Καταλογίστε μου το ακαταλόγιστο.
Όταν με πιάνει αμόκ και γράφω και
σφίγγω το γραφτό απ’ το λαιμό. Σαν
τη σφίγγα σφιχτός και φειδωλός
όπως με θέλει ο οίστρος κι η έμπνευση
όλος σαρκικός και σαρκαστικός με
τεντωμένα χειλάκια στο ύψος της
τάδε οδού. Να περιγράψω προχείρως
τον υγρό πυρετό Πακιστανού στα
φανάρια. Να αγορεύσω διασυρμούς,
νεοπλασίες, εγώ ο ζηλωτής των
στηλιτεύσεων, ο ανταποκριτής του
αιδοίου, ο προστάτης των οργασμών
να πάρω θέση στα κοινά, να κοινωνήσω,
να βουλώσω τρύπες. Γλωσσόφιλο να σκάσω
στη συντέλεια και τις μεγαλοστομίες μου
να διαθέσω στον ακραιφνή του κόσμου
ουμανισμό, ν’ αφήσω δάφνες κι ένα
κάθισμα ζεστό στη νέα γενιά που
την απειλούν εξωτικές γρίπες και
κάτι γκόμενοι του εξωτερικού
πολύγλωσσοι και πολυπλόκαμοι που
πασχίζουν να της κάνουν τον κώλο φουγάρο
και να τη συνετίσουν με παλαιές ένδοξες
κατοχικές μνήμες.