Κάποιος που βάδιζε στην αμμουδιά
αγαπούσε ένα κορίτσι χωρίς περιστροφές
και χωρίς μεγάλα λόγια και χωρίς φανφάρες
και ζητούσε τα βελουδένια μάτια της
ζητούσε το υγρό κελί της, την αγάπη της
που κρεμόταν από μια κλωστή. Ζητούσε
τα χείλη της και τα πέπλα της, ένα ποτάμι
από έρωτα. Ζητούσε τη ζεστασιά και το χάδι της.
Έπινε σκέτους καφέδες, λαχταρούσε να γράφει
ποιήματα και στίχους. Η γλώσσα του είχε πάρει
φωτιά και η καρδιά του ζεματίστηκε. Δεν
έβλεπε δεν άκουγε δεν έτρωγε. Βάδιζε
στην αμμουδιά και αγαπούσε ένα κορίτσι
που δεν είχε δει και δεν είχε ακούσει. Μα
περίμενε να ’ρθει το κορίτσι που αγαπούσε.
Με το χνουδωτό του εφηβαίο και τα φοβερά
χείλη της αγάπης και τα φοβερά πέπλα του έρωτα.