Τελικά όλες αυτές οι σκέψεις
κι όλες αυτές οι λαχτάρες.
Κι όλα αυτά τα ποιήματα
πεταμένα σαν άπλυτα
στο δάπεδο του μπάνιου.
Χτισμένες σκέψεις
και χτισμένες λαχτάρες
κάτω από μισές λάμπες
και μισές στιγμές.
Χωρίς κανόνες.
Ορμητικά και βίαια
μυρίζοντας τα ζωντανά πράγματα.
Τη μουνίλα ή το χώμα μετά τη βροχή.
Σχεδιάζοντας με το χέρι έναν αόρατο ορίζοντα.
Λέξεις που θα συμπονέσει
κάποιος καταδικασμένος σαν εμένα.
Κάποιος ευτυχέστερος θνητός
που θα καταναλώσει τις τρομαχτικές μου σκέψεις
σκεπτόμενος κοτσύφια να κάθονται σε γαϊδουράγκαθα
και νερόφιδα να γλιστρούν σε αμμουδερούς βάλτους.
Month: Δεκέμβριος 2012
Αφηρημένη με διασχίζεις
Αφηρημένη με διασχίζεις
κι ας στραβώνει η αγάπη κάποτε
κι ας κλονίζεται ο κόσμος
και σου χαϊδεύω τώρα τα μαλλιά
αργά, πολύ αργά
αφού δεν ανήκεις πια σε κανένα
και το χέρι μου πιάνει το δικό σου
και νιώθω τη ζωή να χτυπά στη χούφτα σου.
Είμαστε ξένοι, μέσα στη νύχτα και το σκοτάδι.
Πλάσματα που αναζητούν το ένα το άλλο
πριν έρθει η μέρα και το πρώτο φως.
Έχουν τον τρόπο τους οι όμορφες
Έχουν τον τρόπο τους οι όμορφες
κι αργοσαλεύουν. Τα χείλη τους
σκέφτονται και χωράν ένα ολόκληρο
αρσενικό. Τα δάχτυλά τους χαμογελούν
στο χειμωνιάτικο ήλιο. Στα σπίτια τους
δεν έχουν κουρτίνες αφού δεν έχουν
να κρύψουν τίποτε. Σαν τους προτεστάντες.
Τα βράδια μπορεί να δεις να παρασύρουν
κάποιον καταμεσής στ’ αυλάκια
της γύμνιας τους. Της παραδομένης
στους δολοφονικούς ανέμους της καύλας.
Φτωχοί
Οι φτωχοί θάβουν τους νεκρούς τους μ’ ένα είδος ντροπής
Σφηνώνονται άγαρμπα στις κακοτοπιές
Όλο ευαισθησίες και ανεξακρίβωτα μισόλογα
Σιγοβράζουν αναρχικά τροπάρια μέσα τους
Έρωτες πνιγμένοι στα συνέδρια της διανόησης
Όλο τρύπιες κάλτσες κι ανήκατε μάχαν στον πρωινό ήλιο
Περασμένοι σ’ εκρηχτικές νουβέλες δίχως
κοινωνικές αλλαγές, ονειρώξεις και σταυροφορίες
Σημαιούλες ποδοπατημένες ενός ράθυμου εθνικισμού
Στα εντόσθια μέσα του σκιαγμένου κόσμου
που θα βγει μια νύχτα ξεβράκωτος πάλι στους δρόμους
Διαγράφοντας αντιποιητικά γεγονότα αιώνων
και οικόσιτα ήθη της μιας στιγμής
On the road
Το κρύο είναι αφόρητο σ’ αυτό τον πλανήτη.
Κι η ζέστη επίσης. Εδώ, σ’ αυτό τον πλανήτη
οι ιερείς έχουν ακλόνητο άλλοθι την ηθική τους.
Κι ο Έβρος ποταμός είναι μια καταχθόνια ιστορία.
Όλο συντέλειες και τραγωδίες ανθρώπων της Ανατολής.
Σπαρμένα κορμιά δίπλα σε σούπερ μάρκετ με προσφορές.
Αγάπη αραδιασμένη αντικριστά στη λαιμαργία
στα ωραία μας λιβάδια και στα ωραία μας δάση.
Τώρα κρατώ σημειώσεις, την ονειρεύομαι γυμνή.
Την ώρα που η μικρή οθόνη καταβροχθίζει
τις μεγάλες μου σκέψεις
και τις ποιητικές μου σκευωρίες.
Ωραία συννεφιά
Ωραία συννεφιά
που όλο κερδίζεις οπαδούς
και με κάνεις να γράφω ποίηση
θηλυκιά εσύ, που σκορπίζεις
τα χνώτα σου σε αγρούς
και κορμάκια
κάτω από έναν ήλιο αχάτη
έτοιμο για επίθεση
στ’ ανατριχιασμένα χνουδάκια
που αφέθηκαν στη χαρμολύπη
και την υγρασία σου
τετραγωνίζοντας ευθυτενώς
τον ίλιγγο που αφήνει το αεράκι
αυτό που σε πάει καταπάνω
στα φυσίγγια και τις αστραπές
μουσκεύοντας τη γοερή διάνοια
των σκιάχτρων και τα εσώρουχα
των καυλωμένων κοριτσιών
που στοιχειώνουν
τα τρομερά μας ποιήματα.
Οι στρατιώτες στον ύπνο τους
Οι στρατιώτες στον ύπνο τους
κουρσεύουν πολιτείες.
Πέφτουνε χτυπημένοι
στα πεδία των μαχών.
Οι δικηγόροι βγάζουν λόγους.
Αγορεύουν, βλέποντας νόμους
κι ένοχους μπροστά τους.
Οι σπαγκοραμμένοι μετρούν
τις πεντάρες τους και τις θάβουν στη γη.
Οι κυνηγοί ορμάν με τα σκυλιά τους
κι οι ναύτες βλέπουν
το καράβι να βουλιάζει.
Κυράδες γράφουν ραβασάκια
σε θερμούς εραστές. Κυνηγόσκυλα
μυρίζουνε στον ύπνο τους λαγούς
με πετραχήλια. Κι οι συμφορές
της μέρας κι οι χαρές
στον ύπνο ζευγαρώνουνε. Γιατί
ο ύπνος είναι πέρασμα στον εφιάλτη.
Και στους ερωτικούς μηρούς. Στην
κόλαση και στον παράδεισο.
Στην αρχή και στο τέλος. Είναι
σκαρφάλωμα στο δέντρο της ζωής.
Είναι το πέρασμα στις ατέλειωτες
πλεκτάνες. Η θηλυκή σχισμή. Εκεί
που οι καύλες μας ταΐζουνε
τ’ αδέσποτα συμβάντα.
Βασιλική οδός
Όταν θα τελειώσουν οι απόψεις
κι όλες οι όψεις θα μοιάζουν ίδιες
κι απ’ τα σκεπάσματα θα βγαίνεις νωρίς
για να μαζέψεις ξύλα και χόρτα
να φτιάξεις πίτα και να ζυμώσεις ψωμί
-τον πλανήτη αγναντεύοντας
με τη φάτνη του και τις μαύρες του τρύπες
χωρίς τηλέφωνα και κλήσεις
και κάτωθι υπογεγραμμένους-
τότε θα βρεις τη βασιλική οδό
θα ξαναδυναμώσει το σπέρμα σου
και τα δάχτυλά σου θα χαϊδέψουν
τα λυχναράκια της Ανατολής.
Τις ανεμώνες στα λιβάδια τις πέτρες
στην ακροποταμιά τις καταιγίδες και
τα κριάρια κι όλα τα φεγγαράκια των
υπερουράνιων κόσμων. Κι όλες τις καύλες
και τη γλύκα της ζέστης. Καταργώντας
τις μέρες της βδομάδας και το χρόνο
καταργώντας τα συζυγικά καθήκοντα
και τους εγκεκριμένους οργασμούς
ισοφαρίζοντας το χαμένο καιρό
με το φιδωτό ποτάμι της τρέλας.
Αφυπνίζοντας τη δίσεχτη γύμνια
διαβάζοντας το βιβλίο του κόσμου ξανά.
Ω διανόηση και κουλτούρα
Ω διανόηση και κουλτούρα
Σου πλένουν τα πουκάμισα και τις κάλτσες
Φιλόλογοι σπουδαγμένοι κι αποδεκτοί
Και κάθε τόσο τραβάνε το λουρί
Να μη δαγκώσει το λυσσασμένο σκυλί
Το μέσο όρο και το μέσο ανδρόγυνο
Που εβγήκε μιαν ανώδυνη βόλτα
Στα γραφτούλια και τις τέχνες
Μια γεύση παίρνοντας απ’ τον Αχέροντα των άλλων
Οι άνθρωποι από ψηλά
Οι άνθρωποι από ψηλά μοιάζουνε με μυρμήγκια.
Μεταφέρουν ψίχουλα στις φωλιές τους
και τις θυρίδες τους. Ποδοπατώντας συχνά
άλλα μυρμήγκια πιο μικρά και πιο αδέξια και
λιγότερο καπάτσα. Τρώνε κοιμούνται γαμούν.
Βυθισμένοι σε μιαν αέναη περιοδικότητα με άδοξο τέλος.
Κάνουν περιπολίες λαδώνουν κλειδαριές προσεύχονται
κάτω απ’ τη μαύρη μπότα της αβύσσου.
Στον ύπνο τους τη νύχτα ονειρεύονται.
Όσα δεν έζησαν κι όσα δεν πρόκειται να ζήσουν.
Ακούγοντας τον ήσυχο βόμβο του ψυγείου τους.
Ένα μοτέρ που κάθε τόσο διακόπτει το χάος.
Kορίτσια που τρυπάτε το δέρμα σας
Τι μπορώ να σας προσφέρω εγώ,
κορίτσια που τρυπάτε το δέρμα σας
και θα παντρευτείτε κάποτε
τους πρίγκιπες που θα σας κάνουν σκλάβες
Και θα τρυπώνετε συχνά κάτω απ’ το τραπέζι
πότε γράφοντας και πότε σκίζοντας
ψάχνοντας, το παιδί που σάπισε μέσα σας
και τις καύλες που πήγαν στράφι
στα ερεβώδη νοικοκυριά. Ανάμεσα
σε τηγάνια με σπαρταριστές ομελέτες
και τηλεοράσεις δίχως ήχο. Βορά
στου ληξίαρχου την αχόρταγη θυρίδα.
Διόνυσε, η μέρα μου περνά!
Διόνυσε, η μέρα μου περνά!
Περνά σαν αστραπή
και πριν γυρίσω το κεφάλι μου νυχτώνει.
Αλίμονο Διόνυσε, είμαστε φουσκωμένα ασκιά.
Κοπανιστός αέρας.
Μέχρι κι οι μύγες, έχουνε πιότερη αξία από μας.
Κι υπάρχουν θηλυκά που τσιγκουνεύονται τα υγρά τους
στη μια και μοναδική ζωή. Κι υπάρχουν άνθρωποι
που ψάχνουν με τη γλώσσα, την ευτυχία στα σκατά.
Βάκχε μαινόμενε και
Βάκχε μεθυσμένε, κράτα γερά
Διόνυσε, διονυσιάσου ελεύθερα. Κάτω
απ’ τον έναστρο ουρανό που μας αλέθει σαν μυλόπετρα.
Να μάθεις
Να μάθεις το σκύλο να γαβγίζει και τον αυτόχειρα να δένει τη θηλιά.
Να σε τυφλώνει το υπερκόσμιο φως όταν της κατεβάζεις την κιλότα σε μιαν ανθόσπαρτη πελούζα.
Να θυσιάσεις τον έρωτά σου για ν’ ακούσεις το τραγούδι των σειρήνων.
Να στραγγίξεις τον πόθο που θα σε κάψει ευθύς και θα σε κάνει στάχτη.
Και να θυμάσαι πως κάθε γυναίκα είναι μια κοινή θνητή
που θα σε σταυρώσει
και πως δεν είσαι ο γιός του ήλιου
κι οι έρωτες δε σταματούν των άστρων τις περιστροφές.
Και το τέλος είναι εδώ και παντού.
Και τώρα και πάντα.
Κι ο διάολος κουνάει την ουρά του
Όσοι εμπιστεύονται το θεό, πλουτίζουν.
Κι ο διάολος κουνάει την ουρά του.
Κι ο κόλακας μουσαφίρης ακάλεστος
γυρνά το σουβλισμένο αρνί.
Κι αν διαφθείρεις το λαό, έχεις κέρδος
την υστεροφημία. Μονάχα ο ποιητής
φοράει τα κουρέλια του και μάταια στενάζει
και καλεί, τις ντροπιασμένες μούσες στο κρεβάτι του.
Κορίτσι που διαβάζει
Η έσχατη λέξη
Εσύ, μήτρα των υποθέσεων
και ιέρεια του Πριάπου.
Αδιόρθωτη αναγούλα την ώρα του σεξ.
Βαρβάτη εξ αρχής. Σεσημασμένη κόρη
που εθειάφισες το ουρλιαχτό του θεού.
Χνώτο ζέχνοντας
των ιάμβων μιας νύχτας σε γιοταχί
και της χιλιοστής εκσπερμάτωσης
από καταβολής οργασμού.
Με τη μια ευθύς να δέσει η χημεία
να σαλιωθεί σωστά ως κι η τρύπα της
να βγει στο φως η έσχατη λέξη.
Περί μαγειρικής
Να θαυμάζεις τα έξυπνα ευρήματα
της φτώχιας και να κλέβεις ιδέες
απ’ αυτούς που δεν κατεβάζουν
ιδέες αλλά δίνουν λύσεις και
κυβερνούν τα δάση και διαφεντεύουν
τα βαθύσκιωτα αιδοία με τις χίλιες
γλώσσες τους. Και νοστιμίζουν το
φαγάκι με την αγάπη τους γιατί
κανένα φαγητό δεν είναι νόστιμο
από μόνο του. Και γιατί, μονάχα
η τέχνη του μάγειρα αλλάζει τη φύση του
και το συμφιλιώνει με την αντιπάθεια
του στομαχιού.
Επι τη ευκαιρία
Υπάρχουν και χειρότερα
Υπάρχουν και χειρότερα
απ’ το να γράφεις κάθε μέρα
Και να φοράς τα μαύρα σου γυαλιά
και τις μαύρες σου έγνοιες
Διορθώνοντας λίγο τον κόσμο και τις απόψεις του
Γλυκαίνοντάς του τα βότσαλα στο στόμα
Μ’ εκείνες τις ηδονικές αποκοτιές
που περιγράφουν ρουφήχτρες να τα δίνουν όλα
Κι ατέλειωτες βαρκάδες στα φεγγαρόφωτα
Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια
Και γυναίκες που φωτίζουν τις γάμπες τους στο σκοτάδι
Σαν γαλαζωπές πυγολαμπίδες που υπόσχονται τη λησμονιά
Υπάρχουν κορίτσια που σε κοιτάνε
Με κείνο το θρασύ νωχελικό τρόπο της πουτάνας
Ελπίζοντας σ’ ένα κατάλυμα κι ένα ζεστό γάλα
Υπάρχουν αγριολούλουδα ποδοπατημένα
Παιδιά πεθαμένα από πείνα, από ένδεια
και μαυραγορίτικη πενικιλίνη
και μαυραγορίτικη ευσπλαχνία
Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια
Γιατί οι άνθρωποι πεινούν
Κι η πείνα των ανθρώπων κυβερνά τον κόσμο των πραγμάτων
Ερωτική επιστολή
Να λάμπεις σχεδόν. Έχοντας την εκπληκτική ικανότητα να ξεχνάς τα πάντα και να ξορκίζεις για λίγο τους δαίμονές σου. Μέσα στην κίνηση ανάμεσα σε εκτελωνιστές και διανοούμενους, σε δρόμους, σε σκάλες και ακονισμένα φεγγάρια. Να νιώθεις τη σύγχυση των γεγονότων και να χάνεσαι στις επικίνδυνες νύχτες. Να προχωράς μπροστά πηγαίνοντας προς τα πίσω στο χρόνο, κάνοντας τα κόλπα κάθε τόσο μιας φιλάρεσκης καλλονής. Να επιζείς για να διαγράφεις τις παλιές εικόνες. Να τσακίζεις το χαρτί και να χαράσσεις τα αντίτυπα του θριάμβου με το νύχι. Εκεί στους δρόμους της Ανατολής που ξετυλίγεται η σκυλίσια ωμότητα του πολέμου κι ο οίκτος γι’ αυτόν τον κόσμο έχει σβήσει μέσα σου την έγνοια για τον εαυτό σου. Να διασχίζεις αυτές τις θύελλες που ξεχειλίζουν και τις απεραντοσύνες που έχουν παραδοθεί στους πραιτοριανούς κι αυτές τις πόλεις όπου οι άνθρωποι πεινάνε και γλείφουν τα αποφάγια της φιλευσπλαχνίας. Να ξέρεις πως αυτό που περιμένεις απ’ τη ζωή βρίσκεται εδώ. Ο αινιγματικός πόθος του θανάτου, το κόκκινο σημάδι που αφήνει ένα άγνωστο κορμί πάνω στο δικό σου. Όταν πιάνει φωτιά μένει μόνο η σκοτεινή μυρουδιά της αστραπής κι οι κακόβουλοι θεοί αποσύρονται διωγμένοι απ’ την καταστροφή.
Ποτάμια
Οι άντρες κι οι γυναίκες είναι φτιαγμένοι για να αλληλοκαταστρέφονται. Να αλληλοσπαράσσονται. Νύχτες, αυγές, χαράματα πίσω από παραθυρόφυλλα ώρες άυπνες και ώρες πετρωμένες για πάντα. Πόσες φορές απ’ τα δωμάτια αυτά δεν ακούγονται φωνές, φωνές αντρών και γυναικών, φωνές αρσενικών και θηλυκών. Κι είναι αναγκαίο προτού φύγουν πάλι για το τίποτα να ζήσουν αυτό το βύθισμα, του ενός κορμιού μέσα στο άλλο, στα φτωχά λιμανάκια που δίνουν τις μάχες τους. Βλέποντας μέσ’ το σκοτάδι ο ένας τα αγριεμένα μάτια του άλλου, τις λογομαχίες μέχρι θανάτου ακούγοντας, τους όρκους και τις συγνώμες αλλά και τα πόδια που σφίγγουν σα μυθικά πλοκάμια ενός ερωτικού τέρατος που ξεσπά. Ενός συμπλέγματος που θα το πάρει ο άνεμος του χρόνου μαζί του. Που δε θα μείνει τίποτα για να συνυπογράψει τις αποδείξεις. Μονάχα αιώνια σκόνη. Κι η αλήθεια θα κοιμηθεί βαθιά στα παλιά ξεχασμένα αρνητικά, στο βάθος απ’ τα χαρτόκουτα της μνήμης. Σαν ενωμένοι κι αξεχώριστοι σ’ ένα βαθύ ύπνο. Παιδιά ενός άντρα και μιας γυναίκας. Παραδομένα στον αέρα, στις εποχές, στη ροή. Ποτάμια που λησμονούν το χρόνο, ποτάμια μέχρι το τέλος, ποτάμια μέχρι τη θάλασσα που δε θα δούνε ποτέ.
Γράμματα
Αυτός, ο αδιανόητα μυθικός μας λαβύρινθος
Με τα εκτροχιασμένα γράμματα μαθητριών
Τις ρίγες στην κόλλα που πνέουν τα λοίσθια
Λόγω ελλείψεως διάπραξης λαθών, εκεί
Στις παρυφές του σεξ που έρχεται
Χωρίς καμιά αισθητική, μη χρηστικό
Εφευρίσκοντας τον ήλιο που ξεχειλίζει
Απ’ τα συγκοινωνούντα κορμιά και
Τα στιχάκια που θα παραγεμίσουν με αναμνήσεις
Απηχώντας την ανικανοποίητη πρώτη απόπειρα
Να εισβάλουν δυο δυο στον παράδεισο
Τα πρωτόπλαστα καυλωμένα σαρκία
Χειροτεχνίες και στρατηγικές
Έχω μπροστά μου πολλούς ζυγούς
ν’ αποτινάξω. Χειροτεχνίες άλλων και
στρατηγικές. Κόρφους και κορφούλες
στα σκοτεινά, τεμπέλικα ξεψαχνίζοντας
για να βρω το μεδούλι της αδύναμης φωνής
και να μυρίσω το σαπούνι στις πετσέτες
και τις ανεκπλήρωτες λαχτάρες. Έτοιμος
για λογοτεχνικά πορτρέτα και παντρειές
με το σατανά που κρύβω μέσα μου και
ξεχειλίζει δίπλα στο φαγάκι της κυράς
που με πάει ντουγρού στα γηρατειά
και στη μήτρα μιας κρύας γης όλο χώμα
και σπόρους κι αδιάβαστους κλασικούς.
Μουσική δωματίου
Επίμονες μακελάρισσες παλαιών
ποιημάτων, σας βλέπω τώρα να
ξεχνιέσται στις αναμνήσεις και
στη γαλήνη σκανδάλων που πέρασαν.
Στα καλώδια μέσα, στη μυρουδιά
του πλησίον, στις διορθώσεις που κάνω
πετσοκόβοντας τη χίμαιρα της δοτικής
τα ωραία χρώματα της δύσης και της αυγής
τώρα που δε γίνομαι πιστευτός και
συσσωρεύω έντρομες βραχνάδες
σκεπτόμενος τα λευκά βαπόρια
με τον μαύρο καπνό στα γαλανά νερά.
Ζωγραφίζοντας τοπία με τη γυμνούλα
μου καρδιά. Διασώζοντας σύννεφα
επιβλητικά, έτοιμα να ξεθυμάνουν
σπαραχτικές βροχούλες. Να σβήσουν
για λίγο τα ηλιοβασιλέματα απ’ τα
μάτια κοριτσιών που δε γνώρισα.
Γράμμα στον Πάνο
Υπάρχουν άνθρωποι που δε μπορούν να δεχτούν αλλαγές που θα ξεσκεπάσουν τα πραγματικά αίτια της βολικής και με ωράριο ευσπλαχνίας τους. Της προγραμματισμένης φιλανθρωπίας τους και τού ψεύτικου αντιρατσισμού τους. Χωνεμένοι σε γιορτές με σημαιοστολισμένες πλατείες, σε φτηνή λογοτεχνία και σε λαϊκή μουχλιασμένη τέχνη. Σε ομολογίες καταναλωτικής πίστης και ανόητες αγωνίες στο συγκεχυμένο κενό του τηλεοπτικού αχταρμά. Σε κάτεργα σχολείων και οικόσιτων πεποιθήσεων. Η καλή ρητορική είναι η επανάληψη. Και το μεγάλο ταμπού λέγεται αταξική κοινωνία. Λέγεται απελευθέρωση απ’ τα δεσμά της υποκρισίας και του καταναγκασμού κάθε πίστης. Λέγεται κοινοκτημοσύνη και ανατροπή των κατεστημένων βεβαιοτήτων. Φτωχέ μου φίλε, πόσο λυπάμαι να σε βλέπω να υπερασπίζεσαι σαν ηλίθιος ψεύτικες αξίες που μια μέρα θα σ’ εξοντώσουν, εσένα και τα παιδιά σου. Να υπερασπίζεσαι το δίκιο του φεουδάρχη και του πλούτου, εσύ που δεν έχεις ούτε θέρμανση στο ασοβάτιστο σπίτι σου. Να υπερασπίζεσαι τις αρχές της Εκκλησίας που σε πότισε αδιαφορία ως το μεδούλι, όταν ο θρησκευτικός αμοραλισμός της γυναίκας σου τίποτε δε σε ωφέλησε και σε οδήγησε να αποζητάς παρηγοριά σε ερωμένες άλλης εκλογικής περιφέρειας. Εσύ που υπερασπίζεσαι μια υποθετική ατομική ελευθερία για να ξεχρεωθείς απ’ τις εμμονές σου και τις ανικανοποίητες μικροαστικές σου επιθυμίες. Λυπάμαι να σε βλέπω να υπερασπίζεσαι το σκοταδισμό και τη βλακεία από φόβο, από το φόβο της αλλαγής, απ’ τον σκεπτικισμό και την έλλειψη εμπιστοσύνης, που είναι οι μόνοι ζωντανοί θεοί στη φτωχή και ταλαιπωρημένη σου πατρίδα. Φτωχέ μου φίλε, που παλεύεις ν’ αρνηθείς αυτό που είσαι περικυκλωμένος απ’ την προσφιλή πεποίθηση του μέσου όρου πως τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξει και πως η γη παραμένει αιωνίως ακίνητη κι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι και καλώς δεν είναι. Εσύ ακριβέ μου φίλε, που παίζεις τυφλόμυγα με τη φτώχια στα λίγα τετραγωνικά του βιοπορισμού σου, που δε γαμείς, που δεν ταξιδεύεις, που δεν δαγκώνεις και μεταφέρεις την αυγούλα, λαχταριστές ντομάτες απ’ τα θερμοκήπια του κάτω κόσμου στη λαϊκή του Σαββάτου.
Μαύρα σταφύλια
Δυστυχώς, η ιστορία γράφεται με την πίστη
κι όχι με τη νόηση
Κι οι στρατιώτες που θα γλιτώσουν απ’ τον πόλεμο
θα εξοντωθούν απ’ τη μόδα
τη σύζυγο
τον παπά
τον εργοδότη
Ένα πρωινό Δεκεμβρίου δοκιμάζοντας μαύρα σταφύλια
Ακούγοντας χαλκέντερους φαφλατάδες στο ραδιόφωνο
να μαγαρίζουν με σύγχυση την ανθρώπινη ύπαρξη
Και κει που η φύση προγραμμάτισε
τους ανθρώπους ν’ αγαπιούνται
και τ’ αντικείμενα να χρησιμοποιούνται
τώρα οι άνθρωποι χρησιμοποιούνται
και τ’ αντικείμενα αγαπιούνται
και τα φέρετρα των περιστάσεων πηγαινοέρχονται
γράφοντας ένα μεγάλο σκοτεινό έπος
Θαρσείν χρεί
Είναι η ζωντάνια και η προχειρότητα που μ’ ενδιαφέρει και η μαθητεία της αμηχανίας μου μπροστά στην γύμνια. Γράφω και σκέφτομαι πάντα σα να πρόκειται να πεταχτούν κάποιοι εκείνη την ώρα να με συλλάβουν. Και δεν αφήνω χρόνο στις ερμηνείες και στις αξίες χρήσης του ποιητικού λόγου. Είναι μια στημένη πλάκα για να διαφυλάξω την ποιότητα. Αυτή ανάμεσα στους τρούλους και τους φαλλούς και τη σόλοικη σάτιρα. Με το βάρος της ασύμμετρης κατανομής στα βάσανα των άλλων. Αυτών που είναι η αδιαβάθμητη πελατεία του γραπτού λόγου. Κι όσων είναι φίλαθλοι γραφιάδες της αγραμματοσύνης των πληθυσμών. Υπάρχει βέβαια ένα εφτά τοις εκατό που γεννιέται με πειραγμένους νευροδιαβιβαστές και δεν αντέχει την τέχνη και τη συμβολική γλώσσα και τα κρυφά νοήματα. Δεν τους βάζω μέσα παρότι παίρνουν μεγάλα ποσοστά πλέον και περνούν φάση ενηλικίωσης στο δημόσιο βίο κάνοντας την ακεφιά του λαού και τη βαρεμάρα παραγωγή φονικής δράσης. Είναι οι κάτοχοι οπτικοακουστικού υλικού με τον ετοιμοθάνατο Δερτιλή να λέει ανέκδοτα για κουμουνιστές και μαύρους.
Αυτή την πλάκα λοιπόν, την προσκομίζω ανελλιπώς εγώ, στα μάτια του αναγνώστη που συρράπτει γραπτό λόγο από οθόνης, αποκαθηλώνοντας την εσωστρέφειά του μέσα σε μηνύματα, κώδικες, sms και σχόλια λογοκοπημένα στο ζόρι της μοναξιάς του. Το ανακάτωμα της επικοινωνίας με την τέχνη και τις λογοτεχνικές γκριμάτσες οδηγεί σε μια μόνιμη γλυκιά παρακμή. Εκεί που χάνεται το μήνυμα μέσα στο μέσο. Επαληθεύοντας την επίπεδη λογική των διαφημιστών. Αυτό που είναι σήμερα δηλαδή η εκπαίδευση. Μια γνωστική σούπα, ένας νεωτερικός αχταρμάς παραδομένος στον τακτικισμό της εταιρίας που αγοράζει ιδέες και πουλάει λύσεις. Εδώ έρχονται οι δυσκολίες και σε βάζουν στην εντατική. Πως θα μείνω αυτός που θέλω να είμαι χωρίς να γλιστρήσω στα χέρια του πλάστη μηχανισμού ειδώλων και πλαστικών νόμπελ. Του αισθητιστή κανίβαλου που βαράει ντενεκέδες. Του κατασκευαστή του εμπορικού αναρχισμού της αποκριάς και της απλής αντίδρασης του θυμωμένου που κατέβηκε πίστα καλοζωίας και του απέμεινε μοναδική μπίλια στο φλιπεράκι και μοναδική ζωή. Είναι πραγματικά μια άναρχη κίνηση η ποιητική γραφή, μια κίνηση συνείδησης που βάλλεται στον καιρό της. Και φέρνει πάντα στην επιφάνεια αυτό το αρχαίο προσφιλές θαρσείν χρεί. Ένα πνευματικό κυνήγι του γελωτοποιού της αυλής με τον άστεγο ποιητή. Μια σφαλιάρα της φτώχιας στον πλούτο και στον κυνηγό πλούτου. Μια ξιπασμένη γραμματική. Μουτζούρα της στατιστικής ευωχίας των εχθρών. Γιατί διαθέτουμε εχθρούς. Πάντα.
Κουκουλωμένη φωτεινή μήτρα
Κουκουλωμένη φωτεινή μήτρα
Που όλο σκύβεις ανάλαφρα να δεις τη γράφω
Δίπλα στη λάμπα και το τραπέζι
Δίπλα στον καμπινέ και την κουζίνα
Δίπλα στο φαλλό μου και τα πολλά βυζιά σου
Και στα ωραία σου υγρά ρουθούνια δίπλα
Στο σέλας μιας νύχτας του χειμώνα
Ξύνοντας πληγές ή καθαρίζοντας τα γυαλιά μου
Σου δείχνω τους κρυμμένους μου θησαυρούς
Και τις περισπούδαχτες αμαρτίες μου
Σκαλωμένος στην πρώτη τρυφερή ζαλάδα
Και στα γούστα του κοινού
Οράματα της μιας μέρας
Με τις φάλτσες μου έγνοιες
τριγυρνώ πιο εύκολα τον κόσμο
αποδώ κι από κει
αφήνω σκέψεις ζεστές
βλέπω τη χρονοτριβή του ιεροκήρυκα
για να πείσει τους φουκαράδες
να παραμείνουν μονογαμικοί
ν’ αγνοήσουν την παγκόσμια έλξη και τον έναστρο ουρανό
πηγαίνοντας εκδρομές σε μακρινά ακρωτήρια
και ροχαλίζοντας
με ραθυμία και κούραση σαν καλοθρεμμένα μοσχάρια
όσο
οι πολιτικοί θα υποκρίνονται τους ανίδεους
κι οι μυστικές υπηρεσίες θα χαλκεύουν γεγονότα στις πλάτες του κοσμάκη
που ψωνίζει στο σούπερ μάρκετ αυγά
καταστρώνοντας σχέδια
βλέποντας σε κάτι φωτογραφίες
κυπαρίσσια να τρυπάνε το σούρουπο για να φτάσουν το θεό.
Σχισμές
Κατέχω λίγο σάλιο σου
και το βάζω στο υπερπέραν των βιβλίων μου.
Μέχρι να γίνει μετείκασμα λυρικού πόνου
η μυρουδιά σου και η γεύση του λυγμού σου.
Και να το βρουν ανασκαφές. Στο αργόσυρτο φως
να το βγάλουν χεράκια λεπτά και εύθραυστα.
Κι όλης της φάρας μου να θαυμάσουν
το λογοτεχνικό χαμαλίκι που παραγέμισε
τη στιχουργία σχισμές ακρίτως.
Ματάκηδες διάφοροι
Ματάκηδες διάφοροι, που γράφετε
απάνθρωπη ποίηση και ζουμάρετε
αναλόγως τις καταστάσεις, εξηγήστε
στην παντοδύναμη λεξούλα πόσο της
αφοσιώθηκα. Πότε πρίαπος χαμένων
περιπτώσεων και πότε στους εφτά
ουρανούς σαχλοκούδουνο. Μα πάντα
λουκούμι προσκομίζοντας στην έμπνευση.
Σαν εγγόνι του Ηρακλή Πουαρό την έξαψη
ψάχνοντας και το συνομήλικο γλωσσοδέτη.
Να τον περάσω για στοχασμό στο βιβλιαράκι
που θα το μισήσουν οι γραμματέμποροι
των εθνών κι οι αριστερόχειρες διορθωτές
του μελλοντικού κράτους που έρχεται.
Έμπνευση στη σκάλα
Πρακτικιστές και νοικοκυραίοι
σε μαγάρισαν Μούσα.
Απ’ τη μία ποιήματα
κι απ’ την άλλη αρμαθιές
κλειδιά και αρθράκια.
Οι μαύρες ώρες
τα μαύρα χρόνια
οι μαύρες ζωές.
Τα γούστα τα τσιγάρα
και οι σούπες και οι σάλτσες
και τα ψίχουλα απ’ τα πιάτα.
Πενήντα παιδικές ηλικίες μαζί.
Φιγούρες της καντρίλιας των μελαγχολικών
που υπήρξαμε κάποτε μα τώρα
βάλαμε το νερό στ’ αυλάκι
και το βαθύ αναστεναγμό στο ντουλάπι.
Αίτιο αιτιατό και θεόπνευστη απάτη.
Προσευχούλες
1
Μια παγίδα από λουλούδια
για να κατευνάσω την επιθετικότητά σου
και το μεγάλο μου φόβο. Και το
βούτυρο στα δροσερά σου χείλη.
Τη φύση με τους φράχτες και τ’ αγριόχορτα.
Και το φεγγαράκι στη σκοτεινή ύπαιθρο
που με οδηγεί στα βυζιά σου.
2
Τη μαγική αυγή
θα βοσκήσω γονατιστός
κι από λαιμαργία
θα καταβροχθίσω το βραδινό σου όνειρο
έτσι που δίπλα μου
να γίνεις πηγή της εμπνεύσεως
και πηγή αυτής της τρέλας
που αφήνει η γύμνια σου στο ζηλιάρικο μάτι του θεού.
Ενός θεού των σεισμών και των ηφαιστείων.
3
Μαζεύω αυτά τα απείθαρχα εγερτήρια του φιλιού σου
τα στριφογυριστά φυλλώματα που διακινδυνεύουν.
Καταπονημένος απ’ την αϋπνία σηκώνομαι ξαφνικά
για να ξανακούσω το κοντσέρτο των χειλιών σου.
Αναφορά
Με θάψατε πριν μ’ ανακαλύψετε
καλοί μου άνθρωποι. Κι ούτε έναν
καυγά δεν προλάβαμε να κάνουμε
στο νεωτερικό χαντάκι των μέσων.
Ούτε κάτι άσχετο δε μ’ αφήσατε
να πω για να σας ζουρλάνω.
Να καταλάβετε τι εστί Ποίηση
και τι μάχες έδωσα για να γίνω
ο ελεεινός δακτυλοδεικτούμενος
εκδορεύς ποιητικών σπασμών.
Όταν αποφάσισα να ψελλίσω
ακρότητες και να μαστορέψω
ηδονές σα χάρτινους δράκους,
ήταν ήδη αργά. Διαβιούσα την
εποχή της αρπαχτής της χροιάς
ενός ποιήματος, απότοκου της
ημιμαθούς γενιάς μου και της
συν αυτής παρεΐστικης κατεργαρίας.
Νόμοι που δεν ίσχυαν αλλά μετρούσαν
με στρατηγούς δίχως στρατό και
σουρεαλισμούς εισαγόμενους
περίπου κάτεργα προϋπολογισμών
άλλης ποιητικής περιφέρειας.
Μέσ’ στην ιδιοσυγκρασία μας φύτρωνε τότε
ένα λουλουδάκι μαύρου αστεϊσμού
και βίαιου χλευασμού, κάνοντάς μας
πρακτικούς γέρους που ανακάλυπταν
την ευεργεσία του κυνισμού
ως μοναδική μουσική που βοηθά
να υπομένεις τις διαψεύσεις των ελπίδων
της ζωής που καλλιέργησε η ροδόχρους
αλαζονεία της νεότητος.
Λιθάρια
Ο πόνος είναι μια δύσκολη εξίσωση. Και γίνεται πολλές φορές ο σκληρός λυγμός που δεν κυλάει και το μάτι χωρίς δάκρυα που δεν κοιτάζει πια. Ο πόνος έρχεται μετά το ξέσπασμα. Ο αληθινός πόνος είναι πάντα βουβός. Μπερδεύει την εικόνα μας με τα τοτέμ ενός κακόβουλου θεού. Σκοτώνει ένα ένα τα πάθη μας. Κι αρχίζουμε τότε να καλλιεργούμε μέσα μας το σοβινισμό του. Αλλάζουμε, γινόμαστε το κυνικό απολίθωμα ενός πληγωμένου εγωισμού. Περιφερόμαστε υποβιβάζοντας την εικόνα του κόσμου πότε με καλαμπούρια και πότε με μεταφυσικές γκριμάτσες. Η ουσία του πόνου είναι αυτή η σύλληψη του ελάχιστου αποσπάσματος χρόνου, όπου ο θάνατος συγχέεται με την πραγματικότητα. Ο πόνος σού λέει πως για να διατηρήσεις την ύπαρξή σου θα πρέπει να σκοτώσεις το βάθος. Πως θα πρέπει να πιστέψεις σε κάτι για να τον ξεπεράσεις. Να στήσεις με το πνεύμα σου μια διανοητική ατιμία για να μπορέσεις να ξεγελάσεις τη σάρκα. Να γίνεις πιστός με την απόλυτη ελαφρότητα μιας αφηρημένης καρδιάς που στροβιλίζεται στις μεταφυσικές φιγούρες του ιεροκήρυκα. Να πιστέψεις σε ψεύτικα δόγματα μόνο και μόνο γιατί σε κάνουν να νιώθεις καλύτερα. Ο πόνος είναι ο γλύπτης του ανθρώπινου προσωπείου. Ο πολεμικός ανταποκριτής του Κάτω κόσμου
Αλαφρόμυαλοι κι αλαφροΐσκιωτοι
Για να γράψεις ένα σωστό βιβλίο για το θάνατο και να σου βγει ανεξίτηλα κωμικό και γελοίο θα πρέπει να έχεις μιαν εμπειρία θανάτου. Να ορίσεις έναν περσότερο ελκυστικό κόσμο απ’ αυτόν που ζεις και να διανθίσεις τα φιλολογικά κομμάτια με βιοχημεία και κλινική παθολογία. Αναγνώστη αμερόληπτε τα πιο μεγάλα αποτελέσματα τα προκαλούν οι πιο παραμικρές αιτίες και οι πιο μηδαμινές καταστάσεις. Και το γράφω τούτο για να εκθειάσω κάθε ποιητική χρήση και κάθε χρηστική ποιητικότητα. Το ανθρώπινο πνεύμα υποτροπιάζει όταν είναι να πάρει θέση. Με τις πείνες ή με τους πλούτους; Ή με τους ενδιάμεσους κέρβερους που παίζουν τους καλοζωισμένους μα από μέσα έχουν αβύσσους κενών και θλίψεων! Ο καθένας μας μπορεί ατιμώρητα να γευτεί μια παρομοίωση ή να πιστέψει σε κάποιο σμιλεμένο μύθο. Να ζήσει ακόμη και τα ποιήματα που γράφει για την ακρίβεια. Να γίνει ο γραφικός. Ένας επαίσχυντο και θεληματικό απογύμνωμα της ανθρώπινης κτίσης. Μιαν αδιάκοπη τάση να φοδράρεις κάθε σου πράξη με το γελοίο και το κωμικό τόσο που το ρηχό και επιπόλαιο θέμα σου να γίνεται μέγιστο έπος με σοβαροφανή όψη. Ένα πάθος ακριβολογίας σε πιάνει όταν περιγράφεις τη Τζιμπιράλντα και τους σοφούς που χλευάζουν τους ζυγούς της φτωχής ποίησης του κόσμου. Και δεν τον αφήνουν ήσυχο στη δίψα του και στο πείσμα του να πλέει σε λογισμούς πεζής καθημερινότητας με λογαριασμούς και σκηνοθεσίες ανταπόκρισης για φιλίες και σεξ. Μόνος και πολύ αργά τη νύχτα γράφω. Ή μόνος και πολύ νωρίς το πρωί. Δια βίου γράφω ένα βιβλίο για το θάνατο. Και δια βίου ψάχνω εμπειρίες θανάτου να υποστηρίξουν το υλικό. Ακόμα κι αν πάνε αδιάβαστα τα τόσα γραπτά, ολοφάνερα διαθέτουν όμως εκείνη τη δύναμη που χρειάζεται για να με πάνε πέρα από κάθε έτοιμη γνώση εκεί που η γνώση δεν έχει εξουσία. Εκεί που ο αστός δεν τρέφεται απ’ τη δικαιοσύνη που έχτισε για να προστατεύεται κι εκεί που δεν τοποθετεί σε ανθρώπινη ζυγαριά τις εμπνεύσεις του ο ποιητάκος της πλάσης. Εκεί που ξεσπά στον ίδιο του τον εαυτό αυτό που θα πρέπει να ξεσπάσει στις μάζες. Κι αυτό που δημιούργησε για να φοβίζει, τελικά φοβίζει τον ίδιο. Όμως πάντα με μια χαρμόσυνη υποκρισία. Με γέλιο, αμαρτία, περηφάνια και τρέλα. Η ποίηση ίσα με σήμερα ακολουθεί λοξό δρόμο. Άλλοτε στις νεφέλες κι άλλοτε χαμοσουρνάμενη παραγνωρίζοντας κανόνες και βασικές αρχές που θα μπορούσαν να δικαιώσουν την ύπαρξή της. Ανέκαθεν σολομώντεια ονειδίστηκε από κάθε τίμιο άνθρωπο που ήθελε τη μοιρασιά στα μέτρα του. Δεν κατάφερε ποτέ να μείνει ταπεινή στα συρτάρια και τα ράφια αλλά χύθηκε βιαίως πάνω στις οστεώδεις κορμοστασιές των βεβαιοτήτων. Βγήκε να πει τα πιο σεπτά και ιερά αλλά σε μια έκπληχτη βλακομούνα ανθρωπότητα που ζητούσε θυσίες για να ανακυκλώσει τα πάθη της και τις μεγαλειώδεις διαστροφές της. Όσοι οπωσδήποτε κάνουν αριθμητικές πράξεις με τα αισθήματα κι έχουν αποθήκες με σάρκες για εργασία και καταναγκασμό δεν υποψιάζονται την αγάπη των ποιητών για την ανθρωπότητα. Τη μάνα που κουβαλά εννιά μήνες στα σπλάχνα της ένα κορμάκι που δεν ξέρει πράξεις αλλά μαθαίνει τις ανασούλες απ’ τους βίαιους χτύπους της ξενυχτισμένης καρδιάς. Κι ο υποτροπιάζων ερωτισμός θέλει μαστοριλίκι για να βρει θέση σωστή στο βιβλίο του θανάτου που είναι η κατάργηση του θανάτου αφού μελετάται και καταγράφεται πλέον όχι με ηθικούς όρους επιστήμης αλλά με ποιητικούς σπασμούς αγωνιώδους καύλας. Αν κατανοήσεις αναγνώστη το μη χρηστικό παραλήρημα και την τέχνη για την αναπνοή θα σβήσεις την αριθμητική και θα παρελάσεις δίπλα στα βάραθρα και τα κλέη των παρορμητικών που δε σκεπάζουν τη στύση τους με πετραχήλια. Θ’ αφήσεις στου νέου Σαρδανάπαλου εαυτού σου τα δόντια το πετσί του καθημερινού χάρου που περνά δίπλα σου και σου κλέβει τις χαρμόσυνες υπάρξεις. Θα εγκαταλείψεις την οδό της Αρετής για την οδό της λαγνείας εκεί που η ουτοπία αναμετριέται με τον μέλλοντα καιρό. Θα γίνεις αλαφρόμυαλος και αλαφροΐσκιωτος του παλιού καιρού των μύθων. Σπέρμα σπέρμα θα γεννήσεις τον νέο άνθρωπο των απολαύσεων που θα κατασπαράξει τον παχύδερμο αγροίκο του βιοπορισμού.
Βαθέως νοικοκυριού
1
Κάνε τα χορευτικά σου κόλπα
νυχτερίδα
πάνω απ’ τα κεφάλια μας
σ’ αυτό το τρελάδικο
που μας κατεβάζουν το φερμουάρ
οι όμορφες μαύρες μνήμες
κι οι δαιμονισμένες νυφούλες
σκορπίζοντας στα χείλη τους
τον πολυχρονεμένο ζόφο των στιγμών.
2
Θα τα βρω σκούρα μαζί σας
Αγάπες, που δεν ήρθατε ακόμα
ύστατες συμβίες
στο αδρό μέλλον κάποιου βαθέως νοικοκυριού.
3
Ω! φύση, φύση
με τους τσοπάνηδες που δεν κάνουν σκέψεις μεγάλες
και τα ζουλάπια σου που ζευγαρώνουν μετά το δείπνο
σε μια κουφάλα.
4
Ναι! γύρισα και κούρνιαξα σπίτι μου
κι ακούω τώρα τη φοβερή Traviata
σαν ένα μπουκέτο από
σπαραχτικά λαρύγγια
στο βάζο του δυτικού μας πολιτισμού.
5
Του κώλου σου το κούνημα
ο δόλος της σαρκός σου.
Πέφτουν σαν τις μύγες τ’ αρσενικά μέσα στα πιάτα
ψυχορραγούν
όπως λέει το τραγούδι κι οι στατιστικές.
6
Οι πρακτικοί λαοί δεν έχουν κούπες.
Πίνουν νερό απ’ τα κρανία των προγόνων.
Και τα σκιάχτρα τους στριφογυρίζουν σα φαντάσματα
σε ντοκιμαντέρ.
7
Αιωνίως θα σε κακολογούν
αθώο γαμίσι
οι γραφειοκράτες της αναπαραγωγής.
8
Αιμόφυρτη.
Σιγουρεμένη κάτω απ’ τη σκωπτική μου στύση.
Όλο ξερές άτμητες λεξούλες αίμα
απ’ τα έγκατα.