Κυρά εσύ που ψάχνεις την αγάπη
και τον έρωτα κι άλλες αποδεκτές
αμαρτίες του μέσου όρου κι έναν
σκοπό στη ζωή και χάδια στον
γυμνό σου λαιμό κι ένα κύκνειο
άσμα ανακατωτά με φιλιά και
φεγγαρόφωτα και μιαν εμπειρία
να σε σκορπίσει στου ορίζοντα
τα τέσσερα σημεία, απόλαυσε
τώρα κρυφά με το δάχτυλο την
ηδονή, το μίσχο του φαλλού
φαντάσου, στα τροπικά δάση
του αιδοίου να βυθίζεται, στα χάη.
Κυρά που ψάχνεις την αγάπη να ‘βρεις πάλι,
την αμαρτία να εγκολπώσει μες στα χάη,
το χοντροδάχτυλο σα φαλλικό κεφάλι
βάλε και κούνα το να σε αγκομαχάει.
Κυρά βυθίσου. Η ηδονή σκοπός δεν είναι.
Μόνη, κρυφά, τροπαιοφόρε, χύνε. Χύνε.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
και φαντάσου λέει οι ηδονές να συναντιόντουσαν κρυφά. απύθμενο χάος, απόλαυση γλυκιά.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
ευτυχώς που υπάρχει κι αυτό. αγάπη να ρέει στα δάχτυλα, να ρέει και στις καρδιές μας. καλή σας μέρα ασυμβίβαστε ποιητή…να είστε καλά.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Φίλοι αγαπητοί και σύντροφοι δια-δικτυακοί
Επειδή με γαργαλάνε οι παραλλαγές και μου φτιάχνουν το κέφι δεύτε λάβετε μερικά πρόχειρα Λίμερικ χτισμένα πάνω στην Κυρά…… βιαίως υπονομευμένα απ’ το βουκολικό εξπρεσιονισμό της ζωής. Η απελευθερωτική δύναμη του μαύρου πορνικού χιούμορ. Με αφορμή τον tamistas……….
Κυρά εσύ που ψάχνεις την αγάπη
Και κρέμεσαι γυμνούλα απ’ τον πούτσο του αράπη
Διάβασε και ξεσκόλισε όλο το κάμα σούτρα
Να δεις πόσο είν’ τονωτικό το χύσιμο στα μούτρα
Κυρά εσύ που καύλωσες για αγάπη
***
Ήτανε μια κυρά απ’ την Κομποθέκλα
Που ήθελε να γαμιέται σε καρέκλα
Κι οι εραστές της πάθαιναν λουμπάγκο
Για να ισιώσουν πλάγιαζαν στον πάγκο
Έτσι περνούσε τη ζωή η κυρά απ’ την Κομποθέκλα
***
Ένα γιαούρτι έτρωγε η κυρά του λιμανιού
Μα ήταν ώρα για το γεύμα του μουνιού
Και τότε έψαχνε η κυρά για να’ βρει πέος
Να κάνει μ’ αυταπάρνηση η φύση της το χρέος
Έτσι βούλωνε τρύπες η κυρά του λιμανιού
***
Κυρά που σ’ έπαιρνε ο στόλος από πίσω
Άσε με τώρα μέσ’ τον κώλο σου να χύσω
Άραχλα όλα μάταια και μαύρα
Μέσ’ το μουνί σου κρύφτηκε μια σαύρα
Κυρά εσύ που μπέρδεψες το μπρός με το ξω-πίσω
***
Ήτανε μια κυρά που γούσταρε ένα αγόρι
Μ’ αυτό πηδιόταν με το διάκο το Γρηγόρη
Στις χαρτορίχτρες έτρεχε να ρίξει τα χαρτιά
Φυρή κι ολοφυρόμενη να βρει παρηγοριά
Αυτή η κυρά που γούσταρε έν’ αγόρι.
***
Ήτανε μια όμορφη κυρά απ’ τη Ζαγορά
Μήλα πουλούσε στην υπαίθρια αγορά
Μα είχε μια συνήθεια να μη φορά βρακί
Κι όλοι οι νοικοκυραίοι ψώνιζαν από κει
Κι έγινε πλούσια η κυρά απ’ τη Ζαγορά
***
Μια φορά κι έναν καιρό η κυρά Φροσύνη
Τρύπωσε μέσα σ’ ένα ποίημα του Δροσίνη
Και το Μαβίλη ενέπνευσε να γράψει ένα σονέτο
Πως ζέσταινε με το μουνί, ψωλές, σα νάταν καμινέτο.
Στης παγωμένης λίμνης τα νερά η κυρά Φροσύνη.
Υ.Γ
Τα λίμερικ (limerick) είναι ποιήματα σύντομα, σατιρικά ή απλώς κωμικά, «δίχως νόημα». Ξακουστά είναι εκείνα του Έντουαρντ Λιρ (Edward Lear), που το 1864 δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή με λίμερικ, με τον τίτλο The book of nonsense. Τον Λιρ τον μιμήθηκαν μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Σουίνμπερν, ο Τένυσον, ο Κίπλινγκ, αλλά μάλλον δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν.
Στην Ελλάδα, πρώτος που αποπειράθηκε να γράψει λίμερικ είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Μάλιστα, πήγε να αποδώσει τον όρο στα ελληνικά με τη λέξη «ληρολόγημα», συνδυάζοντας το όνομα του Λιρ με τη λέξη «λήρος», που σημαίνει τρελή κουβέντα, ασυνάρτητα λόγια. Το 1975 εξέδωσε μια συλλογή από λίμερικ, με τον τίτλο Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά.
Τα λίμερικ ομοιοκαταληκτούν συνήθως αα-ββ-α.
Ο πρώτος στίχος περιέχει την παρουσίαση του πρωταγωνιστή
Στον δεύτερο αποκαλύπτεται η ιδιότητά του.
Στον τρίτο και τέταρτο έχουμε την πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας.
Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στην εμφάνιση ενός τελικού επιθέτου ή παραλόγου ή κάνει επανάληψη με παραλαγή του πρώτου στίχου…
α.α
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
xaxa,liwnwwwwwwwwwwwwwwwwww
Μου αρέσει!Μου αρέσει!