Πλατεία Κοτζιά

Είναι η μέρα που διαδηλώνουν για το Μωάμεθ.
Με τα ματωμένα πόδια τους σα να ’χουν βγάλει μόλις τους επιδέσμους.
Σαν άμαχοι σε σχολικά βιβλία.
Κακόκεφοι και κουρασμένοι και καχύποπτοι.
Φτάσανε στην Ευρώπη περπατώντας.
Σαν γέρικες αγελάδες στο λευκό τους πετσί τουρτουρίζοντας.

Γαλήνια πετροβολούν τους Ματατζήδες.
Κι η πυροσβεστική τους καταβρέχει σαν φλεγόμενες δεντροστοιχίες.
Ούτε ουρλιαχτά, ούτε παρακάλια.
Από μικρά δρομάκια το σκάνε, να φτάσουν στις συνοικίες.
Σε κάποιο ρηχό υπόγειο να ταΐσουν τις αδέσποτες γάτες.

Και τον κατοικίδιο να προσκυνήσουν θεό.
Δίπλα στις αράχνες και τους φόβους
και το σκοτάδι που τιτιβίζει υπνωτισμένο.

Το παιδί

Το κράτος προστατεύει τα δικαιώματα του παιδιού εκτός απ’ το δικαίωμά του να έχει δικαιώματα. Το παιδί παύει να είναι παιδί όταν μπει στην ηλικία που μπορούν να το κλείσουν φυλακή. Όταν θα γίνει έρμαιο των κριτών. Σε όσους προσφέρει υπεραξία για να του χυτεύουν τιμωρίες. Το παιδί είναι το αρχέτυπο του καταναλωτή. Οι ρυθμιστές του χρήματος που αγοράζουν και πουλάνε οδύνες έχουν στήσει ένα εργαστήριο επιδιορθώσεων των πατικωμένων υπάρξεων. Το εμπόρευμα με ανθρώπινο πρόσωπο. Τα παιδιά είναι τα μελλοντικά μέσα παραγωγής. Χωνεμένα σε καρικατούρες ρόλων. Οι μικροαστικές γονεϊκές αυταπάτες μετατρέπουν από νωρίς τα τέκνα τους σε εργαλεία εργασίας. Μετά απ’ τη δόξα του να πεθαίνεις υπέρ πίστεως και πατρίδος ήρθε η δόξα του να ζεις για την εταιρία και να χρυσώνεις τα δεσμά και τα σιρίτια της μισθωτής σου σκλαβιάς. Όσο πιο βέβηλος ο κόσμος τόσο πιο παιδοκεντρικός. Μια ψύχωση πλανιέται πάνω απ’ τους ευγενείς καταναγκασμούς. Βίαιοι νεανικοί σπασμοί απ’ τη μια και απ’ την άλλη προστασία της αθωότητας. Τα κομμάτια της κοινωνίας που δεν διαθέτουν αποθέματα πλούτου κατέχουν μόνο τα παιδιά τους. Έχουν στην ιδιοκτησία τους πλάσματα που συντηρούν και μορφώνουν με κρατικά κεφάλαια για να εξοπλίσουν αύριο το οπλοστάσιο διαχείρισης της δυναμικής του χρήματος. Όταν τα παιδιά σταμάτησαν να είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμα απ’ τη μέγγενη της αχόρταγης παραγωγής η κοινωνία ανακάλυψε την παιδική ηλικία ως μια τελείως ξεχωριστή στιγμή στη ζωή, η οποία για να ενταχθεί στην κοινωνία θα πρέπει να επιμορφωθεί συστηματικά. Το έγκλημα και τη βία τα διαιωνίζουν πρώην παιδιά. Ξεχνάμε συχνά πως ο εγκληματίας υπήρξε κάποτε παιδί και το έγκλημά του είναι ένα ιδιάζων σημείο της εντροπίας της εκπαίδευσής του. Το έγκλημα είναι συχνά η απελευθέρωση απ’ τα δεσμά της προληπτικής καταστολής. Μέσα στο περιτύλιγμα του ενήλικα εαυτού μας βρίσκεται ένα πληγωμένο παιδί. Χαστουκίζουμε τα παιδιά ή τους κάνουμε ευγενικά κηρύγματα λίγο πριν γνωρίσουν τους ομοϊδεάτες τους στο σαλονάκι του ψυχολόγου. Εκεί που θα στηθεί διαλεκτικά ο πόλεμος πέους εναντίον κόλπου. Εκεί που το σύγχρονο κράτος ως καλοκάγαθος δικτάτορας κάνει τη διανομή των ρόλων και σκηνοθετεί τις συγκρούσεις στα οχυρά της οικογένειας. Όσο πιο ανθρωποφαγική η κοινωνία τόσο υμνεί τους αδύναμους που η ίδια έφτιαξε για να θρέφεται απ’ αυτούς σαν το αρπαχτικό που ξεσκίζει σάρκες ενώ προσποιείται πως βοηθά. Τα πριονιστήρια των επιθυμιών μας δουλεύουν με το πετρέλαιο της θρησκείας και τα σπίρτα της μεταφυσικής. Κι έτσι χορεύουμε πάνω στα πριονίδια κάθε κοινωνικής ήττας που κολακεύει τον κομφορμισμό μας.

΄Αι γαμήσου Αγία Πετρούπολη

Η γλώσσα βγάζει τη γλώσσα στη γλώσσα. Όσες, με βυζάκια νωθρά, αποστήθισαν αφηρημένα στη βροχή, την απλωσιά ενός σπαραχτικού ρεαλισμού εγίνανε ποιήτριες. Εγίνανε κομμώτριες ή εργάτριες του έρωτα στη Βενετία του Βορρά. Εκεί που ο ποιητής Λένιν χορηγούσε στους μπολσεβίκους χαβιάρι και βότκα και κριτική σκέψη σκηνοθετημένη με τον ιστορικό υλισμό των παλαιών χρόνων και τις αστείες υποθέσεις των τσάρων που ευλογούσαν τα στρατεύματα με ορθόδοξους σαγηνευτές. Με τους Ρασπούτιν κάθε χυδαίας ακρότητας και κάθε τεχνολογίας που οδηγούσε στον Άδη. Εκεί που αργότερα κόχλαζαν τηγάνια με μπακαλιάρους στις καντίνες των κολχόζ κι έπαιρναν γραμμή οι εραστές για το νέο κόσμο και τις όπερες. Όμως όπως πάντα τα τέκνα σχεδίασαν πλιάτσικο και χαβαλέ κι άλλαξαν ονόματα και αριθμούς και τύλιξαν το κεφάλι τους με νάιλον σακούλες για να μαστουρώσουν από ασφυξία και να ονειρευτούν φέουδα λαμπρά των δυτικών και παρακμή με αγαθά στων υπόγειων πόθων τα χαντάκια. Αλωνίσανε των αφοσιωμένων κυράδων την αργοσάλευτη λίμπιντο και τα τρακόσια γεφύρια. Έπνιξαν τις γυναίκες και τον έρωτα, ρημάξανε τον πλούτο κι έψαλαν το τρισάγιο πάνω στους τάφους του κόκκινου στρατού που χνούδιασε στ’ απέραντα νεκροταφεία του Βερολίνου. Εκεί που μπήκε νικητής και βγήκε νικημένος αφού ο Κυρίαρχος του μάτωσε τη λαλιά και του διέφθειρε την τεμπελιά με ιδιοκτησία. Με απολαύσεις επί πληρωμή κι εταιρίες αγίων και θαυμάτων. Λεωφόρους με παγκάρια σπέρνοντας και υποσχέσεις για εύκολο γαμήσι κι εύκολη πρόσβαση στο ψυγείο του αστού. Χτίζοντας νέα τζάκια, επανδρώνοντας με πόνο και μισθωτή σκλαβιά τον πρώην χωρικό που τεμαχίστηκε για να χωρέσει στο φιλελεύθερο μαντρί των συμμάχων. Κι έγινε λούμπεν ξανά κι αγνώριστος παχύσαρκος. Με οδηγητές τα στομάχια των επισκόπων και τις κάριες της παραφοράς. Καταβροχθίζοντας κάθε τόσο ψευδαισθήσεις του προσφιλούς μέλλοντος.