μέλλοντος.
Κατ’ αρχήν
Γράφω ποίηση σημαίνει
υπερασπίζομαι την
απλήρωτη εργασία μου.
Διεκδικώ μελλοντικά
αργομισθία ποιητού
πολλά υποσχόμενου
που κάποτε εχάιδεψε
τα βυζάκια των θυγατέρων
του κόσμου ετούτου
κι έγλειψε απ’ τις ρόγες
τη θλιπτή υγρασία και
το ψύχος της βιοπάλης.
Γράφω ποίηση σημαίνει
πολλαπλασιάζομαι επί
αυτή που αγαπώ.
Τυλίγομαι γύρω της.
Φωλιάζω τις λέξεις μου
στο ασημένιο σου πλευρό
ω ποίηση!
Ανήκουστη συνεύρεση με
τις δυνάμεις του σύμπαντος!
Η επικίνδυνη πλάνη των ερώτων
μας κρατά στη ζωή.
Κι η ξελογιάστρα
άρχουσα ηδονή που οδύρεται!
Νυφούλα υπάκουη στην
πρώτη παρόρμηση της φαντασίας.
Ένα ξέκωλο που μου μαθαίνει
ονειροπόληση και αλητεία.
Ορμήνιες του βασιλιά ήλιου
Να συμβιβάζεστε μόνο με τους κανόνες που σας αρέσουν
και σας ικανοποιούν και σας συμφέρουν
Μην συμβιβάζεστε με το τίποτε αλλά με το όλα ή τίποτε
Να είστε εριστικοί στις απαιτήσεις σας
Να λοξοδρομείτε απ’ τα αδερφωμένα κοπάδια
Να μη γίνεστε χυδαίες παρθένες αλλά σεμνές πουτάνες
Μα μην πολεμάτε τη μέλισσα και το άνθος
αλλά τις βιογραφίες ανδρών επιφανών
Να είστε φιλόδοξοι όσο τα φτυάρια που θ’ ανοίξουν το λάκκο σας
Να είστε λουλουδάκια γιατρικά στις πληγές μιας γυναίκας
Να είστε χαδιάρες γάτες
Να απογοητεύεστε όσο χρειάζεται για να νιώσετε τη φρεσκάδα της αλλαγής
Να χορεύετε στο δάσος της μνήμης
Να λεηλατείτε τα αποτρόπαια οχτάωρα με τεμπελιά
Να διεκδικείται
Να μην κρύβεστε
Να μην είστε ταπεινοί μετριόφρονες και σιωπηλοί
Να είστε θορυβώδεις μπροστά στην αποχαυνωτική σιωπή
Μπροστά στα ιωβηλαία και στις κάλπικες αρχαιότητες
στα γραμματόσημα με τις προτομές των δολοφόνων
Να σερβίρεστε μόνοι σας
Και πάλι
Όταν θα βγω στη σύνταξη
Όταν θα πάρω το αιώνιο ρεπό
Όταν θ’ αρχίσω να γαβγίζω
Όταν θα γίνω αρχιεπίσκοπος και νυχτοφύλακας
-σκοτεινός συνωμότης του οίστρου σου-
Όταν νεογέννητος θα βγω απ’ τη γκαστρωμένη μου μάνα
-μ’ ένα μάτσο ερυθρά αιμοσφαίρια κι αγριάδα-
Όταν θα ψοφολογήσω ακυρώνοντας ασφαλιστικά συμβόλαια
και βιβλιάρια λογαριασμών κι ερωτικά γράμματα
Όταν θα βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα
Όταν θα σπάω πλάκα με τους εν Χριστώ αδερφούς
Όταν θα δουλεύω νύχτα στο γιαπί σου
Όταν τα ποιηματάκια μου θα τσαλαβουτάν στο ίδιο τους το αίμα
Όταν τρυφερά και σκληρά ως το τέλος του κόσμου θα σε σκέφτομαι
Όταν θα μαγαρίζω τον υδροφόρο σου ορίζοντα
-υγρά ερωτικά και χημείες του σεξ νικηφόρες
Όταν θα υποφέρω από χαρά και πανουργία
Όταν θα φοράω τα γυαλιά μου και θα σε κουτσομπολεύω
-στους εραστές σου-
Όταν θα κουτσοπίνουμε αγκαλιά
-τρώγοντας πέστροφα ψητή με μανιτάρια-
Όταν τους προλετάριους θα βλέπουμε ν’ ανοίγουν δρόμο
-νέους χάρτες φτιάχνοντας και νέους τόπους
και νέα τρυφερά κορμιά σκεπάζοντας-
Τότε θα είναι που θα θέλω να γράφω ποίηση ακαταπαύστως
Γυμνάζοντας τους μυς της καρδιάς
Κοιτώντας σέ πανέμορφο μαμούνι
Νιώθοντας αγαλλίαση στα δάχτυλα
Απ’ το τρεμούλιασμα των πέπλων σου
Απ’ τους γλυκούς χυμούς σου που σαλεύουν την αυγή, πάλι και πάλι
Ξυραφάκια
Τα πιο αθώα βιβλία δεν έχουν στο τέλος βιβλιογραφία κι οι πιο αθώες γυναίκες είν’ οι πουτάνες που δεν παίρνουν λεφτά.
Μάχη χωρίς στρατηγό. Σώμα με σώμα ο έρωτας.
Η ελευθερία της κίνησης, δε βρέθηκε ποτέ όσο σήμερα, σε μεγαλύτερη αναντιστοιχία με την πληθώρα των μέσων που διαθέτει.
Να υπογραμμίζεις πάντα την εμφάνιση του πραγματικά μαγικού στο βιβλίο του Κόσμου.
Κανείς δεν πιστεύει αληθινά, οι πιστοί είναι κολπαδόροι. Επιδίδονται σ’ ένα τελετουργικό επινοημένης βλακείας με μιαν άκρως μαϊμουδίστικη επιτηδευμένη προσήλωση. Το πλήθος που κυλιέται στη ροχάλα του.
Οι περισσότεροι πτωχοί τω πνεύματι έχουν τον αέρα πλουσίου.
Η επιστήμη με τη συνδρομή της βίβλου σπέρνει στα χαρακώματα αποτρόπαια θαύματα.
Ο κύριος τάδε με την έμφυτη ευτυχία φαλακροκόρακα.
Ξεχαρβαλωμένος και με ορθάνοιχτο στόμα ο πολιτισμός δίπλα στο λογοκριμένο Καμασούτρα.
Γενναιόδωροι οικοδόμοι συνεισφέρουν εργατικά ατυχήματα.
Γκαρσόνια αποχαυνωμένα σαν αλογάκια της παναγίας σερβίρουν των μάνατζερ τη μοναχική ηδονή.
Πουτάνες με τη συγκατάθεση των γονιών.
Όταν ο επίσκοπος ξαλαφρώνει ο διάβολος του κάνει το πορτραίτο.
Ανέκαθεν η αυγή ήταν ιερή, αφιερωμένη στο δήμιο ήλιο της εργασίας.
Μαζικά ένστιχτα αλλοτριωμένα απ’ τα θέλγητρα αντρών επιφανών.
Ω ζητιανιά! Με χαρτονομίσματα οι περαστικοί σκεπάζουν τη γύμνια σου, που τους πληγώνει.
Η εξομολόγηση είναι η αποχέτευση της ανθρώπινης υποκρισίας.
Ιστορικοί του Γέιλ μαγειρεύουν ομελέτες από σαπίλες πολέμων. Δεν ξεχνούν τον ταγματασφαλίτη πατέρα που τους σπούδασε. Τις οδοντογλυφίδες στις ουρήθρες, τη φάλαγγα, τα ηλεκτροσόκ, τα κλύσματα, τους ξυλοδαρμούς. Παιδιά λυσσάρικα, όλο σόλοικες αναμνήσεις από ταριχευμένα ζώα στα παιδικά τους δωμάτια. Μνήμη του λαού μου που σε λένε Μάλλιο.
Ματατζήδες παράνυφοι συνοδεύουν το κουτσό γέρικο άλογο της εξουσίας στην εκκλησία.
Ντροπιασμένοι από θηλυκές υπάρξεις. Καλόγεροι στο μεγάλο στάβλο του θεού.
Η μεγαλοφυΐα της ιερόδουλης είναι η ζαλιστική μονοκοπανιά.
Ονειρεύτηκα την κόλαση. Και βέβαια εκεί μέσα έκανε και γαμώ τις ζέστες.
Αμόκ
Καταλογίστε μου το ακαταλόγιστο.
Όταν με πιάνει αμόκ και γράφω και
σφίγγω το γραφτό απ’ το λαιμό. Σαν
τη σφίγγα σφιχτός και φειδωλός
όπως με θέλει ο οίστρος κι η έμπνευση
όλος σαρκικός και σαρκαστικός με
τεντωμένα χειλάκια στο ύψος της
τάδε οδού. Να περιγράψω προχείρως
τον υγρό πυρετό Πακιστανού στα
φανάρια. Να αγορεύσω διασυρμούς,
νεοπλασίες, εγώ ο ζηλωτής των
στηλιτεύσεων, ο ανταποκριτής του
αιδοίου, ο προστάτης των οργασμών
να πάρω θέση στα κοινά, να κοινωνήσω,
να βουλώσω τρύπες. Γλωσσόφιλο να σκάσω
στη συντέλεια και τις μεγαλοστομίες μου
να διαθέσω στον ακραιφνή του κόσμου
ουμανισμό, ν’ αφήσω δάφνες κι ένα
κάθισμα ζεστό στη νέα γενιά που
την απειλούν εξωτικές γρίπες και
κάτι γκόμενοι του εξωτερικού
πολύγλωσσοι και πολυπλόκαμοι που
πασχίζουν να της κάνουν τον κώλο φουγάρο
και να τη συνετίσουν με παλαιές ένδοξες
κατοχικές μνήμες.
Θα
Θα σας δώσουμε μάθημα σκληρό.
Θα σας βουλώσουμε τ’ αυτιά και τα μάτια.
Θα σας ερωτευτούμε με άτσαλο τρόπο.
Θα σας τάξουμε θεραπείες θα σας δώσουμε
υποσχέσεις με το τσουβάλι. Νέα δεδομένα.
Θα σας κλείσουμε στην κλινική. Θα σας
στείλουμε ανεμοστρόβιλο, αφρόλουτρα,
μητριές που περίσσεψαν απ’ τα παραμύθια.
Θα σας βάλουμε να κουβαλήσετε τη γη.
Τον καλόγερο με την τρομερή του νηστεία.
Θα σας βάλουμε να κατασκευάσετε
σταυρόλεξα. Θα σας βάλουμε να κυβερνήσετε
εκ περιτροπής. Θα σας βάλουμε να καθαρογράψετε
το κενό. Το ποίημα που γράψαμε για το κενό.
Θα σας βάλουμε σε άσυλο. Θα σας στείλουμε
σχολείο. Θα σας στείλουμε στο στρατό. Θα
σας χαρίσουμε προφυλαχτικά για να
προφυλαχτείτε και να προφυλάξετε.
Θα σας χαρίσουμε διακοπές στο Μπαλί.
Σεξοτουρισμό, μοναχικό δωμάτιο στον
Ευαγγελισμό. Θα σας γνωρίσουμε τη Θεοτόκο
και το βρέφος της. Θα σας διορίσουμε
στην τράπεζα. Θα σας εκμοντερνίσουμε.
Θα σας κάνουμε Σλάβους. Θα σας δώσουμε
οικόπεδο στο Σχιστό. Θα σας γαμήσουμε τη μάνα. Θα
σας κάνουμε να σκύψετε. Θα σας κάνουμε
να κάνετε παιδιά. Θα σας στείλουμε αδιάβαστους.
Θα σας κάνουμε βιβλία, τυπογραφία, σινεμά.
Θα σας κάνουμε στρατηγούς και μάνατζερ.
Θα σας κάνουμε κερδοφόρες εταιρίες. Θα
σας κάνουμε εταίρες. Θα σας κάνουμε
ανεμογεννήτριες. Θα σας πουλήσουμε φτηνά.
Θα σας κάνουμε δωρεές οργάνων και
μεταρρυθμίσεις. Θα σας χτίσουμε κοινοβούλια.
Θα σας διδάξουμε διδακτισμό και ουσία.
Αγροτουρισμό, διακοπτόμενη συνουσία.
Θα σας διδάξουμε γενοκτονία, αφανισμό.
Τις Κυριακές θα σας μάθουμε πόλεμο στη
Βαρυμπόμπη και στον Αυλώνα. Θα σας κάνουμε
ήρωες. Θα σας κάνουμε στιφάδο. Παράτολμη
ποίηση θα σας στολίσουμε. Θα σας μάθουμε
την οπισθοχώρηση. Θα σας επανδρώσουμε
τον ανδρισμό. Τα κοινωνικά ιατρεία.
Τα κοινωνικά κομμωτήρια. Τον κοινωνικό
οργασμό. Θα σας δώσουμε κουφέτα. Θα
σας χαρίσουμε καταφύγια και σακίδια
διαφυγής στο εξωτερικό. Θα σας κάνουμε
ολυμπιονίκες. Τραπεζίτες και φρονιμίτες.
Θα σας δώσουμε το κουστούμι μας και το
καπέλο μας. Τις συνήθειες και τα κουτάλια μας.
Θα σας δώσουμε τα κότερά μας και τις
γυναίκες μας και τις χώρες που μας φέρατε
λάφυρο. Θα σας δώσουμε τα λεφτά μας.
Ότι έχουμε και δεν έχουμε. Προπάντων
κοινωνικές παροχές. Θα σας δώσουμε κώλο.
Θα σας αφήσουμε να μας κάνετε το
οθωμανικό. Θα σας χαρίσουμε το Ισραήλ.
Την Κουάλα Λουμπούρ, το Ντα κάπο και
το Φίλιον. Θα σας δώσουμε πίσω τους διανοούμενους
και τους γελωτοποιούς, το φορμαλισμό,
το Φρανκενστάιν, τη Λευκωσία, την κόκκινη
γραμμή. Θα σας δώσουμε φιλί ρουφηχτό.
θα σας μάθουμε βίτσια, επανάσταση
ανταρτοπόλεμο, σαδισμό. Θα σας κάνουμε
κουτάβια, απεργοσπάστες, μαυραγορίτες.
Θα σας μάθουμε τον κώδικα τον αστικό.
Θα σας κάνουμε ξανά κυρίαρχο λαό.
Η μεγάλη νύχτα
Μνήμη Μουαμάρ Καντάφι.
Όταν άρχισαν οι άνθρωποι να καταγράφουν τις τρέλες και τα εγκλήματά τους και να μεταφέρουν από γενιά σε γενιά το φυτίλι της ματιάς τους πάντα μ’ ένα τεχνητό τρόπο ώστε τα γεγονότα να μπορούν να μιλάνε από μόνα τους, τότε αρχίζει σχεδόν και η μεγάλη νύχτα. Ασήκωτοι τόμοι ιστορίας, άπειρα μικρογεγονότα μεταξύ βλακείας και παραλογισμού με αντιπάλους οπαδούς και στρατιώτες. Ανθρώπινες μάζες και γυναικόπαιδα σωριασμένα στα χαντάκια της πατρίδας. Η αριθμητική είναι πάντα το ζητούμενο του πολέμου. Το θετικό πρόσημο στη διαφορά κάνει το νικητή. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία του πολέμου. Διδασκόμαστε νηφάλια την πιο εξευτελιστική ανθρώπινη συνθήκη. Την πιο ντροπιαστική υπαρξιακή αισχρότητα. Θρησκείες, πολιτικές, οικονομίες συγκρούονται με πάταγο και τρυπώνουν μέσα στο σκοτεινό και σαθρό οικοδόμημα της ιστορίας του πολέμου που μεσ’ τις κρυψώνες και στις γωνιές της έχουν φωλιάσει τα πιο χαμερπή ένστικτα. Ένστικτα τεντωμένα σαν τα άντερα σφαγμένου ζώου, αποκυήματα πάλης και ανταγωνισμών. Για να φτιάξεις πόλεμο χρειάζεσαι μαγιά. Η μαγιά είναι οι πιστοί της ιδιοκτησίας και κάθε ωραιότατης αυταπάτης με καλούς και κακούς. Τα βιβλία ιστορίας σμικρύνουν τόσο τη ζωή που στο τέλος απομένει ο φόνος και το κακό και το χρήμα για τις μελλοντικές ραδιουργίες. Με μια πομπώδη σοβαρότητα ο ιστορικός εξοπλίζει τα νέα τηλεγραφόξυλα του πολέμου. Ο άνθρωπος τελικά μαθαίνει από την ιστορία. Μαθαίνει να επαναλαμβάνει με δραματική ακρίβεια τα ίδια λάθη αφού ως κόρην οφθαλμού προστατεύει την αρπαχτική του δεινότητα. Μαθαίνει να συμβιώνει με την αφόρητη συναλλαγή του δούναι και λαβείν. Στο κέντρο όλων των ζωτικών συμφερόντων είναι ισοπεδωτικά το χρήμα όχι ως αξία αλλά ως παράγωγο εκμετάλλευσης, αφού απ’ την άλλη είναι φραγμός μπρός στον οποίο παραλύει κάθε ανθρώπινη σχέση παραλύοντας με τη σειρά της κάθε φυσικό και ηθικό πεδίο. Ένας φαύλος κύκλος μιας παράδοξης συνθήκης. Αυτοί που δεν το έχουν το παρέχουν αφειδώς σ’ αυτούς που το έχουν. Κι αυτοί που το έχουν το διατηρούν γιατί δεν το μοιράζονται μ’ αυτούς που τους το παρέχουν. Κι όταν φτάνει ο κόμπος της υπερσυσσώρευσης στο χτένι και κινδυνεύουν να το χάσουν το χρήμα μεταμορφώνεται σε στρατηγό, δημοκράτη ή φασίστα, έτοιμο να σφάξει το παιδί που ξεγλιστρά απ’ τη μήτρα της μάνας. Ο πόλεμος είναι στ’ αλήθεια η μαμή της ιστορίας. Μια μαμή δολοφόνος. Μια μαμή φωτογραφημένη σε όλα τα βιβλία. Σε όλα τα σαλόνια και τα μουσεία. Μια μαμή που ξεπουλάει το γεννητούρι στους χίλιους διαβόλους του ορίζοντα κι έπειτα αναθέτει ανοικοδόμηση σ’ αυτούς που έχουν το χρήμα για να το κυκλοφορήσουν και να το αυγατίσουν. Μια μαμή δούλα και μια μαμή εξουσία. Παλαιά θεούσα νέα πουτάνα. Εργοδότισσα νεαρών αρχιτεκτόνων της δύσης που πήραν την πρώτη τους δουλειά. Τους καμπινέδες στο αεροδρόμιο του Γκανταμές. Χέστρες στη έρημο και στην υπερ-Σαχάρια ματαιοδοξία του κατακτητή.
Μαύρα πανιά
Οι πλούσιοι τα λένε στον ψυχαναλυτή, η μεσαία τάξη στον ψυχολόγο κι οι φτωχοί στον παπά. Το βασίλειο του δυτικού πολιτισμού έχει στο κέντρο του την εξομολόγηση. Όλες οι ηθικές προκαταλήψεις αντιλαλούν μια κραυγή μάχης. Οι τάσεις για εκμυστηρεύσεις αντιστοιχούν σε μιαν άκρως λεπτεπίλεπτη κλίμακα. Απ’ τις υποσημειώσεις στο περιθώριο ενός βιβλίου μέχρι το χαρτονόμισμα στην καλτσοδέτα της ιερόδουλης, ένας αναγνώστης της ζωής διασταυρώνει τα πυρά του με το χρόνο. Ο χρόνος μας σπρώχνει στην αμαρτία. Στο μη αποδεκτό. Στη λοξή δημόσια πράξη. Η παρόρμηση είναι κλάσμα του χρόνου. Στον παρορμητικό αποδίδεται μονίμως άδικο. Στοχοποιείται με τραύματα κι ανεκπλήρωτα απωθημένα απ’ την ακαδημαϊκή αναλυτική σαβούρα. Απ’ τους αμερόληπτους γονιμοποιούς του αποδεκτού που έφτιαξαν συνθήκες εγκλεισμού όχι για να περιορίσουν αλλά για να παραδειγματίσουν. Η αρρενωπότητα της εξομολόγησης έγκειται σε μια ψυχολογική επίθεση. Η μαζική κατασκευή ψυχολόγων έρχεται να καλουπώσει την έλλειψη έμπνευσης και κριτικής σκέψης. Έρχεται να εφεύρει νέους κατά φαντασίαν ασθενείς, αδύναμους που συνωστίζονται σε τζαμιά, εκκλησίες και πρωινές προσευχές, κανονικότητες ενός όχλου που προελαύνει σε ουρές και σε ταμεία, αγοράζοντας με δόσεις, επιθυμίες και ανάγκες, φυτευτές απ’ τη φλύαρη κατευθυνόμενη ηγεμονία του πλούτου. Ο πλούτος φθείρει πρώτα τον φτωχό κι όχι τον πλούσιο. Ξεζουμίζει αναπάντεχα κάθε δυναμική ικμάδα της εργατικής του δύναμης, αφού αυτή είναι προορισμένη να δημιουργεί όλο και μεγαλύτερο περίσσευμα όχι για την ίδια αλλά για τη διαμεσολαβημένη ισχύ τρίτων. Η εξομολόγηση προαπαιτεί την αμαρτία. Ο μοντερνισμός πήγε την εξομολόγηση στα γραφεία. Όταν οι κοινωνίες καταντούν από ανάγκη ή απληστία, να εκφυλίζονται τόσο που να μην μπορούν να δεχτούν τα δώρα της φύσης, παρά μόνο με αρπαχτικό τρόπο, για να τα πουλήσουν σε ευνοϊκή τιμή στην αγορά, οι άνθρωποι κομπάζουν και πουλιούνται ξεδιάντροπα στους κάθε λογής ψυχαναλυτές, ψυχολόγους ή παπάδες θρυμματίζοντας κάθε συμπαντική ακτινοβολία και κάθε ποιητική μονάδα της ζωής που ξεχειλίζει. Η ανθρώπινη εφυΐα βορά στους τσαρλατάνους και στους διεκπεραιωτές συμπεριφορών. Καυλωμένοι βιαίως εκδιωγμένοι απ’ το βύθισμα στον εαυτό τους. Μαύρα πανιά.