Άνθρωποι φωτογραφίζουν και φωτογραφίζονται. Καταγράφουν και καταγράφονται μ’ έναν υστερικό τρόπο. Συνήθως πρόχειρα και βιαστικά απ’ την κάμερα του κινητού. Κι από πράξη επισφράγισης και διαιώνισης ευτυχισμένων στιγμών η φωτογραφία γίνεται ντοκουμέντο απόδειξης. Αντικαθιστώντας τη χαρά της πραγματικότητας της κάθε στιγμής. Η εμπειρία της ευτυχισμένης στιγμής εκτοπίζεται απ’ την εμπειρία της απαθανάτισής της. Τα πάντα είναι εν δυνάμει γεγονότα προς καταγραφή. Τα παιδιά φωτογραφίζουν ακαταπαύστως για να σπάσουν πλάκα, οι μεσήλικες ως δαιμόνιοι ρεπόρτερ δεν αφήνουν τίποτε να πέσει χάμω και οι γέροι ζουμάρουν μελισσούλες στον αγρό μ’ έναν φλού ξεθυμασμένο ρομαντισμό. Κάθε στιγμή αποκτά το εικονογραφικό της στερεότυπο. Και κάθε στιγμή πρέπει άκρως νευρωτικά να καταγραφεί για να δείξει στους άλλους πως εμείς εκείνη τη στιγμή περνούσαμε καλά ή είχαμε τα μάτια μας ανοιχτά. Στην πραγματικότητα όμως καταργούμε τη στιγμή. Αφού τη βιώνουμε ως παρατηρητές και ταξινομητές. Την παραχώνουμε και την αποθηκεύουμε πιστεύοντας πως θα μπορέσουμε να την ανασύρουμε και να τη ζήσουμε στο απώτερο μέλλον. Σ’ ένα μέλλον τόσο μπουκωμένο από αρχεία κι από αναμνήσεις που θα χρειάζεται κάθε τόσο να σβήνει τη μνήμη για να επανέρθει. Η σχιζοφρένια της καταγραφής είναι μια κραυγή που λέει, θέλω να με γνωρίσουν, να με αγκαλιάσουν, κάποιος να με πάρει μαζί του, να με καταλάβει. Λέει πως, θέλω να ζήσω και πως θέλω να ξεσκίσω την εικόνα και να τσαλαπατήσω το εγώ, αυτό το εξαίσιο εργαλείο της παρανόησης των πραγμάτων. Είναι μια κραυγή που λέει, δεν ξέρω πως θέλω να ζήσω. Είναι μια μάταιη προσπάθεια ανασύστασης χαμένων δια παντός στιγμών. Απ’ τις πιο χαζοχαρούμενες και ελεεινές μέχρι τις πιο μεγαλοπρεπείς και συγκινητικές. Εκεί που το καταπιεσμένο ον παραληρεί στη σκοτεινή ρίζα μιας κραυγής. Ω ναι! ξεσχίστε τις εικόνες. Τροφοδοτήστε την επιθυμία. Τεντώστε την ψυχή απ’ όλες τις μεριές. Κατανοήστε την τρέλα σας. Ακούστε το κορμάκι σας που παγιδεύεται μέσα στο μηρυκασμό των εικόνων.