Θα παρουσιάσω το έργο μου στο κοινό
θα πάρω παρουσίες υπογραφές υποσχέσεις.
Νύχτα αμυδρή. Φεγγαράκια, τόσα όσο. Φύση
τυφλή κι ουρανός που μας πλάκωσε.
Ο ελεγκτής φόβος να παίρνει τα πάνω του.
Κι εμείς μόνοι με την κοφτερή μας διάνοια
να κόβουμε φέτες την τέχνη. Λιμασμένα όντα
όλο γλύκα μέλια καημούς. Να ταΐζω σκυλιά
και ζητιάνους να χτίζω μέθοδο μελόδραμα
και φρέσκο λόγο ποιητικό κυρίως για να
συγκινήσω μπούτια όπως πάντα γούσταρα
κάτι ζόρικες υπάρξεις να μου κάνουν κριτική
με σπασμό. Να μου κάνουν την τιμή.
Να με πιάνουν στο στόμα τους ιδίως τη νύχτα.
Month: Απρίλιος 2013
Λεωφόροι και μονοπάτια
Όταν θα πάρεις το δρόμο της λεωφόρου
που οδηγεί στα σοβαρά πράγματα
θα χάσεις το μονοπάτι που οδηγεί στη χαρά της ζωής.
Και θα γίνεις στο τέλος του δρόμου
ο Ορφέας που ψάχνει τη γυναίκα του στους πεθαμένους.
Και θα γίνεις το κλαψούρισμα ενός άγρια δαρμένου σκύλου
που δεν μπορεί να δραπετεύσει πλέον
απ’ τις απάνθρωπες αυγές.
Εκδρομή στο δάσος
Θα διασχίσω το ποτάμι, θ’ αγοράσω
μιαν εφημερίδα, θα διαβάσω λέξεις στην
άκρη του νερού και θα καθρεφτιστώ. Και
θα ’θελα να είσαι σαν τα πλάσματα που
δεν πεθαίνουν και δεν γερνούν και δεν
χάνονται μέσα στη νύχτα. Θα ’θελα να
είσαι η αναρχία των μαζών και η προέκταση
του πούτσου μου. Με τα δάχτυλα θα ’θελα
ν’ αναποδογυρίσεις τη μνήμη σαν τσέπη.
Να χυθούν από μέσα της τα χρόνια σαν
κέρματα που τα ρίχνεις σ’ ένα βάραθρο.
Και θα ’θελα να με λιώσεις, μάγισσα
ανακουφίστρια τόσων και τόσων παλαβών
που αντί να κοιτούν τη δουλειά τους όλο
σπέρνουν ποιήματα κι όλο διαολίζουν το
μοντέρνο μας κόσμο.
Εγκληματίας πολέμου
Η πιο οξύμωρη μαλακία είναι η έκφραση εγκληματίας πολέμου. Αφού εγκληματίας πολέμου είναι πάντα αυτός που χάνει τον πόλεμο και τον πόλεμο τον χάνουν μονίμως οι σκοτωμένοι. Αυτοί οι ήρωες που θυσιάζονται ομαδηδόν στα πεδία των μαχών και περνιούνται στα σχολικά βιβλία και στα εθνικιστικά κόμικς. Αυτοί οι ήρωες του κάθε λαού που είναι οι σφαγείς του διπλανού λαού και πάει λέγοντας. Αυτά τα ανθρώπινα πετσιά που πρωταγωνιστούν στις διαμάχες των ιστορικών που γράφουν την ιστορία, με χορηγούς ιδρύματα που βγάζουν λεφτά απ’ τον πόλεμο και τον εθνικισμό και τους πατριωτισμούς. Ο εγκληματίας πολέμου έρχεται να μετριάσει τις συλλογικές τύψεις. Έρχεται ως μαύρο πρόβατο του ιστορικού γίγνεσθαι να δώσει άλλοθι στις αιτίες που προκαλούν τον πόλεμο. Έρχεται ως κατάπτυστο ον, ως όνειδος του πολιτισμού να επικυρώσει τις επιλογές των νικητών. Δηλαδή αυτών που κερδίζουν απ’ τον πόλεμο χωρίς να κινδυνεύουν να αφανιστούν απ’ αυτόν. Ο εγκληματίας πολέμου είναι μια επινόηση του δικανικού συστήματος μιας κοινωνίας των εθνών καβαλημένης και υποταγμένης μονάχα σε ένα έθνος και σε μια πατρίδα. Το έθνος και την πατρίδα του κέρδους. Το κέρδος που βρίσκεται πίσω απ’ τον μειλίχιο δημοκράτη και προχωρά τις κοινωνίες και τους ανταγωνισμούς είναι τα κομμένα κεφάλια στα σακιά του φασίστα μακελάρη. Ο δημοκράτης και ο φασίστας είναι το συμπλήρωμα του ίδιου συνόλου διαιώνισης της κυριαρχίας. Είναι ο συμπληρωματικός μηχανισμός του Κυρίου που κινεί τα νήματα. Του Κυρίου που εισήγαγε στα εκπαιδευτικά ιδρύματα τον όρο dead line και του Κυρίου που με το κατσαβίδι του μεταποιεί τα μυαλά των ανθρώπων και μ’ ένα μοντέρνο μεσσιανισμό έχει τοποθετήσει την αγορά στο κέντρο κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Κάποιοι χρειάζονται τον φασισμό για να τον κατατροπώσουν και πάλι. Για να εμφανιστούν ως σωτήρες στα μάτια του λαού. Για να πάρουν πάλι τις θέσεις που έχασαν και να δώσουν αναπηρική σύνταξη σε όσους έχασαν τα μάτια τους τα πόδια τους τη ζωή τους πολεμώντας το φασισμό που έχτισαν οι δημοκράτες σοφοί και οι δημοκράτες τεχνοκράτες πόντο πόντο, για να έχουν μέλλον οι δημοκρατικές αγορές και οι δημοκρατικές πουστιές στα χρηματιστήρια της ανθρώπινης σάρκας. Για να έχουν μέλλον τα εργοστάσια όπλων και οι νόμιμες αγοραπωλησίες εργατικής δύναμης. Για να μπορούν να διαχειριστούν την ανθρώπινη ευτυχία και να βγάλουν λεφτά απ’ την ανθρώπινη δυστυχία. Για να μπορούν να τη βγάζουν καθαρή με ελεημοσύνες και συσσίτια και να στολίζουν τις βιτρίνες τους πλούτο παραγόμενο σε υπόγειες αποικίες της Κίνας του Μπαγκλαντές και της πλατείας Βάθης.
Προς την νίκη
Σ’ ακούω να κελαρύζεις απ’ το δώμα σου εαυτέ
και να μπήγεις τα νύχια σου σε τόσα βιβλία
και να λογοκρίνεσαι και να λογοτεχνείς μαινόμενος.
Σ’ ακούω να ετοιμάζεις αλληγορικές ανταρσίες
και να ποθείς, σα γύφτος ωραίος περιπλανώμενος.
Και να ποθείς τον μαχητικό αφρό των σκελιών της.
Ω εαυτέ ψευδώνυμε, όλα κλεμμένα είναι απ’ το μέλλον.
Τα κορίτσια του ντουνιά
Ναι αγαπώ τα κορίτσια του ντουνιά
που μου στέλνουν επιταγές κι ερωτικά
γράμματα και ζητάνε ρουσφέτια και
χάδια εξ’ αποστάσεως. Και με ταΐζουν
και με κρατάνε στη ζωή και μου ρουφούν
το μυαλό. Αδυνατώ να ξεχάσω
τις κρύες νύχτες τη μυρουδιά τους
και τις μυλόπετρες που με συντρίβουν
καθώς αλλάζουν πλευρό. Τη νιότη που
μελαγχολεί μεσ’ τον καθρέφτη.
Ω άγρυπνα μελισσάκια, εγώ ο ηγεμόνας της αϋπνίας σας.
Ο ιερόσυλος σπασμός.
Εγώ η πατσαβούρα τέχνη των εθνών.
Προσκλητήριο για ανταρσία
Το σφιχτοδεμένο κορμί της. Και
το όνομα του λουλουδιού ανάμεσα
στα δάχτυλά της. Και η μικρή
βιογραφία της αγάπης μεσ’ τα ρούχα της.
Ένα κυρτωμένο κορμάκι στη ζέστη
της ημέρας. Ορίζοντας που βλάστησε
τη μανιασμένη τέχνη του έρωτα.
Αλυκές στο μικρό της κόρφο
και το γέλιο της μια πέτρα
έτοιμο να σπάσει κεφάλια.
Έτοιμο να σκαρφαλώσει στα δέντρα.
Να καλπάσει μεσ’ τα ερείπια του ποιήματος.
Θα γίνω για σένα σκεύος ηδονής. Για να δεις
τι σημαίνει να υποφέρεις διαβολικά
και τι σημαίνει να περιφέρεις τις καύλες σου
ανάμεσα σε τόσους συμπολίτες
αλεπούδες λύκους νυφίτσες και ασβούς.
Αυτός
Έχει σεβντά και δεν έχει χρήματα για
διακοπές. Παιχνίδια εξουσίας καταπίνει
αμάσητα. Το λυγμό του καταπίνει. Γίνεται
ωραίος κυνικός και ωραίος σαν έλληνας.
Ένδοξα σπαρταρά σε μια τρομερή ουρά
δίπλα σε ποτάμια που γαλήνεψαν και δίπλα
στην κόψη του ξυραφιού. Είναι λεβέντης και
πονεμένος. Δάσκαλος και μαθητής καρδούλας
που τραντάζεται. Έχει χωριό και σοφίτα και
Άγιον Όρος. Μηχανικά πορεύεται και γαμεί.
Είναι αυθεντία αλλά όχι στην αγάπη. Στο
βουλιμικό τίποτε είναι πρώτος. Πρωταθλητής
στην τρεχάλα. Στα έσοδα στα έξοδα στα έξω
και στα μέσα. Είναι μόνος μαζί με άλλους
στις γιορτές. Είναι αγρίμι. Γράφει παλαιάς
κοπής ποιήματα. Και τα στέλνει στον Παλαμά.
Στους νεκρούς. Στα χείλη μιανής που δεν τον
περίμενε. Τα στέλνει σε περιοδικά της επαρχίας.
Τα βάζει στα μπαούλα και στους χαρτοφύλακες.
Τον πόνο του λέει με τον τρόπο των άλλων.
Άγνωστος μεταξύ γνωστών. Μονήρης. Και
ολίγον ιμπεριαλιστής και ολίγον άσχετος με
τη ραγδαία φθορά. Και τη φθορά του.
Και των πάντων τη φθορά.
Το ελιξίριο της ζωής.
Βγάζει μάτι η αδιαφορία. Ο κόρφος σου
βγάζει μάτι. Το λεωφορείο που τρέχει στη
λεωφόρο. Η λεωφόρος που διασχίζει την
πόλη. Η πόλη που χωνεύει τις παλιές δόξες.
Τα πρωταθλήματα, οι μοναχικοί, οι άστεγοι
της πλατείας Βάθης. Βγάζει μάτι η κτηνωδία
και το κράτος και οι μονότονες μεγαλοφυΐες
και οι γυναίκες με την τριχοφυΐα του παλιού
καιρού. Βγάζουν μάτι τα λογοτεχνικά βραβεία
και οι παλιές φίρμες που ξέπεσαν. Οι κηδείες
δημοσία δαπάνη, τα αγύριστα στομάχια και
οι περικοκλάδες. Θα πρέπει κάτι να κάνουμε.
Να διαβάσουμε τον Λένιν ξανά. Τους ποιητές
του μεσοπολέμου. Τον Περικλή Γιαννόπουλο.
Να δούμε στα καθρεφτάκια την αθωότητα της
πηγής των δακρύων. Να πολεμήσουμε όπως
μας πολεμούν. Γιατί βγάζει μάτι η θεσμική
καλοζωία των αστών. Γιατί βγάζει μάτι η νέα μέρα
που ξημερώνει κι η οργή του πρωινού ήλιου.
Κι η ζωή βγάζει μάτι όταν δεν είναι ζωή. Βγάζει
μάτι η ηλεκτρική σκούπα. Το τεφτέρι του νοικοκύρη.
Βγάζει μάτι η πρόοδος και καμιά δε βγάζει τα
ρούχα της. Και καμιά δε μένει γυμνή να μας
ρουφήξει. Να μας μαγειρέψει στα ζουμιά και στο
ζουμάκι της και να μας δυναμώσει να μας δώσει
κουράγιο να μας δώσει το ελιξίριο της ζωής.
Θεωρία παιγνίων
1
Δεν χρειάζεται να τα πεις όλα.
Ο χορτασμένος με ωδές θα σε ξεκοιλιάσει.
Κυρίως οι πουτάνες έχουν ωραία δάχτυλα.
Η μυθοπλασία γυμναστική συναισθήματος είναι.
Το τέλος τελειώνει μοναχικά, όπως ο δήμιος.
Η πίστη δε θα σε σώσει πιστέ μονάχα η ποίηση είναι εδώ και οφείλεις να τη γευτείς.
Ο μεγαλοδύναμος ολιγωρεί.
Σηκώνει όμως με στρατηγική υπέρμαχη τα φουστανάκια.
Οι κομπλεξικοί προασπίζουν αξίες.
Χεράκια χιονισμένα απ’ το χιόνι και ψιχαλισμένα απ’ τη βροχή.
Η φωνή της δεν ξαναγύρισε δεν έφυγε δεν ήρθε δεν
Ξίνισε ο σουρεαλισμός και τα περιοδικά του τα μαγάρισε η Δεξιά.
Είναι βούλιαγμα στον περασμένο καιρό οι αναμνήσεις.
Με το τσίπουρο και τα άφιλτρα και τους σκοτωμένους όλους.
2
Το στόμα σου εγκυμονεί. Και το βρίσκω έτοιμο να ξεράσει πολλά.
Η γλώσσα χρειάζεται υγρά και τα υγρά γλώσσα.
Σκέφτομαι την αγκαλιά του Ηλία Λάγιου.
Τον ευσπλαχνικό αλκοολισμό που προσηλυτίζει τους δαιμόνους.
Παραμονή κοιμήσεως του αιδοίου. Κι ο φαλλός δεινός καθαιρεμένος και ικέτης.
Πάντα μια γυναίκα ξεσκάβει το νόημα.
Τόσοι και τόσοι εγίναν ποιητές για να δελεάσουν το μουνί.
Κι ο τσακισμένος ερείπιο σβησμένης δόξας.
Ένα μεγαλείο από πένθη.
Ένας μαστραπάς με λουλουδάκια και μουχλιασμένο νερό.
Μακριά από μας η διανόηση.
3
Δεν έχω και δεν είμαι.
Και δεν υπάρχει κριτής να εξαργυρώσει τα κρίματα.
Καυλώνω πεπτωκός.
Και καυλώνω θαμμένος στο κρεβατάκι μου.
Ο γάμος φορτωμένος ψώνια και φάρμακα.
Η αρχαιότης είναι το υπόθετο του έθνους.
Οι γενναιόδωροι οργασμοί σου με αποκοίμισαν.
Οι ορισμοί δεν έχουν αξία. Οι ορισμοί αξιώνουν.
Όλοι στον τόπο τους γυρίζουν να πεθάνουν.
Ο φιλελεύθερος παπάς είναι ύποπτος κι ο φιλήσυχος πολίτης αρπαχτικό.
Μάθε να μεθοδεύεις τη φτηνή χυδαία τάξη των μικροαστών.
Τα παιδιά τους που έχουν όνειρα με σαγιονάρες.
Τα φιλιά τους που μυρίζουν αντισηπτικό.
Τα αιδοία τους που είναι το μέσα έξω.
4
Ακούω απαγγελίες και φρίττω.
Περιμένω αυτό που περιμένω πάντα και.
Ο λαός δεν είναι λαός μου.
Μην σκανδαλίζεστε αδερφοί! με τα χυτά μπούτια.
Οι αγενείς χλευάζουν τη γυναίκα φανερά και.
Κρυφίως αυνανίζονται.
Ασπαστείτε τον προτεταμένο κρίνο μιας κυράς.
Ακόμα και τα δέντρα υπαινίσσονται θηλυκότητα.
Τα κοριτσόπουλα εκβάλουν το φόβο του θανάτου.
Μουσκεύουν το υπερπέραν με τη δεινή τους δεκτικότητα.
Με το μπαλτά της ομορφιάς.
Θα γίνουμε κάποτε το αίμα της αγάπης τους.
Ο θυμός του κορμιού τους.
Οι ευαίσθητοι αστοί ανακαλύπτουν την εκμετάλλευση
[τελευταίες σκέψεις ενός αγροίκου]
Φράουλες αίμα και δαπ νου δυο φου κου
Η νου δυο φου κου έχει αίτημα σεκιουριτάδες στα πανεπιστήμια
Οι φοιτητές μας ως επι το πλείστον είναι ηλίθιοι και ημιανάπηροι και κουτοπόνηροι
Η νου δυο φου κου είναι πρώτη δύναμη
Έχω χεσμένο το παιχνίδι της δημοκρατίας
Μα σέβομαι το παιχνίδι της λογικής
Και η λογική είναι εξόριστη
Η εκμετάλλευση δε σταματά με τσιτάτα και προσευχές
Τα κωλόπαιδα της δεξιάς θέλουν ένα δίκαιο σύστημα εκμετάλλευσης
Θέλουν να είναι νοικοκυραίοι
Μα οι νοικοκυραίοι χρειάζονται δούλους
Η δουλεία είναι καθαγιασμένη απ’ τους παπάδες
Τα μικροαστικά πλήθη πατικώνουν την εργατική τάξη
Οι μάζες είναι ένας παραμορφωμένος ατομισμός
Οι πρόθυμες ορδές των πολέμων
Οι πιστολάδες είναι η αιχμή μιας κοινωνίας που κωλοτρίβεται στο κέρδος
Πεσ’ μου πόσα βγάζεις να σου πως ποιος είσαι
Οι ανιστόρητοι χαφιεδίζουν
Ιησούς Χριστός Μωάμεθ και σία
Οι άνθρωποι φοβούνται και δεν μιλούν
Οι άνθρωποι πιστεύουν σε μια ανώτερη δύναμη
Οι πιστολάδες θα γιορτάσουν με κατάνυξη το Πάσχα
Οι πιστολάδες έχουν οικογένεια και μεγάλα αρχίδια
Οι πιστολάδες υπερασπίζονται το νόμο
Τα ιερά και τα όσια
Οι πιστολάδες βουτάνε για το σταυρό
Οι πιστολάδες σηκώνουν τον επιτάφιο
Στην πρωτεύουσα έχουν ιδρύματα ευαισθησίες και Μαριάννα Βαρδινογιάννη
Στην επαρχία έχουν χωράφια και τσαμπουκά
Υπάρχουν και οι καλοί επιχειρηματίες
Κάποιοι γαμούν με τα λεφτά τους
Κι αυτό είναι κατοχυρωμένο απ’ το σύνταγμα
Και το σύνταγμα είναι κατοχυρωμένο με το αίμα
Όσων κατασφάχτηκαν απ’ αυτούς που γαμούν με τα λεφτά τους
Το ηθικό ανάστημα του μέσου όρου είναι το σπιτάκι
Η θωρακισμένη πόρτα
Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις το φροντιστήριο των παιδιών
Στο Μπαγκλαντές περιμένουν μερικά δολάρια για φάρμακα
Μερικές μήτρες είναι σε πλήρη διαστολή
Μερικές μήτρες σκάνε σα βόμβες
Οι διανοούμενοι καταδικάζουν
Οι καταδικασθέντες διανοούνται
Οι παράνομοι πετιούνται στη θάλασσα όταν τελειώνει η σεζόν
Ο δήμαρχος η ύπατη αρμοστεία οι πουτσαράδες
Οι λεβέντες στα χοροστάσια οι μορφονιοί οι ψηφοφόροι
Σκυλιά δεμένα με τριχιά πίσω απ’ την καρότσα
Ξένες γλώσσες καινοτομία μη κυβερνητικές
Ένα καλλίτερο μέλλον για τα παιδιά μας
Γιατροί δικηγόροι ευυπόληπτοι
Τα φοβερά τολ κούνιες αναποδογυρισμένες
Η ύπαρξη αναποδογυρισμένη
Το μέσα έξω
Για να γράψεις ένα βιβλίο
Καταγίνομαι και καταπιάνομαι με αυτό
που λέμε ποίηση και δεν αφορά πολλούς.
Και θέλω δράση καφέδες υλικό. Απ’ την ηδονή
δε βγαίνει νόημα. Αν θες να βγάλεις νόημα
ψήσε μια μπριζόλα ή γίνε ακαδημαϊκός.
Δεν υπάρχουν αναγνώστες.
Οι αναγνώστες είναι επινόηση των εκδοτών.
Όπως οι ηττημένοι επινόηση των νικητών.
Ίσως υπάρχουν οι διαφορετικοί και η ευάλωτη μοναξιά τους.
Ίσως υπάρχουν τα κομμένα κεφάλια των λύκων και η θεά τύχη.
Άρπαξε την ευκαιρία.
Όποιος δεν θα παίξει το ρόλο του δε θα φάει ψωμάκι.
Χρειάζεται κάποια άνεση για να γράψεις ένα βιβλίο.
Καρέκλα χαρτί στυλό κι ίσως ένα μικρό εισόδημα.
Ούτε ταλέντο ούτε έμπνευση ούτε ψυχιατρείο.
Μονάχα η νύχτα να σηκώσει οδυνηρά τα φουστάνια της
κι ο θεός της αδρεναλίνης να κάνει το θαύμα του.
Και κυρίως μη σε πάρει ο ύπνος πάνω στη δράση.
Ανατομία
Όπως μασχάλες θολωτές που φλυαρούν
όπως υγρό απαρνημένο λάμδα όπως
ο διάολος γελά και μας χλευάζει όπως οι
ψαλμοί του Δαυίδ και οι διεκπεραιώσεις
εγγράφων όπως το καλό και το κακό και
η βραχνάδα και η χλομάδα και οι γυρισμένες
πλάτες όπως αγρίμι υποκρίνεται το ανίδεο
όπως βαρβάτη κορδωμένη ψωλή, όπως
αφισοκόλληση κι όπως η νήσος Φολέγανδρος
και οι άδειες τσέπες και οι τσούπες και
ο αίγαγρος όπως σκαραβαίοι και τερακότες
όπως έρως αρπαχτικός όπως αχνίζουν τα τζάμια
στο παράθυρο όπως γδύνονται τα σαρκοβόρα
θηλυκά και η θάλασσα όπως μας παίρνει
κοντά της όπως σου έρχεται περίοδος
κι όπως ονειρεύεσαι ποιήματα όπως το
καλοκαίρι κι όπως το φθινόπωρο όπως
η γλύκα του φιλιού και η σκιά του δρόμου
όπως ο θάνατος και η πρόγνωση του καιρού
όπως ένας άντρας βρήκε τη γυναίκα του
στη χώρα των νεκρών όπως γαυγίζει
ο σκύλος μου όπως έκλαιγα παλιά βυθισμένος
σε γάμπες όπως αμυδρά θυμάμαι κάποια που
αγάπησα κάποτε όπως έγραφα κι όπως γράφω
όπως σβήνω κι όπως ξεχειλίζω κι όπως συντάσσω
όπως κάθομαι στους χοντρούς τόμους
της ματωμένης σου καρδιάς όπως πενθώ κι όπως
χαίρομαι κι όπως μυρίζω κολόνια κι όπως
διασχίζω την πόλη των γυναικών και τις μυρίζω
και τις καταχωρώ και τις σκέφτομαι όταν
τις έχω ανάγκη κι όταν δε μπορώ να ζήσω
χωρίς αυτές όπως λύνω και δένω όπως
σπαράσσω κι όπως κατασπαράσσω όπως
καταστρώνω σχέδια για το παρελθόν
όπως με περιμένουν οι νύμφες κι όπως
τα τέκνα μου είναι προϊόντα έρωτος και
συνωμοσίας και σωστής θερμοκρασίας
και βίαιης διείσδυσης στο μέλλον που είναι
ζεστό υγρό και φιλόξενο σε αντίθεση με κάτι
παραδείσους μούφα που πλασάρουν οι δοσάδες
του θεού κι όπως ο παντοκράτορας λούζεται
τις προσευχές των ανθρώπων κι όπως σε σταθμό
τρένου πλέκεται ειδύλλιο κι όπως εκλιπαρεί
ο ετοιμοθάνατος τη ζωή για ένα τελευταίο όργιο
όπως όπως…..
Διαμάχες ή εκδρομή στις Πρέσπες
Είμαι στο καλύβι μου ουρανοί και σας περιμένω.
Κι είμαι πάνω στο στρώμα του κατάδικου που
διασχίζει τη ζωή. Περασμένα μεσάνυχτα ή
μεσανυχτισμένα περάσματα. Όσοι πιστοί
προσέλθετε κι όσοι ακούσετε τ’ όνομά σας
ακολουθήστε τον ήλιο και τη λέξη μέλλον.
Τις διαμάχες που ξεχειλίζουν οι σκληρές ρόγες.
Βρέφη στ’ απόνερα του οργασμού σκεπτόμενα
θάλασσες, αναδεύοντας κάθε τόσα τα κουρτινάκια
του εκδρομικού για τις Πρέσπες, ροχαλίζοντας
δίπλα στ’ αντάρτικα χωριά κάτω απ’ τις αυστηρές
επιπλήξεις του οδηγού. Που είναι καλοθρεμμένο
μοσχάρι και σούπερ νεοέλλην σκυλάς
και μας δείχνει το Γράμμο ψηλά και γελά και
διηγείται πως νικήσαν οι μαύροι.
Το ξημέρωμα
Αχ! μανούλα, ήπια όλο το μελάνι απόψε
κι αγαπημένη μου εσύ, μην κλαίς που
με βλέπεις να γράφω, ακούω το νύχι σου
να σχίζει το ξεψυχισμένο νόημα της ζωής
και το κορμάκι που με κουβαλά και τους
δύσκολους έρωτες που με προσπέρασαν.
Γι’ αυτό εξασκούμε σε τρυφερές
συζητήσεις για του ερχόμενου ποιήματος
το ρεφρέν και τον ήλιο καταγής που κοιμάται
στο στιλπνό σεντονάκι της νύχτας
λίγο πριν ξημερώσει όμορφο ατόφιο πρωινό.
Χρώματα
Νομίζω πως εκείνη τη μέρα απελευθερώθηκα πλήρως. Μπορούσα με άνεση να πω σε έναν περαστικό πως είναι μεγάλος απατεώνας και πως δεν μου αρέσει το ύφος του. Μπορούσα επίσης να κάνω και άλλα φοβερά πράγματα και να γίνω σαν τα παιδιά. Να μείνω με το κεφάλι κάτω, σα να είχα κλάψει ή να κατεβάσω το παντελόνι μου μπροστά σε μια βιτρίνα. Μπορούσα να παίζω με την άμμο και να κολυμπάω στη θάλασσα και να τρέχω στην παραλία. Μπορούσα εκείνη τη μέρα να κάνω εκατοντάδες φίλους, να γελάω και να χαίρομαι και να γράφω στους τοίχους συνθήματα. Και να ουρλιάζω. Ζήτω η γενικευμένη παιδικότητα! Βεβαίως εκείνη τη μέρα που απελευθερώθηκα πλήρως θεώρησα πως ήμουν ένας αληθινός ποιητής. Και δεν μπορούσα να μείνω απαθής μπροστά σε ένα πονεμένο κορμί ή μπροστά σε μια τραγωδία. Ένας ποιητής θα πρέπει να είναι ευαίσθητος στον πόνο των άλλων. Θα έλεγα μάλιστα πως αν κάποιος τρυπήσει το δάχτυλό του σε απόσταση εκατό μέτρων, ο ποιητής πρέπει αμέσως να φωνάξει Ωχ!
Ξόανα
Σαν έγινα γέρος κατάλαβα τη νεότητα
και σαν έγινα πτώμα κατάλαβα τα ξόανα
και σαν με φάγαν τα σκουλήκια δεν κατάλαβα τίποτε
ούτε καν αυτή τη φοβερή αίσθηση
να ξεβρακώνεσαι το πετσί σου
και να σε προσκαλεί στο μυστικό του δείπνο
το μέγα τίποτε και το μέγα κενό
και το μέγα ποτέ ξανά εις τους αιώνες των αιώνων.
Γ΄ Χαιρετισμοί
Οι χριστιανοί κάρφωσαν το θεό τους στο σταυρό μόνο και μόνο για να τον προσκυνήσουν. Έχτισαν εκκλησίες, δωμάτια, κάμαρες, κελιά, προορισμένα για χρήσεις πιο ειδικές και πιο χυδαίες, αφού οι χώροι αυτοί χρησιμεύουν ως καταφύγια απασχολήσεων που απαιτούν απαραβίαστη μοναξιά. Κάτι σαν αποχωρητήρια της ύπαρξης όπου νομίμως μπορείς να εξοκείλεις προς την ονειροπόληση τα δάκρυα και την ηδυπάθεια. Όπου μπορείς να σταθείς δίπλα στον φτωχό και στον πλούσιο σε μιαν ανακωχή του κοινωνικού ανταγωνισμού δηλώνοντας μέσω της προγραμματικής αγάπης προς τον πλησίον, πως δεν πρόκειται να επιθυμήσεις τη γυναίκα του ή την περιουσία του και πως δεν πρόκειται να αλλάξεις τη ροή των πραγμάτων αφού τα πράγματα σε καθορίζουν και η μοίρα σε οδηγεί. Και το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο και λοιπά. Μέσω της ταύτισης η εκκλησία επιφέρει μια καθαρά δομική διεργασία στον ανθρώπινο ψυχισμό. Ο πιστός, κάθε φορά που συμμετέχει στα μυστήρια, δηλαδή στα δρώμενα, συμμετέχει ως πρόβατο. Κάτω από μια αυστηρή δομή ιεραρχίας που τον κάνει να μεταμφιέζεται. Να μεταμφιέζεται σε πιστό και σαγηνευμένο ερωτευμένο. Να βγαίνει από τη φύση του αναπλάθοντας μαγικά το επεισόδιο της σαγήνης, τη στιγμή που αποσβολώθηκε απ’ την Εικόνα. Την Εικόνα του ιδανικού όντος που τον περιχαρακώνει τόσο πολύ, ώστε ο κόσμος γύρω να καταργείται. Να υπάρχει μονάχα ο δημιουργός και το δημιούργημά του. Και μέσω αυτής της αμφίεσης να διαμορφώνει ένα παιδικό σώμα, μιαν αδύνατη πλευρά και μιαν αθωότητα. Εκεί που οι ψυχαναλυτές τοποθέτησαν το δίπολο φαλλός και μητέρα συναρμόζοντας σ’ αυτό το δυισμό όλα τα κοσμικά στοιχεία. Εκεί που ισοπεδώνονται όλες οι αντιθέσεις και με βιτριολικό τρόπο η μεταφυσική πλάθει στο φαντασιακό του πιστού κρίματα, λάμψεις, καζάνια και προσευχές. Κλονίζοντας με τον πιο ύπουλο τρόπο τη διανοητική του υγεία. Οι εκκλησίες λειτουργούν ως ομαδικές τουαλέτες του πνεύματος. Χωρίς βεβαίως την κοπρολογική του χρήση υποβάλουν τον πιστό στις προετοιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο θανατοποινίτης προτού οδηγηθεί στο ικρίωμα. Μια φοβερή σπουδή θανάτου και εκφοβισμού δια βίου. Ένα παραλήρημα στα όρια της θανατολαγνείας, αφού ακίνητοι πιστοί, σχεδόν σαν υπνωτισμένα στρατιωτάκια ακούνε ιερείς και ιεροκήρυκες να περιθάλπουν το γήρας τους που εκφράζεται μέσω της καταστατικής απαξίωσης κάθε ευχαρίστησης και χαράς και κάθε ηδονής και επιθυμίας μιας άλλης τάξης πραγμάτων. Η εκκλησία επαναφέρει συνεχώς τον πιστό στα αδιέξοδά του. Τον έχει κλεισμένο σ’ ένα κλουβί όπου δε μπορεί μήτε όρθιος να σταθεί αλλά και μήτε να ξαπλώσει. Εδώ βρίσκεται και το σημείο τομής θρησκείας και ψυχανάλυσης. Ο περιορισμός της δράσης. Η δημιουργία της φασιστικής πεποίθησης πως το μόνο που μπορούμε να αλλάξουμε είναι τον εαυτό μας κι όχι τον κόσμο. Αποκαρδιώνοντας κάθε καταπιεσμένη ύπαρξη, μαγκωμένης στα δεσμά του εκμεταλλευτή. Φορώντας στον άνθρωπο αυτό το διεστραμμένο κουστούμι του ανορθολογισμού. Τραγουδώντας και σιγοψιθυρίζοντάς του Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ. Κι όμως αυτός ο κόσμος αλλάζει από στιγμή σε στιγμή. Κινείται περιστρέφεται ασελγεί. Σε πείσμα δεσποτάδων, καρδιναλίων, μάνατζερ, στρατηγών και χωροφυλάκων αναφωνεί κάθε στιγμή και κάθε χιλιοστό χαμένου χρόνου: Άντε γαμήσου Κεμάλ.
Άνθη
Διατηρώ το δικαίωμα να διακηρύσσω
τις εξυπνάδες μου γραπτώς. Να έχω
εποπτεία κάθε σκέψης που μου γεννά
ένα κορμί γυμνό κι ένα κορμί που
υπονοεί φοβερά πράγματα. Και μπορώ
με την ευρεία έννοια να θωπεύω το
χνουδάκι της φύσης και να μπαίνω
στο μάτι όσων παλεύουν να ανθολογηθούν
απ’ τον Κύριο ατάλαντο και τον Κύριο
που έχει πιάσει το θεό απ’ τ’ αρχίδια
και τον Κύριο που τον επισκέπτεται
συχνά το άγιο πνεύμα.
Βόλτες
Είναι κάτι κοπέλες με ποδήλατα
που δε λογαριάζουν τίποτε. Στη
μέση του ποιήματος κόβουν δρόμο
και συναντούν το ωραίο κυπαρίσσι
και τα φοβερά αγριόχορτα των αγρών.
Κι ο φρέσκος αέρας της εξοχής περνά
στο κορμάκι τους. Και σταματούν και
κυλιούνται στα δειλινά. Και ξαπλώνουν
και βυθίζονται κι ονειρεύονται τον
τρομερό φαλλό της νοσταλγίας τού
παλιού καιρού, τον ήλιο της πατρίδας
στους ωκεανούς και στα πελάγη. Και
τα λευκά βαπόρια με τη λευκή δαντέλα
των κυμάτων. Και μουσκεμένες πια
βυθίζουνε το δάχτυλο στο θείο καρπό
ευτυχισμένες μέσ’ στο φόρεμα
της γύμνιας, χαϊδεύοντας το τρυφερό
γαμήλιο δώρο της αγρύπνιας.
Γονυκλισία
Χωριατόπαιδα
Δε λένε πολλά. Ονειρεύονται
γδυτές εύφλεκτες κόρες που
επιθυμούν ένα κρεβατάκι ήσυχο
και γέννα μ’ έναν πόνο. Και σχεδόν
μέσα στην Άνοιξη δακρύζουν
όταν ακούν στην άκρη του χωραφιού
απ’ το ραδιόφωνο τη μουσική για τα
βασιλικά πυροτεχνήματα. Και
πλησιάζει Πάσχα στις ακρότατες επαρχίες.
Κι ανθίζουν αδέξια λόγια και παρτίδες έρωτα.
Λυρισμός από την καύτρα της ελεύθερης Ελλάδος.
Καθρεφτάκι
Η ουσία είναι η τροφή ανάμεσα στα δόντια
που σε κάνει να νιώθεις άσχημα. Η ουσία
είναι ένας λυπημένος άντρας ή ένας
λυπημένος άνθρωπος ή ένα δαρμένο σκυλί.
Η ουσία είναι ο ήλιος που βασιλεύει και
ο ήλιος που δύει. Η ουσία είναι η σελήνη
που ακολουθεί. Οι αστραπές, οι καταιγίδες,
η μοναξιά κάποιου σε ένα γαλακτοπωλείο,
ένα πουλί μέσα στο κλουβί του, μια κοπέλα
στο κρεβάτι που κοιτάζει το ταβάνι.
Οι ουσία είναι οι αγροτικές δουλειές και
τα χείλη που μαθαίνουν τη γλώσσα του φιλιού.
Οι ουσία είναι οι γάτες και τα ποντίκια και τα
μερμήγκια κι ο ζωντανός κόσμος γύρω μας.
Η ουσία είναι οι αιώνιες λέξεις και οι λέξεις
που δεν υπάρχουν. Η ουσία είναι το γράψιμο
και το κράξιμο και το παράλογο τόλμημα
να ψάχνεις την ουσία. Να γεύεσαι την
ανώνυμη χαρά και το αμυδρό άγγιγμα
της μήτρας που θερίζει βιβλία και λέξεις
και λόγια. Της μήτρας που σκλαβώνει
στο βασίλειό της το φαλλό για να του κλέψει
την ουσία. Για να τον λαχανιάσει, να του πάρει
το σπόρο, την εξουσία, το φόβο, τη σιωπή,
τη δειλία, την άρνηση, τη φυγή, την εγωπάθεια,
τον ιερό σπασμό.
Να ζει κανείς ή να πενθεί!
Το να είσαι μια μαϊμού που διαβάζει
Σαίξπηρ είναι κατόρθωμα. Είναι
κατόρθωμα επίσης να ζεις στην επαρχία
και να τρως στη μάπα την Παρθένο Μαρία
και τους αλκοολικούς της που θέλουν να
πιάσουν τη Μεγάλη Άρκτο ή να γδύσουν
μια θεά στα σκοτάδια. Κι ο Σαίξπηρ
δεν είπε τίποτε για όλα αυτά και τους
κρυφούς θαυμαστές του Χίτλερ που
γαληνεύουν με σκυλάδικα. Και δεν είπε
τίποτε για το ποδόσφαιρο και τη
ματαιοδοξία. Το κράτος και τη βία
που κρύβει ο κάθε πολίτης μέσα του.
Λειτουργία Κυριακής
Είμαστε ληστές και δεν μας αρέσουν
οι φρικαλέες καταστάσεις. Είμαστε
ο ένας πάνω στον άλλο.
Είμαστε σπαρμένοι
στους αγρούς και στα καταγώγια.
Οι ζωές μας είναι στατιστική και
τυχερά παιχνίδια. Οι εκδότες μας
είναι στον άλλο κόσμο. Κι εσύ
λύνεις τα μαλλιά σου.
Και περνάς ωραία. Και ξυπνάς
φρέσκια και βασιλεύεις
σαν βραχυκυκλωμένος κρίνος
στο βάζο του πρωινού.
Θεωρίες
Τα συνειρμικά πράματα είναι τόσο
ντελικάτα που γίνεται χαλασμός
Κυρίου όταν τα λέγουσιν αγράμματοι
σοφοί και τεχνοκράται και τα δέντρα
τότες κουνάνε τα κλαράκια τους κι
οι φουτουρισταί σκίζουν τα πτυχία τους.
Κι είναι δρομάκια που και το σύννεφο να
σε πιάσει θα σε βγάλουν στις ωραίες
ζαλάδες κόρης πανταχόθεν γυμνής.
Κι όλες οι θεωρίες θα βγουν απ’ τον
κόρφο της εκμηδενισμένες και
λιπόσαρκες.
Πεταλούδες
Κουβέντες
Παρωχημένος εκ του προχείρου
και τόσα άλλα πολλά. Τα ουζερί
δεν είν’ το φόρτε μου. Και οι
κουβέντες που καταλήγουν στα
βαθιά γεράματα. Πέραν τούτου
σκαιά απόχρωσις και ερμηνεία δεν
σημαίνουν το ίδιο. Παρά σημαίνουν
πως με αλλεπάλληλες στροφές ενενήντα
μοιρών πρέπει να την κάνω. Για να
μη με φάγουν οι κοράκοι και με
δειπνήσουν οι βδέλλαι.
Το μάτι
Άνθρωποι φωτογραφίζουν και φωτογραφίζονται. Καταγράφουν και καταγράφονται μ’ έναν υστερικό τρόπο. Συνήθως πρόχειρα και βιαστικά απ’ την κάμερα του κινητού. Κι από πράξη επισφράγισης και διαιώνισης ευτυχισμένων στιγμών η φωτογραφία γίνεται ντοκουμέντο απόδειξης. Αντικαθιστώντας τη χαρά της πραγματικότητας της κάθε στιγμής. Η εμπειρία της ευτυχισμένης στιγμής εκτοπίζεται απ’ την εμπειρία της απαθανάτισής της. Τα πάντα είναι εν δυνάμει γεγονότα προς καταγραφή. Τα παιδιά φωτογραφίζουν ακαταπαύστως για να σπάσουν πλάκα, οι μεσήλικες ως δαιμόνιοι ρεπόρτερ δεν αφήνουν τίποτε να πέσει χάμω και οι γέροι ζουμάρουν μελισσούλες στον αγρό μ’ έναν φλού ξεθυμασμένο ρομαντισμό. Κάθε στιγμή αποκτά το εικονογραφικό της στερεότυπο. Και κάθε στιγμή πρέπει άκρως νευρωτικά να καταγραφεί για να δείξει στους άλλους πως εμείς εκείνη τη στιγμή περνούσαμε καλά ή είχαμε τα μάτια μας ανοιχτά. Στην πραγματικότητα όμως καταργούμε τη στιγμή. Αφού τη βιώνουμε ως παρατηρητές και ταξινομητές. Την παραχώνουμε και την αποθηκεύουμε πιστεύοντας πως θα μπορέσουμε να την ανασύρουμε και να τη ζήσουμε στο απώτερο μέλλον. Σ’ ένα μέλλον τόσο μπουκωμένο από αρχεία κι από αναμνήσεις που θα χρειάζεται κάθε τόσο να σβήνει τη μνήμη για να επανέρθει. Η σχιζοφρένια της καταγραφής είναι μια κραυγή που λέει, θέλω να με γνωρίσουν, να με αγκαλιάσουν, κάποιος να με πάρει μαζί του, να με καταλάβει. Λέει πως, θέλω να ζήσω και πως θέλω να ξεσκίσω την εικόνα και να τσαλαπατήσω το εγώ, αυτό το εξαίσιο εργαλείο της παρανόησης των πραγμάτων. Είναι μια κραυγή που λέει, δεν ξέρω πως θέλω να ζήσω. Είναι μια μάταιη προσπάθεια ανασύστασης χαμένων δια παντός στιγμών. Απ’ τις πιο χαζοχαρούμενες και ελεεινές μέχρι τις πιο μεγαλοπρεπείς και συγκινητικές. Εκεί που το καταπιεσμένο ον παραληρεί στη σκοτεινή ρίζα μιας κραυγής. Ω ναι! ξεσχίστε τις εικόνες. Τροφοδοτήστε την επιθυμία. Τεντώστε την ψυχή απ’ όλες τις μεριές. Κατανοήστε την τρέλα σας. Ακούστε το κορμάκι σας που παγιδεύεται μέσα στο μηρυκασμό των εικόνων.
Νέοι
Πέφτω πάνω στον ξεθυμασμένο λυρισμό
της νεότητας και στις αλαβάστρινες
μαλακίες του κάθε φιλόδοξου μπούλη.
Και διαβάζω τους παλιούς και τους
πεθαμένους ξανά και ξανά. Για να πάρω
ανάσα. Και βγαίνω απ’ τα ρούχα μου
πότε πότε και γίνομαι κακός και φλύαρος
όσο χρειάζεται για να βάλω τα πράγματα
στη θέση τους.
Ποίηση δωματίου
Δεν είχα ποτέ μεγάλες παρέες και
δεν άπλωσα τραχανά ποτέ και δεν
αξιώθηκα να με χειροτονήσει δεσπότης.
Και πολλές φορές με συντρίβει η πόλη
μου κι ο κόσμος ολόκληρος. Κι άλλες
φορές κάνω ψυχανάλυση στο λαό που
διαφθείρεται εύκολα και του χρωστώ
χάρη όταν οργιάζει κι όταν κλείνει τους
δρόμους με τρακτέρ και όταν κλείνει
τα λιμάνια κι όταν ζοχαδιάζεται. Κι όταν
ονειρεύεται γάμπες και γράφει το ποίημα
του κι ανάβει τσιγάρο κι αγοράζει γλυκά
και λουλούδια για να ρίξει μέσα στη σιωπή
του πρωινού ήλιου τη φτωχή του καρδιά.
Κομμάτια
Στο σοσιαλισμό φτάνεις με ποδήλατο και στον έρωτα με μηχανάκι. Και στα μπαγιάτικα όνειρα με επιχειρήματα.
Οι κουφάλες ψυχές στο πλυσταριό τους.
Μανούλες που δεν έχουν το θεό τους. Λυσσάρες αγαπητικιές και φιλενάδες του καλού και του κακού.
Εκκρεμές ανάμεσα στους δυο μηρούς σου. Και σε όλα τα ανοιχτά σου αινίγματα.
Τα κόλπα του κόλπου. Να τα μυρίσει ο φαλλός.
Πάνω από τούτο τον υπόνομο πληθώρα σκατών.
Χαδιάρικο μέλλον πριν να πιαστεί η ανάσα της στο δόκανο του σεξ και το σεξ στο δόκανο της αγάπης.
Μια προσχεδιασμένη επαλήθευση υγρών εν εξεγέρσει.
Γλώσσα υπόσχεση δυο άκρως αντιθέτων.
Σαλιγκαράκια απ’ τα σπειροειδή μάτια της η κόλαση.
Πεποίθηση του χνουδιού σου η μανία της περιέργειας και τα στοργικά φιλιά.
Νιότη που σε μπαγιάτεψε ο λυρισμός και σε ξεκοίλιασε ολότελα ο παπάς.
Ιεροκρυφίως έρως κι η μυρωδιά της ύπαρξης.
Απ’ το αίμα σου πιάστηκα και γλίστρησα μέσα σου.
Φυλάξου αιωνιότητα σου ψαλιδίζουν την κλειτορίδα οι καπιταλιστές.
Ιερείς του ανατέλλοντος αιδοίου σε μια παράγραφο της Αποκάλυψης στήνουν πλεκτάνες.
Διάσημο βυζί, βυζί σαπουνόφουσκα. Βυζί της οθόνης και βυζί μαλακιστήρι.
Τι καύλες που έχεις μεγαλοδύναμε και ψαχουλεύεις αμαρτίες στον εγκρεμνό της σάρκας των πιστών!
Ξαλαφρώστε στρατιώτες πριν αρχίσει η μάχη.
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το θεό όπως οι ανάπηροι την πατερίτσα τους. Αφού έχουν φάει λίγο πριν μια μεγαλοπρεπέστατη κλωτσιά.
Λαγκάδια που σας αγαπώ και κοιλάδες που σας στέργω εδώ θα έρθουν να ποζάρουν ξανά μεσ’ τον ήλιο οι νύμφες γυμνές.
Σας βαδίζω με γλώσσα αδιάντροπη, εγώ ο φιλόσοφος σκύλος, κορμάκια από λέξεις και κορμάκια απόκοσμα αυτού του κόσμου.
Να φυλάς τις ανάγκες σου μακριά απ’ το οχτάωρο.
Να μην έχεις. Να μην αποκτάς. Να γεύεσαι αυτό που δεν αγοράζεται και δεν πουλιέται και δεν συσκευάζεται.