Κράτη, έθνη, μίση και στρατοί. Μιαν ατέλειωτη παρέλαση φτώχειας. Ένα ξέφρενο μίσος για τον άλλον, που είναι κι αυτός στημένος σε μιαν ουρά, υπερήφανος για την πατρίδα του, τη σημαία του και το κωλοχανείο που ζει. Πολλοί νέοι ονειρεύονται να γίνουν καταδρομείς και φουσκώνουν σαν παγώνια όταν φοράνε στολή. Υπακούουν σε παράλογες και γελοίες διαταγές ανωτέρων ηλιθίων που διάβηκαν σαν κι αυτούς το Ρουβίκωνα της ιεραρχίας και του καθήκοντος. Οι άνθρωποι που προετοιμάζονται για τις μελλοντικές μάχες δεν θα μάθουν ποτέ τους μηχανισμούς που προκαλούν τις μάχες. Θα είναι αιωνίως τα πρόβατα που οδηγούνται στη σφαγή απ’ τους σοφούς ποιμενάρχες. Αυτούς που διδάσκουν το ευαγγέλιο στις τρυφερές ηλικίες μιλώντας για υπακοή και ταπείνωση. Αυτούς που εκπαιδεύουν τους μάνατζερ επιχειρήσεων για να αγοράζουν και να πουλάνε το εμπόρευμα αλλά και το ιδεολόγημα του εμπορεύματος. Μιαν ατέλειωτη ακολουθία υπηκόων προορισμένων να διαιωνίσουν την κυριαρχία. Μιαν αδιάκοπη διαδικασία ανακατέματος και μαγαρίσματος. Μια διαδικασία ξεδιάντροπης επιβολής τους κακού. Ενός κακού που μαγειρεύεται μεγαλειωδώς στις εκκλησίες, στις ακαδημίες και στις μη κυβερνητικές επάλξεις οργανώσεων που με τρόπο ισοπεδωτικό έχουν επιβάλει το χρήμα στο κέντρο όλων των ζωτικών συμφερόντων. Ένας σοφός διασκελισμός του συστήματος μετέτρεψε τον κακομοίρη σε επιχειρηματία και τον δούλο των καταγωγίων της κατώτερης τάξης σε χαζοχαρούμενο μαλάκα που κάνει όνειρα για ανάπτυξη. Ένας κόσμος απόλυτης γελοιότητας και ξεβρακώματος προσαρτημένος στο άρμα της κοινωνίας του θεάματος, ευτελίζοντας την κατεξοχήν ανθρώπινη χρήση της νόησης, την πρόβλεψη και την αντίδραση απέναντι στον άμεσο κίνδυνο. Ζώντας σαν τους κατοίκους πολιορκημένης πόλης που τους σώνονται τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά χωρίς να έχουν πια από τίποτε να πιαστούν εκτός απ’ τ’ αρχίδια του κεφαλαιοκράτη που θα κάνει επενδύσεις και θα τους πετάξει ένα ξεροκόμματο για να ξεγελάσουν την πείνα τους και να περάσουν για λίγο καλά με τα κάθε λογής όπια. Κλινάμαξες που οδηγούν στην άβυσσο της εκμετάλλευσης ξεκινούν από δω την ώρα της θείας λειτουργίας και την ώρα της πρωινής προσευχής και την ώρα της πρωινής αναφοράς και την ώρα που ανοίγουν οι πόρτες των συσσιτίων και την ώρα που ο στερημένος παζαρεύει λίγη ηδονή και την ώρα που οι εργάτες φτιάχνουν όπλα νόμιμα για νόμιμους και ένδοξους σκοτωμούς.
Month: Μαρτίου 2013
Το μόνο στολίδι μας η απόδειξη
Σάλια και μνημόνια
Αχάριστοι, ανοίξατε τα πορτάκια
και κρίνετε τη ζωή με στίχους και
τις ανυπεράσπιστες μούσες με τους
ήχους της ανίας σας. Βγάζετε το
βρακί σας μπροστά στον ηγεμόνα
και βγάζετε την ψυχή σας και το
άχρηστο μάτι σας και σαν πουλιά
πιασμένα στις ξόβεργες κελαηδάτε
από μάταιη έπαρση και παραμιλάτε
σάλια και μνημόνια στο ύπουλα
προδοτικό φως της πρωτεύουσας.
Καρδιά απο πέτρα
Ο πυρωμένος ήλιος τού είχε κατακάψει το δέρμα σε ολόκληρη την πλάτη. Δεν είχε απλώς καεί, είχε τσουρουφλιστεί, είχε πρηστεί κι είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι. Επιπλέον το έγκαυμα έφτανε ως την κοιλιά και τα πλευρά, πράγμα που τον ενοχλούσε σε βαθμό απερίγραπτο, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, κάνοντάς τον να κοχλάζει σαν κατσαρόλα πάνω στη φωτιά. «Πως στενοχωριέμαι γι’ αυτόν!». Είπε στον άντρα της μια κυρία που καθόταν ακριβώς πίσω του σε μια ξαπλώστρα. Μα ο άντρας της σώπαινε βυθισμένος στη συνηθισμένη του απάθεια χωρίς να δίνει καμιά απολύτως σημασία στην ηλίαση του ανθρώπου που βρισκόταν κάτι λιγότερο από δυο μέτρα, ακριβώς μπροστά του. Κάθε φορά που η γυναίκα του αναστέναζε ή εξέφραζε τα ειλικρινή της αισθήματα, το πρόσωπό του σκοτείνιαζε και γρύλιζε κάτω απ’ τα μαύρα μουστάκια του. «Αχ, κοίτα να δεις που δεν μπορώ να βρω αυτή την κρέμα για τα εγκαύματα. Θα του αλείφαμε την πλάτη και θα γινόταν καλά στη στιγμή» μονολογούσε η γυναίκα όση ώρα έψαχνε την τσάντα της.«Σταμάτα επιτέλους» της φώναξε ο άντρας της πιο σκυθρωπός από ποτέ. Και τότε αυτή τινάχτηκε σαν τίγρη και με ύφος απειλητικό του είπε, «εσύ έχεις μια πέτρα αντί για καρδιά και μ’ αυτή την πέτρα κάνεις λιώμα την καρδιά μου» σφίγγοντας τις γροθιές της και χτυπώντας την άμμο ανάμεσα στα ωραία της πόδια.
Η άγνοια μάς εικονογραφεί
Πολλές φορές μας έσωσε η άγνοια και
πολλές μας εξαπάτησε. Άλλες μας γονάτισε
κι άλλες μας έπνιξε στη θάλασσα. Γδύθηκε
μπροστά μας και τρύπωσε στο φωτεινό
πιθάρι. Μας έφερε ένα βήμα πιο κοντά
στη σφαγή και στα γόνατα της αγαπημένης.
Μας έτσουξε τη σάρκα όπως το σαπούνι
τα μάτια. Μας λιάνισε και μας έμαθε τη ζωή.
Μας γνώρισε μέχρι απελπισίας στον εαυτό
μας. Μας νύχτωσε και μας ξημέρωσε.
Μας παράτησε στις στέρνες και στα πηγάδια.
Στα σκέλια και στις αγκαλιές. Μας έκανε
πρόβατα και μας έκανε λύκους. Μας βύθισε
στον μέσα ορίζοντα και στην πρέζα. Μας
αγκυροβόλησε στο στόμα μιας κυράς.
Μας σταύρωσε και μας φοβέρισε και μας
έφερε δώρα. Μας έβαλε στην πρίζα και
μας έβαλε δάχτυλο και μας έβαλε τις φωνές.
Μας έριξε στο γκρεμό με το γιωταχή. Μας
ξέβρασε στο νεροχύτη και στην αγκαλιά τού
Σωτήρα. Μας προφύλαξε και μας έκοψε με
το ψαλίδι. Στις μυστικές θερμάστρες της
σκορπίσαμε και στους αλαβάστρινους μηρούς της.
Ώσπου μας διέγραψε η άγνοια απ’ τους τοίχους
της καρδιάς κι απ’ τους τοίχους της παιδικής
ηλικίας και μας έκανε σοφούς γέρους
και απρόσιτους θνητούς που όλο τέμνουν τη ζωή
με κρύους χαρτοκόπτες.
Κάποιος που βάδιζε στην αμμουδιά
Κάποιος που βάδιζε στην αμμουδιά
αγαπούσε ένα κορίτσι χωρίς περιστροφές
και χωρίς μεγάλα λόγια και χωρίς φανφάρες
και ζητούσε τα βελουδένια μάτια της
ζητούσε το υγρό κελί της, την αγάπη της
που κρεμόταν από μια κλωστή. Ζητούσε
τα χείλη της και τα πέπλα της, ένα ποτάμι
από έρωτα. Ζητούσε τη ζεστασιά και το χάδι της.
Έπινε σκέτους καφέδες, λαχταρούσε να γράφει
ποιήματα και στίχους. Η γλώσσα του είχε πάρει
φωτιά και η καρδιά του ζεματίστηκε. Δεν
έβλεπε δεν άκουγε δεν έτρωγε. Βάδιζε
στην αμμουδιά και αγαπούσε ένα κορίτσι
που δεν είχε δει και δεν είχε ακούσει. Μα
περίμενε να ’ρθει το κορίτσι που αγαπούσε.
Με το χνουδωτό του εφηβαίο και τα φοβερά
χείλη της αγάπης και τα φοβερά πέπλα του έρωτα.
15 ποιήματα
1
Πράγματα ανέγγιχτα
απ’ τον διεστραμμένο ανθρώπινο πόθο.
Όπως είναι στην πραγματικότητα
κι όχι όπως θα θέλαμε να είναι.
Όπως υπάρχει η σάρκα σου ως ισόβια ύλη.
Όπως υπάρχουν τα βουνά και οι θάλασσες.
Όπως υπάρχουν οι τσίτσιδες υπάρξεις
στα δωμάτια και τους αγρούς
και στις όχθες μιας λίμνης.
Όπως υπάρχει ο άντρας και η γυναίκα
απαλλαγμένοι όμως απ’ την απληστία.
Κι όπως υπάρχει το Κυριακάτικο πρωινό.
Καθαρή αμόλυντη ύπαρξη.
2
Κοιμάσαι και το στήθος σου αναπνέει.
Χωρίς ευγνωμοσύνη και χωρίς οίκτο
και χωρίς την ψευδαίσθηση της ελπίδας
ή την παραμικρή λαχτάρα.
Και το δικαιούμαι πλήρως το στήθος σου.
Δίχως μια λέξη αγάπης.
Δίχως καμία λέξη.
Η δική σου ευχαρίστηση είναι και δική μου.
3
Ο χυμός σου προορισμένος να γλυκάνει
τη γλώσσα του πρώτου τυχαίου επισκέπτη.
Και οι ρόγες του Βυζιού σου
περιμένουν ολοπόρφυρες
κάποιον να τις ζουλήσει στο πατητήρι του έρωτα.
Μήτε τις νοιάζει ποιος θα είναι αυτός.
4
Έχω τους λυγμούς σου για εσπερινό. Και μπουκάρω
αρχαία θεά σελήνη στο χαλασμό σου.
Εγώ ο τάδε το λείψανο του έρωτα
κι εγώ ο δείνα ο ανίατος
που πάω ντουγρού κατά πάνω της
για να σπάσω το βάζο
με τα μαραμένα λουλούδια της ιδιωτικής της ζωής
και της ζωής χωρίς νόημα και χωρίς εμένα.
5
Θα σε ξεναγήσω στον καθρέφτη.
Σε γεωγραφίες του ύπνου και του ξύπνου.
Θα σε ξεναγήσω στο αριστούργημα του κορμιού σου.
Στα φοβερά ρήγματα και στον ουράνιο θόλο
και στα καλά καθούμενα θα ξεπορτίσω
στα μουσκεμένα σου χόρτα
με όλα τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα.
Με όλα τα τρείς χιλιάδες χρόνια ιστορίας
και τον τραγέλαφο λυρισμό απ’ την κορφή ως τα νύχια.
6
Σε έχω πάνω μου βαθιά.
Και είσαι εικόνισμα στην ντάλα του μεσημεριού.
Σε παίρνω ολόκληρη. Εγώ,
εγώ η ηχώ σου
στους δρόμους τους εξοχικούς της μήτρας σου.
7
Δεν είσαι σύμβολο, είσαι σώμα.
Με γλώσσα και δάχτυλα ως τα έσχατα του κόσμου.
Θα σου σηκώσω τη φούστα σαν άνεμος.
Να δω το φυσερό σου και το ωραίο σου κόσμημα.
Να δω το προϋπάρχον σχήμα μου.
Να δω τη χώρα μου που αγαπώ και λατρεύω
και την πιάνω κάθε τόσο στο στόμα μου.
8
Να μη βρίσκεις λόγια παρά να βρίσκεις αναπνοές
που δουλεύουν ρολόι. Να βρίσκεις αμέτρητες,
τη μια μέσα στην άλλη ομορφιές
να σε ξεμυαλίζουν και να είναι σαν να σου κόβεται η γλώσσα
και να σε παίρνει πάλι πίσω στο μισοσκόταδο των σεντονιών
το άγγιγμα του άλλου.
9
Σε περιμένω και σε περίμενα και σε έχω
σαν τον υπνωτισμένο χίλια χρόνια
με τις γαλάζιες χάντρες το ξημέρωμα στο μαξιλάρι
περιμένοντας να γράψω στα τοιχώματα του αγγείου σου
το πρωινό μου ποίημα.
10
Κι έξω απ’ το σπίτι μας βρίσκεται ο θεός.
Μα ο θεός δεν υπάρχει παρά στα μυαλά των ανθρώπων
και στις εικόνες ζωγραφισμένος
όπως οι σάτυροι στα πατητήρια.
Κι είναι έξω απ’ το σπίτι μας φρουρός
η ανυπαρξία του θεού κι εμείς στο κρεβάτι μας
καταβροχθίζοντας ο ένας τον άλλο.
Σαν τσιμπούσι θεριστάδων σε χωράφι.
Αφοσιωμένοι στο παιχνίδι της ύπαρξης.
Σπέρνοντας και θερίζοντας ακαταπαύστως.
11
Ας μην είμαστε πια τόσο μόνοι.
Ας γίνουμε αυτοί που θα ξεψυχήσουν αγκαλιά
δίπλα σ’ ένα κομοδίνο
δίπλα σ’ έναν κόσμο μοναχικών
ζητωκραυγάζοντας αναφιλητά.
Ανασηκώνοντας τη μέση, πάλλοντας
την ώρα που θα μας υπαγορεύει ο πόθος
άσεμνες διατάξεις στο νομοσχέδιο της ζωής.
Και την ώρα που δεν θα είμαστε πια τόσο μόνοι.
12
Εσύ και γω θα ζυγιαστούμε
στη σκαλωσιά του βλέμματος.
Εσύ θα βγάλεις τη φούστα σου
κι εγώ θα ξεψυχήσω στο μανιακό λαρύγγι σου.
Ως το τέλος του καιρού.
Ως το γκρέμισμα του χωροχρόνου.
Ως το χώμα.
13
Ωραία ήταν
βγαίνοντας απ’ το στόμα σου, κυρτός
και λίγο αθάνατος και λίγο μουδιασμένος
μα και λίγο υπεράνθρωπος
στην πυρωσιά της αγάπης.
14
Σ’ έχω ανάμεσα στα δάχτυλά μου και σε μυρίζω
λουλουδάκι κομμένο απ’ τον αγρό
και σε βάζω σ’ ένα ποτήρι με νερό για να σε κρατήσω ζωντανό.
Τα χείλη και τις φλέβες σου τον αγαθό σου μίσχο.
Μέσα στην τρομερή αιωνιότητα.
Στην εξουσία μου από αισθήματα για σένα.
15
Δεν πρόκειται να μας δοθεί χάρη.
Και να γράφεται άσεμνα.
Η φύση είναι άσεμνη.
Και είναι αποκρουστική
για τους καλογέρους και τις καλόγριες.
Η φύση. Τα αιδοία μας.
Τα δοχεία του καλού και του κακού.
Η μοιρασιά του Έρωτα
Θα μοιραστούμε το φαγητό μας και
θα μοιραστούμε την αγάπη. Θα
μοιραστούμε τις αγαπητικές και
τη θεία κοινωνία. Θα μοιραστούμε
το κάθισμα στο λεωφορείο και το
απέραντο στερέωμα. Θα μοιραστούμε
την καθαρεύουσα και τη δημοτική και
τα προφητικά λόγια. Θα μοιραστούμε
την ποίηση και το γάλα. Θα μοιραστούμε
τη γυμνή που μας ερωτεύτηκε και το
λύκο που μας κοίταξε στα μάτια. Θα
μοιραστούμε τα υπάρχοντά μας και τη
σκέψη του θανάτου. Θα μοιραστούμε
τα Σόδομα και τα Γόμορα και την γραμμή
που αφήνει το λευκό βαπόρι. Θα
μοιραστούμε τα χιλιοειπωμένα πράγματα
τις λεπτομέρειες. Θα μοιραστούμε τη
βραδυπορία και το πανίσχυρο αεράκι
στα νησιά μας. Θα μοιραστούμε τον
ανθρωποφάγο χρόνο και τα γιατροσόφια.
Θα μοιραστούμε τον ιδρώτα κοριτσιού
των Αθηνών τον Αύγουστο. Θα μοιραστούμε
τα χάδια και τα χείλη και την αγκαλιά
του Άλλου. Θα μοιραστούμε τον ορίζοντα
και τα γράμματα από άλλες χώρες.
Θα μοιραστούμε τις καλές τέχνες και τo
κακό συναπάντημα. Θα μοιραστούμε
το φεγγαράκι και τα κάστανα. Θα
μοιραστούμε την ουσία και τη μαύρη
άβυσσο. Θα μοιραστούμε τη συνουσία
και την αιωνιότητα. Κι εκείνο το άσκοπο
πηγαινέλα του έρωτα. Το πέρα δώθε
την κούνια μπέλα το μπλέξιμο των ποδιών
το μπέρδεμα το δάγκωμα των χειλιών
το χύσιμο το ανατρίχιασμα το αγκάλιασμα
το σβήσιμο τα βογγητά και τις κραυγές
το ξέσχισμα το θαύμα και το μοίρασμα.
Θα μοιραστούμε τον έρωτα γιατί ο έρωτας
είναι το ψωμάκι ανάμεσα σε ξένους.
Ξενύχτι
Την υγρασία που αφήνει η λύπη αγαπώ.
Τα ύπουλα αρχαία θέατρα. Τη λαχαναγορά
βαθύ γαλάζιο πρωινό με χειρονομίες.
Δοσοληψίες και νύφες ενδεδυμένες
μπροστοποδιά με φασολάκια και
μπόλικους πολιορκητικούς κριούς.
Για τον έρωτα που περνά απ’ τα στομάχια
κι έχει αυτή την μυρουδιά την κακήν κακώς
που διαολίζει τον κλήρο και την εκκλησία.
Καρδούλα
Καρδούλα που περιμένεις σφαίρα ή βέλος.
Σκοτάδι σιγανό να σε περπατήσει ή μιαν
αραχνούλα φρεσκογεννημένη να τρυπώσει
στο χτυποκάρδι σου, στα γλίσχρα σου περάσματα
να κεντήσει ιστό περιμένοντας το μοιραίο.
Μια νεροποντή από ζεστό αίμα, ένα συνωστισμό
αιμοσφαιρίων, μήνυμα στέλνοντας στον
κοιμισμένο μου φαλλό να αφυπνιστεί διότι
επίκειται διείσδυσις.
Παγκόσμια ημέρα ποίησης ή τα κομμένα κεφάλια
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, μια φοβερή
Άνοιξη έχασα τη θεία δύναμη τη
ζωοδότρα που μ’ αυτήν έπλαθα
κόσμους ολόγυρά μου. Τώρα κάνω
βόλτες γύρω απ’ το βάλτο. Κοιτάζω
τα κομμένα κεφάλια στις πιατέλες.
Στα σακιά. Ο ποιητής συσπειρώνει
τα κομμένα κεφάλια. Απαγγέλει
γαμιστερά, Όμηρο και Σαίξπηρ
περιστοιχισμένος από σαλάτες
και ψωμάκια και γαστρικά υγρά.
Κρέας φασκιωμένο με κρέας.
Κεφάλια μέσα σε στομάχια.
Εθνεγερσία. Των εκκενώσεων
ο πάταγος. Πιο δίπλα ο πακιστανός,
οι μαύρες πουτάνες ο Σαμουήλ
στο Κούγκι. Αξίες άφθαρτες. Ποιητικός
ρεαλισμός των άπληστων τραπεζωμάτων.
Ο λαός οργιάζει. Ο λαός οργίζεται.
Κρατά μπαλτάδες και γαρούφαλλα.
Κρατά τα κομμένα κεφάλια. Ο ποιητής
απαγγέλει. Ο γραφειοκράτης υπογράφει.
Ο λαός ανοίγει με τα νύχια την κοιλιά του.
Τραβάει τα εντόσθια και τα τυλίγει στο
λαιμό του. Ο λαός γιορτάζει χωρίς έλεος
την τρέλα του. Το έθνος απαγγέλει
ποιήματα. Οι ουρανοί αγάλλονται.
Ήρωες
Την τελευταία στιγμή συμβαίνει κάτι και
ο ήρωας σώζεται. Ανοίγει ένα συρτάρι ή μια
πόρτα στο κενό. Ανοίγει την καρδιά του
ή ένα αλεξίπτωτο. Οι ήρωες είναι παλληκάρια
που ροβολάνε πλαγιές. Είναι κατσίκια σε
κατσάβραχα. Έχουν περίστροφο και μεγάλα
αρχίδια. Οι ήρωες είναι συνήθως ευάλωτοι
στα χάδια και στα σπουδαία λόγια. Έχουν
τρυφερή καρδιά και τρυφερή ματιά. Συνήθως
ορμάνε πρώτοι στις μάχες. Κατασπαράσσουν
τον αντίπαλο. Οι ήρωες παίζουν κομπάρσοι
σε διαφημίσεις. Υποτάσσονται γλυκά
συμπληρώνουν αιτήσεις. Οι ήρωες πότε
γίνονται δαιμονισμένοι και πότε παραμυθάδες.
Γράφουμε ποιήματα για τους ήρωες. Τους
μνημονεύουμε και τους αγαπούμε. Τους
κορνιζάρουμε και τους ερωτευόμαστε.
Οι ήρωες γεννιούνται ήρωες. Και πεθαίνουν
ήρωες. Και γίνονται ήρωες. Γεννιούνται
την ώρα της συνουσίας και πεθαίνουν
σε βάλτους με ανθρώπινο κρέας. Στοιβάζονται
με άλλους ήρωες σε μιαν αίθουσα αναμονής
των ηρώων για τον άλλο Κόσμο. Χαράσσουν
με τα νύχια, τους τοίχους του παραδείσου και
τους τοίχους του Kάτω Kόσμου. Οι ήρωες
χτίζουν το άδυτό τους στον τρομερό λαβύρινθο
της σφαγής. Μπαίνουν στα βιβλία, διαπρύσιοι.
Και πότε πότε κάτι δαιμόνιοι τύποι τους αποδομούν.
Ποζάροντας δίπλα τους. Διεκδικώντας κι αυτοί
ολίγον ηρωισμό στα μάτια όσων δεν ζουν δίχως
ήρωες και δίχως αντιήρωες κι άλλες προβλέψεις
διαβλέψεις επιβλέψεις μέλλοντος ηρωικού και
σπουδαίου που περιμένει ραχιτικούς λογοτέχνες
να το κάνουν να σπαρταρά και να πάλλεται και να
συγκινεί ζεστό ζεστό τους συγγενείς των σφαγμένων.
Αυτό
Το αστείο είναι πως το πάθος μας μπορεί να καταπνίξει τον άλλον. Κι ο άλλος να πάθει μέγα ταράκουλο και να γίνει από εραστής προσωπείο εραστή. Ή να υποδύεται το ρόλο που τού υπαγορεύει το πάθος μας. Αφού πότε τον βλέπουμε ως αντικείμενο και πότε ως υποκείμενο. Και το βλέμμα μας απέναντί του παλινδρομεί ανάμεσα στην τυραννία και την προσφορά. Το πάθος είναι μια καθαρά ηρωική αξία. Αφού, πάθος σημαίνει πως μπορώ να θυσιάσω την ύπαρξή μου για να αποκαταστήσω την αλήθεια της ύπαρξης του άλλου. Το πάθος εξ ορισμού είναι σε κοινή θέα. Όποιος κρύβει το πάθος του πίσω από μια μάσκα στην πραγματικότητα το νοθεύει. Αφού αυτό έχει νόημα μόνο αν είναι φανερό και αχαλίνωτο. Αν δεν αφήσεις το πάθος να δράσει τότε θα θολώσεις. Δεν θα είσαι το καθαρό νεράκι μιας πηγής αλλά το λασπόνερο ενός βάλτου. Θα είσαι αυτός που θα περιορίσει την όρασή του για να μη φαίνεται. Αυτός που κρύβει το πάθος του πιάνεται στο δόκανο ενός εκβιασμού. Αν θα υπάρχει ως Άγιος ή ως τέρας. Καταδικασμένος όμως κατά βάθος, να αγωνιά κάθε στιγμή για το πώς θα διαφυλάξει το ηθικό όφελος της στωικότητάς του. Αφού με τη γλώσσα θα προσπαθεί να κρύψει αυτό που κραυγάζει το σώμα. Ένα σώμα που ξεροψήνεται και το εκπροσωπεί μια γλώσσα ψυχρή. Κι έτσι το πάθος θα καταντά ένα καρκίνωμα και θα ξεπέφτει στο φθόνο και στη γελοιότητα. Στα υποκατάστατα έρωτος και στα υποκατάστατα ζωής. Εκεί που κάθε κοινωνία ταξινομεί τους ανθρώπους σύμφωνα με τα λάθη τους. Και το να δείχνεις το πάθος σου είναι μέγα λάθος που σε καθιστά αυτοστιγμεί ύποπτο και δακτυλοδεικτούμενο στα μάτια όσων εκπαιδεύονται με όρους υποτέλειας και εξευτελιστικού παραδειγματισμού.
Θεία κωμωδία
Υποστήριζα πάντα πως είναι ψυχοπαθείς
όσοι πιστεύουν σε κάτι που δεν υπάρχει
και μαγαρίζουν αυτό που υπάρχει. Κι
αυτό που υπάρχει δεν είναι τίποτε άλλο
απ’ την ύπαρξή μας. Κι η ύπαρξή μας
θα πάψει κάποτε να υπάρχει κι αυτό
είναι απόδειξη πως θα πρέπει να πιστέψουμε
μόνο σ’ αυτό που μας κάνει να υπάρχουμε.
Δηλαδή στην ύπαρξή μας που φθείρεται.
Και στην κορύφωση της φθοράς που είναι
ο θάνατος. Αφού θα γίνουμε ουσίες θυμάρια
ρείκια και γαϊδουράγκαθα κι αφού θα γίνουμε
βουνά κάμποι κοιλάδες φαράγγια πλαγιές και
θα είναι περασμένα ξεχασμένα όλα τα περί
θεού και περί διαόλου και θα μεταμορφωθούμε
πάλι σε κάτι που υπάρχει και θα υπάρχουμε
αιωνίως σε όλο αυτό που υπάρχει γύρω μας
αφού υπήρχαμε από πάντα χυμένοι μεσ’ το
νερό και μεσ’ το φως πλασμένοι από θεσπέσιες
ενώσεις χημικές, από ηλεκτρόλυση φωτόλυση
και κόπρανα αστρικά. Από μήτρα σε μήτρα
κυλώντας, πλάσματα δια παντός πλασμένα
απ’ την αέναη συνουσία ουσιών από μια
νύχτα που μαζεύει κάθε τόσο τα φουστάνια της
για να περάσει το ποτάμι του φωτός.
Των Απόκρεω
Θα εφεύρουμε κάτι για να σπάσουμε πλάκα
ή να σπάσουμε τα μούτρα μας. Θα εφεύρουμε
ένα χάσμα και θα το ταΐζουμε λέξεις, θα
εφεύρουμε μονοπάτια την Άνοιξη εκδρομές
αγκαλιές χειράμια στο χώμα για ξάπλες.
Όμορφα πρωινά πνέοντας τα λοίσθια της
αγάπης κάτω απ’ τη σκιά της Ακροπόλεως
και κάτω απ’ τα σκέλια μιας μαντόνας.
Μόνοι μας ή με παρέα σε φοβερές ομίχλες
σε μιαν ηλιόλουστη παραλιακή λεωφόρο
με νεράιδες και βοσκοπούλες και αρχαίους
τύπους που έγραψαν φιλοσοφίες με την οκά.
Με τα παιδιά μας και τις γυναίκες μας
και τις εξάψεις μας. Μαζεύοντας λουλούδια
παίζοντας μπάλα. Μαζεύοντας ρίγανη και
τσάι σε όρη, λόφους και γκρεμούς. Ψάχνοντας
κάτω απ’ τα λιθάρια, μαζεύοντας το ρετσίνι
απ’ τα αιδοία των δέντρων. Ρίχνοντας
χαρταετούς σε ακρογιάλια και αμμουδιές.
Θα εφεύρουμε πάλι τις πόλεις θα γυρίσουμε
το διακόπτη στο μηδέν. Θα τραβήξουμε
τα φύλλα συκής απ’ την εκπαίδευση.
Θα ξαναγίνουμε μισθωτοί της ζωής.
Θα παλιώσουμε δίπλα στη λάμπα μιας νύχτας
και δίπλα στο φαγάκι ενός χειμώνα.
Τα χίλια βάσανα θα τα κάνουμε χίλιες χαρές.
Σχόλια στην Κοινωνία των εθνών
Ζούμε σε μεταβατικές εποχές. Άλλοι
περιμένουν τον ουράνιο θόλο να πέσει
στα κεφάλια τους κι άλλοι διαβάζουν
τα ζώδια στις φρι πρές. Άλλοι αγαπούν
το διάβολο κι αποχωρούν στο διάστημα
κι άλλοι διαβάζουν Άγι Στίνα. Ολίγον
δεξιοί και ολίγον αριστεροί και ολίγον
τίποτε. Άλλοι τρώνε μονάχα το ασπράδι
απ’ τ’ αυγό κι άλλοι ονειρεύονται
την πόλη τους και το κορμί τους και
το κορμί κυράς θαμπωμένης γυναίκας
με μισάνοιχτο στόμα. Άλλοι εργάζονται
στο μετρό κι άλλοι πουλιούνται με το
μέτρο. Άλλοι είναι δουλοπάροικοι και
τελεσίδικα αφιερωμένοι στις ιδέες
όσων δεν έχουν ιδέα για τον πόνο
των άλλων. Άλλοι λησμονούν κι άλλοι
θυμούνται τις λησμονιές των άλλων και
κλαίνε και γράφουν ατάκες για σήριαλ.
Άλλοι πίνουν χάπια αγοράζουν πρέζα
για να καταβροχθίσουν πολλά όνειρα
μαζί και να πάνε ανεγνώριστοι στην
ωραία κόλαση των παθών. Να πάνε
να βρούνε παλιές αγάπες και ν’ αποκτήσουν
ζάχαρο και λοφίο και να ξαπλώσουν
στους λόφους σαν σφαχτά λίγο πριν μπουν
στα ψυγεία. Άλλοι το σκάνε στη Γερμανία
και στο Ακαπούλκο άλλοι στο θείο που
έχει κωλάδικο στην Αστόρια. Άλλοι
αγλαΐζονται με τα θεία κι άλλοι συγκλίνουν
με τους συγκλητικούς. Άλλοι σχολιάζουν
σχόλια κι άλλοι καρποφορούν ευπρεπώς
υγρασία. Άλλοι είναι αχάριστοι κι άλλοι
χαρισματικοί κι άλλοι αναρωτιούνται
ποιος θα γαμήσει πρώτος. Άλλοι ψαρεύουν
κι άλλοι μαγεύουν τα πλήθη. Άλλοι πλάθουν
σε γραφεία ψωμί κι άλλοι γράφουν στίχους
σε ψωμάδικα. Άλλοι είναι ανήσυχοι κι άλλοι
δαιμονισμένοι. Άλλοι γράφουν βιβλία
χοντρά και αμείλιχτα κι άλλους τους
πλακώνει η μέρα και η νύχτα. Τους πλακώνει
η σύζυγος τα παιδιά και το κεραμίδι και το
γιωταχή και οι συνεστιάσεις. Και ο προϊστάμενος
και η ομοβροντία τόσων βυζιών στο δρόμο και
τόσων κώλων φοβερών κι ηλεκτρισμένων.
Άλλοι γδύνονται κρυφά κι άλλοι φανερά.
Άλλοι αυνανίζονται υπέροχα κι άλλοι
γαμιούνται βιαστικά. Άλλοι ματώνουν
μαζεύουν χρυσό για το λαιμό της ωραίας
Ελένης που τους πήρε στο λαιμό τους και
του παντοκράτορα χρυσώνουν το μάτι. Άλλοι
βρίσκουν καταφύγιο στον ήλιο και χαϊδεύουν
σκυλιά σαν εμένα κι άλλοι γαυγίζουν σαν
εμένα και ζουν σε τροχόσπιτα και σε πηγάδια.
Άλλοι μαγειρεύουν εξαίσιο στιφάδο κι άλλοι
είναι φυλακή. Άλλοι ντύνονται μπαλαρίνες
τη νύχτα κι άλλοι με την απόχη τους
κυνηγούν πεταλούδες στο χάος. Άλλοι
κάνουν σεξ στεγνό κι άλλοι παίζουν προπό.
Άλλοι δραπετεύουν στον ύπνο που φέρνει
όνειρα και ξεβρακώνει κώλους. Άλλοι
αυνανίζουν το θεό στην Ελβετία κι άλλοι
υπογράφουν δάνεια για σφαγεία. Άλλοι
αγαπούν τη σημαία και την πατρίδα τους.
Άλλοι αγαπούν τη μάνα τους και μισούν
τις γυναίκες. Άλλοι μισούν και σκοτώνουν
κι άλλοι γαμούνε κατσίκες και κάνουν τρισάγια.
Άλλοι είναι αθώοι που θα γίνουν ένοχοι
κι άλλοι ένοχοι που υπήρξαν αθώοι. Άλλοι
γεννήθηκαν στην πρωτεύουσα κι άλλοι στα
χωράφια. Άλλοι έχουν πισίνα κι άλλοι έχουν
καρκίνο. Άλλοι κάνουν περιτομή στα παιδιά
τους. Άλλοι είναι καθολικοί κι άλλοι ορθόδοξοι.
Άλλοι είναι βουδιστές κι άλλοι ινδουιστές
και μορμόνοι. Άλλοι δεν είναι τίποτε και
θέλουν να γίνουν κάτι. Άλλοι πουλάνε
το κορμί τους κι άλλοι το αγοράζουν. Άλλοι
ρυθμίζουν την προσφορά και τη ζήτηση κι άλλοι
χύνουν πάνω σε μια φωτογραφία. Άλλοι
κάνουν επανάσταση κι άλλοι την κατουράνε.
Άλλοι γράφουν και δεν κάνουν τίποτε κι
άλλοι κάνουν τα πάντα αλλά δεν γράφουν.
Άλλοι με διαβάζουν κι άλλοι με γράφουν
στ’ αρχίδια τους. Άλλοι με αγαπούν και με
σκέφτονται κι άλλοι με μισούν και με φτύνουν.
Κι άλλοι με ονειρεύονται να οργώνω επίμονα
το αιώνιο ποίημα. Κι άλλοι να ξεκοιλιάζω
τη γραφή όπως τα παιδιά τα παιγνίδια τους.
Κήπος των γυναικών
Θεό δεν έχω, μα εικόνες προσκυνώ.
Θεσπέσια αχαλίνωτα βυζιά. Αιδοία
με τα χείλη τους πρησμένα και υγρά.
Στην εκκλησία δεν πατώ, μα έχω χτίσει
με τις λέξεις μου εξαίσιο ναό και μυστικά βιβλία.
Κήπο των ηδονών κήπο των τέρψεων.
Κήπο από φαλλούς κήπο των γυναικών.
Κήπο των εραστών.
Βλέπω τα θαύματα επάνω στα κλαδιά.
Τις νύμφες.
Και γονατίζω πάντα και προσεύχομαι.
Μπρός στην ωραία πύλη στέκομαι
να μεταλάβω οργασμό.
Να μεταλάβω άφθαρτη σοφία απ’ τις θεές
που με οδηγούνε στον πυρήνα τους γυμνές
που με οδηγούν για λίγο στον παράδεισο.
Στα καθρεφτάκια τους, εκεί
στη μέθη της στιγμής. Να ενσαρκωθώ.
Κι από κοινός θνητός να γίνω ο Ζεύς.
Να γίνω ο Ζευγάς, να γίνω ο Πορθητής.
Το λάλημα της πάνσεπτης Αγίας ηδονής.
Ασπασμός
Η δουλειά του ποιητή είναι να γράφει ποιήματα. Στο γραφείο στον καμπινέ στην ταράτσα. Η ποίηση είναι ανυπακοή στο υπαρξιακό ξεβράκωμα της κυριολεξίας. Είναι η άρνηση του δόλου κάθε αυτάρεσκης βεβαιότητας. Στο μεγάλο ιστορικό χρόνο μας συμφιλιώνει με τον ατομικό μας θάνατο αποκαλύπτοντας μεγαλοπρεπώς τη θνητότητά μας. Η ποίηση είναι τα καλιαρντά του πληγωμένου. Ενός ασήμαντου θεού η ροπή προς τη δημιουργική καταστροφή. Η βαρεμάρα ενός ξεπεσμένου θεού που δε βρίσκει καμιά ευχαρίστηση στη Δημιουργία και θέλει να την ξεπαστρέψει για να την ανανεώσει αυτοστιγμεί. Η ποίηση δεν είναι της νίκης ή της ήττας τέκνο κι ούτε ακροβατεί στο χαντάκι του ψευδεπίγραφου δυϊσμού μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Η ποίηση των καιρών μας δεν έχει την όψιμη λαϊκότητα των ελληνοκεντρικών της γενιάς του τριάντα ως μια αισθητιστική χειρονομία υπολογιστικά προστιθέμενη στη φαρέτρα του κοσμοπολιτισμού μας. Η ποίηση των καιρών μας είναι η αποθέωση της παιδιάστικης ανάποδης όψης των πραγμάτων. Ένα ημερολόγιο λέξεων που βρίσκονται σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης προς την τρύπα της ουτοπίας. Μια τρύπα που δεν έχει εξουσία υποτελείς και συνενόχους αλλά μάρτυρες της ύπαρξής της. Είναι η σπορά μιας ποίησης που θα ανατρέψει καθεστώτα εδραιωμένα στα στομάχια. Η δουλειά του ποιητή δεν είναι ένας μέσος όρος καταστάσεων υπαγορευμένος απ’ την αστική οικονομία του κορεσμού αλλά μια διεστραμένη οικονομία του σκορπίσματος της διασπάθησης και της παραφοράς.
Η μπαλάντα του αγνωστικιστή
Δεν ξέρω αν έγραψα ποίημα ή πεζό
δεν ξέρω αν θα πάρω βραβείο αν θα
φάω μανιτάρια αν θα αυνανιστώ
δεν ξέρω αν ο γιατρός θα μου κόψει
τα χάπια αν θα με ευνουχίσει η κυρά
αν θα με φτύσουν οι φίλοι αν θα πάρω
λεφτά δεν ξέρω αν είμαι λογικός ή
παράλογος νέος ή γέρος δεν ξέρω αν
γράφω μελό αν έχω ανδρισμό αν χύνω
σωστά αν έχω ενδιαφέρον για τα κοινά
δεν ξέρω αν ονειρεύομαι ή αν ζω
αν πεθαίνω αν είμαι σε οργασμό
δεν ξέρω αν πιστεύω αν γαμώ αν έχω
ερωμένες δεν ξέρω αν έχω περιουσία
αν έχω νεύρα αν θα φάω τους
πλούσιους αν θα σώσω τους φτωχούς
αν θα γκαστρώσω μια μορφονιά αν
θα ονειρευτώ αν θα παγώσω απ’ το κρύο
αν θα κάψω την πόλη αν θα σπείρω
δόντια αν θα θερίσω θύελλες αν θα
καταλήξω τρελός αν θα λουστώ απόψε
δεν ξέρω ξένες γλώσσες δεν ξέρω
αν ξέρω πολλά ή λίγα αν είμαι όρχις
αν είμαι αυτάρκης αν είμαι άναρχος
δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει και τι
θα μου νυχτώσει δεν ξέρω τι ώρα
θα’ ναι στον επόμενο τόνο δεν ξέρω
αν με ξεγέννησε η μάνα μου μ’ έναν πόνο
ή αν θα με φυτέψουν γυμνό μεσ’ το χώμα.
Ερωτά τε
Ρωτήστε τα ανήσυχα μυαλά και τα χαζά
μπούτια ρωτήστε τον παππού και τη
γιαγιά ρωτήστε το δήμαρχο ρωτήστε
την εμμηνόπαυση ρωτήστε τα αιδοία
και τους περήφανους καλλιτέχνες
ρωτήστε τη βροχή και το γάιδαρο
ρωτήστε το χώμα και το λυπητερό
ρεφρέν της συνουσίας ρωτήστε τους
ορειβάτες του Παναιτωλικού όρους
το ωραίο της κοχύλι ασφαλώς και τα
ωραία της δάχτυλα ρωτήστε το φόρεμά της
που κρύβει τη γυμνή αλήθεια ρωτήστε
τον τοίχο και τα μάτια αγαπημένων
γυναικών ρωτήστε το κορμί της μετά
τη δουλειά και τον έρωτα που εκάνατε
κάποτε στο πάτωμα ρωτήστε τον ξυλοκόπο
και τα κοτσύφια ρωτήστε τα κουφέτα
και του γάμους τ’ ουρανού και της γης
ρωτήστε τη μηχανή που κόβει δάχτυλα
και τους μπουρζουάδες της επαρχίας
ρωτήστε τον εραστή της λαίδης Τσάτερλυ
ρωτήστε το γύφτο με τις πατάτες και
τον αφρικανό με τα σι ντί ρωτήστε τον
αεροπόρο που βομβάρδισε μια χώρα
ρωτήστε τη χώρα που γέννησε έναν
ήρωα και τον ήρωα που θυσιάστηκε
στο ιλαρό φως της αγάπης ρωτήστε
τους οδοκαθαριστές και τους δούλους
του θεού ρωτήστε τον ορθολογιστή
και το σκύλο τον εμπορικό αντιπρόσωπο
και τον ιεροκήρυκα ρωτήστε την όμορφη
που τη βρίσκει με την ομορφιά της και
ρωτήστε τα χοντρά κόκκινα μυρμήγκια
που έρχονται τη νύχτα και σας ροκανίζουν
τα πόδια ρωτήστε τους μαζοχιστές τους
φετιχιστές τους ποδηλάτες ρωτήστε
τους τυπογράφους και τους εκδότες
τα ψώνια που απαγγέλουν ποιήματα
ρωτήστε τα ποιήματα που απαγγέλουν
τα ψώνια ρωτήστε τα ψάρια και τα πουλιά
ρωτήστε και τις φοβερές λεσβίες
με τις φοβερές γλώσσες ρωτήστε τα ζώδια
και τα λουλούδια ρωτήστε τις χαρτορίχτρες
και τα πετεινά του ουρανού ρωτήστε
ρωτήστε για να μάθετε και ρωτήστε για να
ξεμάθετε και μην πάψετε ποτέ να ρωτάτε
και να γίνεστε αδιάκριτοι και να είστε
ήδη ένα πρόβλημα για όλους αυτούς
που δε μάθαν να ερωτάνε και δε μάθαν
να ερωτοτροπούν με όλες τις ομορφιές
αυτού του κόσμου
Οδηγός απολαύσεων
Απορροφηθείτε εις την εργασία σας, την υγρασία σας, τη φυλακή σας.
Σώσον Κύριε τας γραφάς εκάστου και τες ιδιοτροπίες.
Είμεθα σάρκα και είμεθα και πέτσα βασιλεύουσα.
Κρατηθείτε μακριά απ’ το μικροαστισμό. Πειραματιστείτε εξ αρχής με το μοντάζ.
Χάριν γούστου να πάγετε εις τον άλλο κόσμο.
Οι Κολόμβοι είναι οι πλημμυρίδες και οι θόρυβοι σε όλες τις πεδιάδες της αβύσσου.
Τεκνοποιείτε άφοβα, βοηθά στην πρωτοτυπία.
Αγγελικά τάγματα και άμβωνες είναι εις τον σάκο των όρχεων.
Ενός λεπτού σιγή για τον αναγνώστη σας δε βλάπτει.
Ρουφήξτε έως ανακοπής την παλλακίδα του Κοσμήτορος πόνου.
Τους αναχθέντες στο μηδέν κάντε τους είδωλα στην αστρική αποικία.
Σώας τας φρένας σημαίνει υπερφίαλος στη Νεκρά θάλασσα.
Τας λεωφόρους μη βαδίζειν αλλά τας συνουσίας.
Εγίνετε δαιμονισμένοι όσο πρέπει για να πείτε την ιστορία σωστά.
Η φαντασία βλάπτει σοβαρά τη λαγνεία.
Λαγνευτείτε ακαταπαύστως χωρίς κατηχητικό.
Μην διαλαλείτε τη φύση και τα διαστελλόμενα ερέβη της.
Να ασκείτε την γλώσσα ως όφιδες.
Υποκλιθείτε στα χαλυβουργία των ιεροδούλων σπασμών.
Είναι χάσιμον χρόνου η μόρφωσις.
Ο διάβολος ζυμώνει με τον κώλο του το ψωμάκι του θεού.
Όπου να’ ναι γδυθείτε.
Αλατίστε το αιδοίο σας και χορτάστε με το φαγάκι του συλφίδες αχόρταγες.
Γράψτε, απορφανιστείτε από πραξικοπήματα.
Οψόμεθα, και οψόμεθα διηνεκώς.
Μουνάκια σημεία των καιρών.
Να αποφεύγετε τα λερναία πλήθη και τους κυματισμούς προβάτων εις τας γραφάς.
Να ασκείται την τέχνη καλογέρων εν στύσει.
Δεν ασχημονούσαν οι χωριάτες που είχαν για Μούσα μια κατσίκα.
Να γαμείτε βήμα βήμα τον απαισιόδοξο μέσα σας.
Η πιο στυγνή μεθοδολογία είναι ο αυνανισμός.
Προφορικές πάντα διαπομπεύσεις να εκάμνετε εις του πρυμναίους.
Άρβυλα στρατιωτών σαν κρίνα δίπλα σε συλημένα πουταναριά.
Τον οβολόν σας προσφέρετε για λίγην αγκαλιά.
Να λατρεύεται τα σύννεφα και κάθε άπιαστη ομορφιά που σας ζωογονεί.
Διαδηλώστε κάτω απ’ το κείμενο κορμί μου λεξούλες αλκαλικές.
Προαχθείτε από καλλιτέχνες σε πυροτεχνουργούς.
Τι ωραίο τρίγωνο το αιδοίο σου! γεωμετρία χθόνια.
Εξασκηθείτε, όπως ο Κρόνος στον πόλεμο συνέλεγε δορυφόρους.
Η κλειτορίς της ελληνικής σημαίας είναι ο σταυρός.
Δεν βλάπτει η εξουσία όταν την ψελλίζουν τα πορφυρά μουνόχειλα στον αγαθό φαλλό.
Μη σκάπτετε τις καρδούλες σας αλλά τις υγρές ύλες.
Καρδαμώστε με ήλιο παρεκτροπικοί γλουτοί.
Ο Καστοριάδης έχεζε εσχατολογικά κύριε Κράτος και μαντάμ Ακαδημία.
Κάθε φιλόσοφος κι ένας απονευρωμένος χειρομαλάκτης της ύπαρξης.
Να κρατάτε μούτρα στον κώλο που σας γυρίζει τον κώλο του.
Πρέπει να σου αφιερωθώ βυζί.
Οι μπήχτες δεν μπορούν να καταλάβουν την τραγωδία ενός λουλουδιού που μαραίνεται.
Θέλω να σε σοδομίσω θρίαμβε ήλιε όπως κι εσύ.
Μη γίνεστε ψυχολόγοι σφάχτες νυμφιδίων.
Ελάσσονες και μείζονες νοικοκυραίοι των γραφών χαμουρευτείτε.
Στα ξενέρωτα όνειρα να μπήγετε ένα σκιάχτρο.
Η τεχνολογία είναι τα κεραυνοβόλα γηρατειά του Αδάμ και της Εύας.
Ο φόβος λογοκρίνει τις αυθόρμητες πράξεις.
Η φιλανθρωπία είναι η πιο ακραία επίδειξη κυνισμού.
Κρύψου στο βρακί της τώρα διάβολε των Ησυχαστών.
Χαοτική δυναμική
Σαν αρχίσει πλήρως η επέλαση κι η εφαρμογή της θεωρίας θα δεις το καινούργιο γλυκό ποιητικό στυλ της εξουσίας να αναβλύζει. Θα μπορεί καθένας μας να βρει στο ρακοσυλλέκτη ένα κομμάτι τού εαυτού του, εκείνο το απωθημένο τεμάχιο που πατικώθηκε απ’ τον πρωτοφανή κόσμο των καπιταλιστών και ωρίμασε πλάι στους παλιούς γοητευτικούς φεουδάρχες που τροφοδότησαν τη βουκολική θεματολογία και τον αστικό νατουραλισμό. Θα ξαναβρούμε τα ίχνη της πρωτόγονης διαλεκτικής ανάμεσα στα σύμβολα και το υλικό τους βάρους. Μέσα στο ταραγμένο και δίχως επίγνωση πλήθος-που πιάνεται κάθε φορά απ’ τα μαλλιά των κοινωνικά πνιγμένων-μάζες απωθημένες έξω απ’ τα τείχη της πόλης, κάτω απ’ το βλέμμα της αστυνομίας θα πίνουν το κρασί του διαβόλου. Αποχαυνωμένοι και με τόνο καρτερικό θα υπομένουν τα καμώματα του διαβόλου που μεταμορφώνεται σε παρθένο Μαρία ή μαυριτανό στρατηγό, αναδιφητή των γεγονότων και σχεδιαστή των εντάσεων που του επιτρέπουν να διοικεί με τις παλάμες του τα ερείπια ενός κόσμου που βγάζει το τελευταίο του ξύγκι για να θρέψει τα παιδιά των αστών και τα σαγηνευτικά σκυλιά τους.
Διαλεκτικός υλισμός
Εξόχως ηδονικά και άφθονα λογάκια
ατάκτως ειρημένα σκωπτικά
η βία είναι η μαμή της ιστορίας
μάνα μανούλα μαμά
ιστορικές ομιλίες που μένουν
στα χαρτιά στα βιβλία στα κορμιά
χάη γραπτά υπερπέραντα
ο καλπασμός των αγίων
οι σωτήρες τροχάδην
οι εφεδρείες στους βάλτους
ο ελληνικός στρατός προς την Άγκυρα
τροχόσπιτα με πουτάνες πολιορκητές
Καππαδόκες Ιγνάτιοι ευνούχοι
της Εκάτης οι εγγόνες
για να θυμούνται οι παλιοί του μέλλοντος
την εποχή των τεράτων
την εποχή των δολοφόνων
το δείγμα δωρεάν του πόνου και τα
καμένα σπίτια στο λόφο που σουρουπώνει
μα ο γάμος φτωχός και τα νταούλια λίγα
ένας ύμνος ορφικός
ένας Ροβινσώνας της Πίνδου
ένας κανίβαλος
παιχνίδια κοριτσιών στ’ ακρογιάλι
σγουρόμαλλα αρνιά
κοπάδια στη βοσκή με το χιόνι
και τα μαύρα κοτσύφια
πλαστά λεφτά
νεκροταφεία
κατοικίες στρατηγών
δαμάλια που ξεψυχούν
σφαγεία της αγάπης και του έρωτα
απ’ τα τσιγκέλια η γύμνια
πάρτι μουσική πολύφωτα γαμήσια
ω! θα με κάνεις σαν τα μούτρα σου
μνήμη μοιχαλίδα
Λάμια
Είχε τον τρόπο της. Ένα μαγικό κουτί που έκρυβε ζαρκάδια, πουλιά και εραστές. Γυναίκα από γλυκό θυμό κι από ελάτια της Πεντέλης. Αθηναία καλλονή. Στρατευμένη στην εξουσία του έρωτα. Αφοσιωμένη στην αποχαύνωση των βασιλιάδων. Ερωμένη του Δημητρίου του πολιορκητή. Με τα ηγεμονικά δώρα του ίδρυσε στη Σικυώνα την Ποικίλη στοά. Την πρώτη στον κόσμο πινακοθήκη. Σ’ ένα συμπόσιο ο Δημήτριος της χάρισε αρώματα ακριβά που δεν της άρεσαν. Χολωμένος φώναξε να του φέρουν ένα βάζο για μυρουδικά και μέσα εκεί αυνανίστηκε. Με το δάχτυλο της έδωσε τότε να μυρίσει το σπέρμα. Η Λάμια είπε πως αυτό είναι σαπρότατον πάντων. Ναι! Λάμια της απάντησε ο πολιορκητής αλλά μάρτυρές μου οι θεοί, μάθε πως είναι από πούτσο βασιλικό. Κάποτε μήνυσε έναν πελάτη της που την ονειρεύτηκε γυμνή και εκσπερμάτωσε, ζητώντας την αμοιβή της. Ο δικαστής της έδωσε για αποζημίωση τη σκιά μιας δραχμής, θεωρώντας ότι η σκιά αντιστοιχεί στο όνειρο. Ήτο φιλότεχνη και πνευματώδης. Οι Αθηναίοι ίδρυσαν γι’ αυτήν ναό και την τιμούσαν σαν Αφροδίτη.
Απ’ το ανέκδοτο βιβλίο:
Το εξαίσιο πουταναριό
Ή
εταίρων κατάλογος
Τοπίον της πόλεως των Αθηνών
Κατεβήκαμε το σούρουπο στο Μεταξουργείο. Κάναμε μια μικρή γύρα με τα πόδια κι ανεβήκαμε στο πρώτο σπίτι. Μαζί μας ανέβηκε κι ένα τσούρμο από χωριάτες με καταγωγή απ’ τη Μάντρα Αττικής. Ο μεγαλύτερος δάγκωνε την άκρη των χειλιών του κάνοντας το μουστάκι του ν’ ανεβοκατεβαίνει. Καθίσαμε στο σαλονάκι. Εμφανίστηκε μια κοπέλα μ’ ένα αραχνοΰφαντο πέπλο. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλε τα γέλια. Γελούσε με όλο του το κορμί. Η καρέκλα όπου καθόταν έτριζε. Η ευθυμία του μεταδόθηκε γρήγορα και στους άλλους. Το δωμάτιο ολόκληρο αντηχούσε απ’ τα βροντερά τους γέλια. Η κοπέλα δεν περίμενε τέτοια γελοιοποίηση. Εγώ έγινα κατακόκκινος κι ο φίλος μου έπαιζε ρυθμικά τα δάχτυλά του στο γόνατο. Οι χωριάτες ένοιωθαν τη διάθεση να γελάσουν με κάθε της λέξη, αλλά συγκρατούσαν την ευθυμία τους. Ένας άλλος χωριάτης με μακρύ μυτερό πρόσωπο στεκόταν ολόρθος, χωρίς να στηρίζεται στον τοίχο. Δεν είχε ύφος ειρωνικό. Ούτε και γελούσε. Αντιθέτως έδειχνε πολύ νευρικός. Όταν κάπνιζε έδιωχνε τον καπνό με μια χειρονομία δυσαρέσκειας, λες και κυνηγούσε σφήκες ή μύγες. Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την παρουσία της σχεδόν γυμνής κοπέλας στο δωμάτιο. Της κοπέλας με το αραχνοΰφαντο πέπλο και το ξυρισμένο μουνί.
Στα άκρα
Μην είσαι τόσο ερωτικός και
μην είσαι τόσο πουτανιάρης.
Και τόσο απροκάλυπτα νυμφομανής.
Μην είσαι τόσο υποχείριος του
μουνιού και τόσο σκύλος πιστός.
Μου λεν οι παλαιοί που
χρημάτισαν χορηγοί θρήνων.
Και τα ’δωσαν όλα στις παραγγελιές
όλο σπασμένη φωνούλα κι αχαλίνωτη
ήττα. Και μιλιά που σοβαρεύει
κάνοντας σφοδρή πολιτική.
Σα να παίρνει η φλόγα στο πετρογκάζ
και σα να δυναμώνει ο τσιγαρόβηχας
που βγαίνει όλο και πιο πονετικός
αφήνοντας στο τοπίο γύρω το επόμενο έπος.
Το επόμενο κρατικό βραβείο το επόμενο
ντιχτιρντί με την ωραία κοιμωμένη της νετ
να καυλώνει απ’ τα έγκατα στους
εσχατόγερους μπροστά. Στους πανδαμάτορες
της σπαστικής κολίτιδας του έθνους.
Ορθωγραφύα
Η ορθογραφία προασπίζει αξίες. Προστάζει. Αναστέλλει το παιχνίδι της αιτιότητας κάθε λέξης. Είναι ένα είδος μηχανικής της ομοιομορφίας. Τι κι αν γράψουμε λάθος το όνομά μας. Τι κι αν εκφράσουμε το συναίσθημα με ανορθογραφίες σε μιαν επιστολή έρωτος ή απελπισίας. Τι κι αν μαγαρίσουμε το παραλήρημα με λάθος φωνήεν. Τίποτε. Μόνο ένας αδιόρατος φόβος που κάποτε μας άγγιξε μ’ ένα ραβδί. Μια σχολαστική παρόρμηση του ενήλικου κόσμου να επιβάλει κανόνες και να υποβάλει μνημόνια καθαρότητας των γραμματικών θεσμών. Η ορθογραφία είναι η επισημότητα του περάσματος απ’ τον προφορικό στο γραπτό λόγο. Το κοσκίνισμα κάθε αιτήματος έκφρασης που πρέπει να ταξινομηθεί και να καταγραφεί κυρίως για να διαδώσει και να διασώσει. Δεν έχει να κάνει τόσο με τη γλώσσα όσο με την ορθοφροσύνη της εικόνας της γλώσσας. Είναι μιαν ανωτέρου επιπέδου διακόσμηση. Όχι τόσο για να ομορφύνει, διότι η ομορφιά κλείνει σχετικές αλήθειες, αλλά για να καταργήσει το έκδηλο και το λανθάνων, το παιγνιώδες της επίφασης και την ανυπακοή του κρυμμένου. Ο ανορθόγραφος είναι ο κακός μαθητής που προορίζεται για τεχνίτης, σε μια περιοχή που ο γραπτός λόγος απουσιάζει. Ο ορθογράφος όμως έχει περγαμηνές μέλλοντος και μια ξεμπλοκαρισμένη ευφυΐα εύπλαστη για στελέχωση επιχείρησης και σταδιοδρομία. Η ορθογραφία λειτούργησε και λειτουργεί ως φίλτρο. Για να μάθεις ορθογραφία πρέπει να πειθαρχήσεις. Και πρέπει να πειθαρχήσεις για να πάψεις να γελοιογραφείς τη γλώσσα όπως κάποιοι γελοιογραφούν τη συνουσία με τα χοντροκομμένα σχέδια από ψωλές και αιδοία στις τουαλέτες. Δηλαδή να περιορίσεις κάθε ανυπακοή στα αποχωρητήρια κι όχι στο δημόσιο βίο. Κι όπως έχεις εθνική συνείδηση, θρησκευτική συνείδηση, ποδοσφαιρική συνείδηση να αποκτήσεις και ορθογραφική συνείδηση. Να αλαλιάσεις ακροβατώντας στην ακμή της ετυμολογικής ψύχωσης και να διατηρείς μνήμες απ’ τη φερτή ύλη ενός αιματόβρεχτου παρελθόντος. Να καταπνίξεις τις λεξικές ορδές που αναβλύζεις και τις παράγωγες ερμηνείες που αναδίδει η ερωτική τριβή και ο βιαιοπραγής βίος. Να γίνεις ακόλουθος ενός λεξικού που στολίζει σα χρυσό δόντι το φαφούτικο στόμα της εξουσίας. Πάνω απ’ τις επιχωματώσεις των αλλεπάλληλων αιώνων στον ομιλούμενο ρέοντα λόγο κάθεται η σκατόμυγα της ορθογραφίας. Το πέρασμα απ’ το εύγλωττο σάλιο και το φιλί στην επιστολογραφία και τη γραπτή ύλη. Απ’ τον προφορικό στο γραπτό πολιτισμό. Απ’ τη φράση στην ιδεοληψία της φράσης. Κι απ’ τον αγράμματο σοφό στο γραμματιζούμενο βλάκα.
Της Ανοίξεως
Tο τελευταίο ποίημα
Είναι μεγάλο πράγμα
να σου συμβεί αυτό που γράφεις
και να πάθεις ένα γερό στραπάτσο
σ’ αυτό το ευκλείδειο σύμπαν
που δε μένει τίποτε όρθιο
ούτε καν η θάλασσα, ούτε αυτά
τα ερεβώδη διαστελλόμενα κορμάκια
με τις κρυφές λυσίλυπες αντένες ηδονής.
Με τα σπαραξικάρδια στιχάκια
που αμήχανα αθροίζουν τις ροές
συλλαβιστά, ψυχοπονιάρικα
δια παντός εξοικειώνοντας
τη σάρκα με το χώμα.
Στις εσχατιές του φάσματος
εκβάλλοντας το τελευταίο ποίημα.
Σατυρικόν
Δεν υπάρχουν πια σοβαρά άτομα
και σοβαρές απόψεις. Κι αν τύχει
και βρεις κάποιον ενδιαφέροντα
τύπο θα τον πάρει το ποτάμι κι
ο χρόνος. Κι ίσως ο βιοπορισμός
τον σουλουπώσει κάπως κάνοντάς τον
μικροαστό με τρίχες στη μύτη ή
τρελαμένο χίπη που ανεβάζει
κάθε τόσο τα στόρια για να μπει
ο ήλιος και να δείξει στη γυναίκα του
την αιωνιότητα πέρα μακριά.
Εγώ
Είναι ώρα να γράψω μιαν ωδή
ή μιαν επιστολή απελπισίας.
Χωρίς αλκοόλ και χωρίς μεθύσι.
Με πείσμα όμως και καλά φυλαγμένο θυμό.
Να γίνω ο κάπως ενδιαφέρων τύπος
στα μάτια εκείνων που δε θα με
κοιτάξουν ποτέ στα μάτια παρά
θα νοιώσουν την καρδούλα ενός
σκύλου να χτυπά δυνατά χωρίς
λυρικά στοιχεία και ξενόφερτα δάνεια.
Αφήνοντας μεθοδικά να σκυλευτεί το πάθος.
Να γίνει αδένωμα πηχτό καρκινογόνο τέρας
ο εδραιωμένος εαυτούλης στα γραφτά
και στις ποιητικές διαπομπεύσεις.
Ο μέσα αχαΐρευτος βουλιμικός παρίας.