Βλέπουμε τον κόσμο δια γυμνού
οφθαλμού. Βλέπουμε την αγάπη.
Βλέπουμε τις αχερούσιες λαγνείες.
Βλέπουμε τη γυναίκα με τους
μαστούς της. Βλέπουμε τους
σκοτεινούς αιώνες της αυριανής
μέρας. Τις όμορφες Λολίτες στην
παραλία. Βλέπουμε τα κύματα
και τους γλάρους. Βλέπουμε
τα καυλωμένα γαϊδούρια στους
αγρούς και τις νύφες που περιμένουν
το γαμπρό. Βλέπουμε στο σινεμά
τα φοβερά φιλιά και τα φλογερά
χάδια. Βλέπουμε τα τροπικά νησιά
και τα δέντρα. Βλέπουμε τον κόσμο
και τις πέντε ηπείρους. Βλέπουμε
τον πλούτο και τη φτώχια. Την Ακτή
Ελεφαντοστού. Την πεντάμορφη και
το τέρας. Βλέπουμε το περίστροφο
που είναι κρυμμένο σ’ ένα καρβέλι
ψωμί. Βλέπουμε το χάσκον δείλιο
στόμα της αιωνιότητας να μας
περιμένει. Βλέπουμε τον ουρανό και
τ’ άστρα. Βλέπουμε τα σκουπιδιάρικα
και τους Αγίους ν’ αδειάζουν τους
κάδους. Βλέπουμε τις λέξεις κάτω
απ’ το πουκάμισο της έμπνευσης.
Το θείο στητό βυζί της ποίησης.
Βλέπουμε τους αδένες του λυρισμού
και τα εντόσθια της καλολογίας.
Βλέπουμε τους κρεμασμένους και
τους παλουκωμένους. Τους τηρητές
των αποφάσεων. Τους επισήμους
στο βάθρο τους. Βλέπουμε τα πηγάδια
με τα ψοφίμια και τον ήλιο να γλείφει
τα μάρμαρα. Βλέπουμε τη νύχτα
και τη μέρα. Την απλήρωτη εργασία.
Τον κύριο Συμφερόπολη που μας
κρατά απ’ τ’ αρχίδια. Βλέπουμε
τον κύριο ληξίαρχο με τη χλωμή
σφραγίδα του να μας βγάζει
ταυτότητα για τον κάτω κόσμο.
Month: Μαΐου 2013
Χασμωδίες
Σας νυμφεύομαι χασμωδίες
κι εσάς ανυπάκουες ποιήτριες
που κουβαλάτε τα φριχτά
τραύματα του έρωτα και τους
βαλσαμωμένους εραστές.
Που έχετε τον θυμωμένο
Ειρηνικό ωκεανό στα σκέλια
σας. Διατυμπανίζοντας την
κλεισούρα των ονείρων σας.
Απτόητες ως το αναφιλητό.
Ως εκεί που οξειδώνει την
αναπνοή ο αυνανισμός. Άπειρες
μοναχούλες αναλλοίωτες.
Κλειδωμένες στα ενυδρεία
της απόλαυσης. Με καρδούλες
ζωγραφιστές και σεληνόφως.
Εκδρομή στη Μακρόνησο
Εβάλαμε πολλές περικοκλάδες
στο ποίημα. Πολλά αχ και βαχ
σε αμμουδιές και σε λιμάνια.
Οι μεγαλειότατοι πολιτευτές
οι δεκανείς, οι λοχίες, οι σκοπευτές,
οι μούτες, μας κυνήγησαν αδυσώπητα.
Διόρισαν αρμόδιους στις ειδήσεις
για να σβήνουν λίγο λίγο τη μνήμη
να σβήνουν την κάψα. Ιδρύσαν φοβερά
ιδρύματα, σκόρπισαν υποτροφίες
στα ταλέντα για να πάθουν πατατράκ.
Με μπουλντόζες γκρέμισαν τη
Μακρόνησο. Το γαλάζιο τάγμα.
Την υδροφόρα απ’ το Λαύριο γεμάτη
κατσαρίδες, τα περιστατικά ουτοπίας,
τα σφυροδρέπανα και τα πυροφάνια,
τους πρόσφυγες και τους άστεγους.
Τα γίδια που έγλειφαν το αλάτι απ’ τα
λιθάρια. Φέρανε μέντιουμ αστρολόγους
χαρτορίχτρες κλαδάκια δάφνης για να
κρεμάσουν τους ποιητές να υμνήσουν
το Αιγαίο και τη θάλασσα να σβήσουν
το φαγωμένο δέρμα απ’ τις ψείρες και
να κουρέψουν με το ψαλίδι της λήθης
τα μακριά τρελά μαλλιά του θανάτου.
Εκτός εαυτού
Είμαστε έτοιμοι να γυρίσουμε τον κόσμο
ανάποδα, να δούμε τη Δύση και την
Ανατολή, τον ήλιο στα ξέφωτα. Να
σβήσουμε με τη γομολάστιχα τις άγονες
γραμμές. Τα ηλεκτρισμένα μας λόγια
και τα πυρωμένα μας φιλιά να σκορπίσουμε
στους πέντε ανέμους. Οριστικώς να
διάγουμε βίο χαρισάμενο με όλες τις
ευφάνταστες υπάρξεις που μας πήραν
τα μυαλά και μας σκόρπισαν στη θάλασσα
και στο βουνό, στους κάμπους και στα
οροπέδια. Να κοιτάξουμε τα γεγονότα
λοξά. Να κάνουμε τα χατίρια στις όμορφες
ξεφλουδίζοντας τη νύχτα και το σκοτάδι.
Να στήσουμε οδοφράγματα στα περασμένα
μεγαλεία μας. Να κάνουμε τα μαυσωλεία
ξενυχτάδικα και τα μουσεία πολέμου
περιστερώνες. Ν’ αφήσουμε το σταυρό
στο βυθό και τους λεγεωνάριους στα βιβλία.
Να βγούμε διαπαντός εκτός εαυτού.
Πνευματικό εμβατήριο
Στην Ελλάδα γράφτηκε μπόλικη σεξοφοβική ποίηση, βεβαίως ωραία και ακαδημαϊκή. Και βεβαίως σπουδαία αφού δεν έχει οσμές και παλαβομάρα. Κι επιτρέπεται στους ποιητάς να παθαίνουν ήττα και αλκοολίκια φοβερά και τρομερά και να διηγούνται τες πουτανιάρικες σκηνές με πέπλα αραχνοΰφαντα κι αστεράκια στις ρόγες και στους σφιγκτήρες. Αυτό είναι όλο. Να παίρνονται τα όντα με ποιητικό τρόπο. Να αλυχτούν τα κορμάκια μεταφορικώς. Ότι ξεχειλίζει και αφρίζει και ζέχνει περιπαθώς να τρυπώνει εις τη θηλιά του στίχου. Τα πλούσια βυζιά εις τους καθρέφτες να ομοιάζουν με θηριώδη κύμβαλα. Τα αφρισμένα χείλη με νυχτόβια. Οι εκσπερματώσεις με δρολάπια. Λέξεις που συγκαλύπτουν άλλες λέξεις. Εξάψεις, καύλες, ηδονές θαμμένες κάτω από μεταφορές, παρομοιώσεις, συνειρμούς, σαν φίδια αγκαλιασμένα. Κρύβοντας το αγοραίον πάθος, το λαχάνιασμα. Να μη φανεί μέσα στο ποίημα ο βορβοσηραγγώδης μυς, το μεγαλείο του. Να μη φανεί το χύσιμο στα μούτρα, η διεγερμένη αίσθησις, το σώμα στο αρχαίο χαλί να εκλιπαρεί. Να μη φανούν τα σχέδια των Πτολεμαίων, το πρωινό γαμήσι. Να λειανθεί ο σπασμός στο άσπρο φως των σεντονιών. Να γίνει αποπεράτωση μιζέριας για το άπληστο νοικοκυριό. Ανθολογώντας φρύγανα, πέτσες χωρίς το κρέας τους, οστά χωρίς μεδούλι. Το φλέγον ζήτημα η στύσις των εσχάτων. Να μην καυλώνει το λαό η ποίηση, αλλά το πλαστικό, ο κορεσμός, η Παναγία, τα έγγραφα. Ως εκ τούτου οι υποχθόνιοι εμείς, θα μπαινοβγαίνουμε απ’ τις πορτούλες κι απ’ τις τρύπες μας, απ’ τις πελώριες καμινάδες μας. Από τον υψικάμινο φαλλό που έχτισαν οι μπολσεβίκοι ποιητές κάνοντας οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου.
Περί γραφής
Η γραφή μου τρεμοπαίζει
σαν κορμάκι. Σαν φλόγα.
Είμαι ολοζώντανος και
διεκδικώ πνοή. Διεκδικώ
μέλλον. Μέχρι τα πέρατα
της οικουμένης. Μέχρι των
σπλάχνων της τα έντερα.
Μέχρι τη ρουφήχτρα ερωμένη.
Όλο χείλη λαγωνικά. Χείλη
βεντούζες. Μέχρι τ’ ανοιχτά
της σκέλη. Μέχρι του Σατανά
τον καταπιόνα. Μέχρι το λάρυγγα
και τα εντόσθια. Μέχρις ηθικού
κλονισμού και δε συμμαζεύεται.
Μέχρι πάνω και μέχρι κάτω.
Μέχρι πέρα και μέχρι δώθε.
Το φως του κόσμου εγώ ειμί.
Ο ίλιγγος. Των σχισμών
ο ολόλαμπρος ήλιος. Η κλειτορίς.
Μιαν έρημος από λωτούς. Χνουδάκι
όλο χρησμούς. Αιδοίον λοφίον.
Εγώ σαλεύω φθορά και φως.
Περ’ απ’ το τέλος και πέρα απ’ την
αρχή. Εσύ που ανοιγοκλείνεις
πάθος είμαι εγώ. Εσύ εγκέφαλε
εσύ μυαλό. Εσύ σπέρμα που στέλνω
στο θεό και στα δόντια της. Εσύ
φλέβα που βαράς σφυριές.
Εσύ πλεκτάνη και σπιτίσιο μουνί.
Έξω τριζόνια που υπόσχονται πολλά.
Μέσα υγρά και αχ και βαχ εκ της
ιδίας της κυράς. Στόμα ανοιχτό
μονορούφι. Στόμα στοά. Ω! διάγω βίο
ποιητού, διάγω τρίχες του εφηβαίου.
Η Τρέλα και ο Χάρος
Κάποτε η Τρέλα αποφάσισε να νικήσει
το Χάρο. Κι ο Χάρος κουφάθηκε και
τυφλώθηκε κι έγινε σκληρόκαρδος
και σακάτης δίνοντας ηλεκτρικά φιλιά
στους νεκρούς. Κι άρχισε να κάνει
κουμπαριές. Να μεταμορφώνεται
σε μαδημένο κόκορα. Σε γυμνή
όμορφη γαλανομάτα. Έλεγε τη μοίρα
στους ζωντανούς. Ζητιάνευε και
ψηλαφούσε παλάμες. Έγλειφε κόκκαλα
κι ανοιχτές πληγές. Τρύπωνε στα
μυθιστορήματα δίνοντας περιπαθώς φιλιά.
Έγραφε βιβλία ζοφερά κι έπινε κόκκινο
κρασί. Ζητούσε να τον βαφτίσουν και
να τον παντρέψουν. Τρύπωνε στα
ευαγγέλια και στις μήτρες. Στα νοσοκομεία
και στους αγρούς. Κι η Τρέλα με τη
λιονταρίσια της χαίτη άγρια τού τρυπούσε
το κορμί με βελόνες και καρφίτσες
τον παλούκωνε με λοστούς τού μαδούσε
τις μασχάλες. Μα ο Χάρος έπαιρνε όλο
και πιο πολλούς. Κι έγινε μια ιστορία
δίχως τέλος στα παιδικά μας βιβλία.
Το φάντασμα στα χνώτα της αναπνοής.
Υπομονετικός πίσω απ’ τους καθρέφτες.
Αυτοκράτορας. Λεγεωνάριος. Ο τρυφερός
σερβιτόρος των σαρκίων. Ο σιτιστής της
αβύσσου. Ο αγαπητικός των απελπισμένων
και των τρυφερών κοριτσιών. Ο παραλήπτης
επιστολών. Ο λεοντόκαρδος. Ο ανθολόγος.
Ο διανοούμενος. Ο τραγουδισμένος απ’ τις
Αρχές απ’ την αστυνομία και το κράτος.
Ο εραστής της λασπουριάς της ομίχλης
και της μαύρης γης. Ο βυρσοδέψης των
αιδοίων. Ο θυροκολλητής επαίνων μιας
ζωής που σπαταλήθηκε στο φόβο
του θανάτου.
Σκύλοι
Γύφτοι με τα κιλίμια τους
ανεμίζουν
και φοβερές κοπέλες
στις καρότσες.
Λάμπες φωταερίου.
Τρεμάμενες σκιές.
Στα δάχτυλα των Μουσών
τα δαχτυλίδια.
Μυρουδιά της αμαρτίας
και παστίλιες για κουνούπια.
Κοντέινερ στα Λιόσια
ιαγουάροι
σκύλοι λοξοί
τρίβουν τις ράχες στα μπουριά.
Σκύλοι που περιμένουνε για χάδι
την κλωτσιά.
Σκύλοι στο παραπέτασμα
που τραυλίζουν.
Και λιμοκτονούν
για λουλούδια και κρέας.
Σκύλοι που φυτρώνουν
στις λάσπες.
Δίπλα στα γλέντια
και στα πένθη.
Κυκλάμινα χλομά.
Στις λυσσασμένες λέξεις
δίπλα.
Σκύλοι με τα δοξάρια τους
με πρησμένο μάτι και
δανεικό κουστούμι.
Σκύλοι που έχουν
στα συρτάρια τους τον ήλιο
και στα κλουβιά τους τον ουρανό.
Το πάθος τους κεντημένο
στα υφαντά των κοριτσιών.
Τα δάχτυλά τους στις σχισμές
στα πλήκτρα της Αβύσσου.
Γάμος φτωχός
λάβαρα εξαπτέρυγα λευκά
για να γραφτεί η παρθενιά
το κόκκινο
το αίμα.
Σεντόνι τρόπαιο του γανωτή
ο λόφος
το βουνό
η λαμαρίνα πίσω να πυρώνει
κανίβαλη ηδονή
λεηλασία.
Ιδιώνυμο
Ο κακός σκοπευτής κατηγορεί το βέλος του
που δε βρήκε το στόχο,
η κοινωνία της παρακμής
κατηγορεί το δάσκαλο για την παρακμή της
κι ο κακός δάσκαλος κατηγορεί το μαθητή του.
Η κρίση της οικονομίας της εκμετάλλευσης είναι και κρίση του σχολείου των ανταγωνισμών, αλλά και κρίση της κοινωνίας της πλήξης. Μιας πλήξης που οδηγεί στη βαρβαρότητα και στο δεσποτισμό. Μιας γενικευμένης πλήξης που δέχεται αξιωματικά πως οι ζωές μας διευθύνονται από τρίτους. Πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι διαχειρίσιμο μέγεθος και πως οι αγορές, τα εμπορεύματα και η κατανάλωση, υπαγορεύουν τους δείκτες ευημερίας. Μιας πλήξης και παραίτησης, συντονισμένες απ’ τις κρατικές υπηρεσίες. Υπηρεσίες των οποίων μοναδική αρμοδιότητα είναι πλέον η καταστολή. Η μοναδική δικλείδα ασφαλείας τους είναι να σπέρνουν το φόβο και την απελπισία. Σκορπώντας τη φήμη ότι το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα. Οι καπιταλιστές, διδάσκουν πως το νόημα κάθε τεχνικής, είναι η κυριαρχία του πλούτου και της ανθρώπινης σοφίας πάνω στη φύση. Η προέκταση αυτού του νοήματος στην παιδαγωγική, είναι η κυριαρχία των ενηλίκων πάνω στα παιδιά. Ο αναίμακτος συντονισμός τους με την κυρίαρχη ιδεολογία. Το ρίγος όμως της γνήσιας παιδαγωγικής εμπειρίας, δεν έχει σχέση μ’ εκείνα τα ελάχιστα θραύσματα πληροφοριών και κανόνων που συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε γνώση. Πληροφορίες και κανόνες που δημιουργούν ένα συναίσθημα που μοιάζει περισσότερο με την μακαριότητα των επιληπτικών. Στήνοντας, ένα σχολείο προθάλαμο μιας παρασιτικής και εμπορευματικής κοινωνίας. Ένα μηχανισμό που σε μαθαίνει χωρίς να επιθυμείς, δηλαδή σε ξεμαθαίνει να επιθυμείς. Έναν μηχανισμό που όσους δεν καταφέρει να ευνουχίσει τους αποβάλει ως άχρηστους. Βυθίζοντας όλους τους άλλους στη δυσωδία του εμπορευματικού ανταγωνισμού, της τακτικής, της στρατηγικής και της αρπακτικότητας. Καταργώντας τον ελεύθερο χώρο της παρατήρησης, πλησιάζοντας μεταφυσικά την ουσία των πραγμάτων χωρίς να τα υποβάλει σε κριτική. Καταλήγοντας έτσι να διδάσκει φετιχιστικά πως, αυτό που φέρνει τα πράγματα κοντά μας κι αποκαθιστά την αποφασιστική επαφή μαζί τους είναι το χρήμα. Συρράπτοντας με λεπτές βελονιές πάνω στο πετσί μας κάθε κατασκευασμένο συλλογικό μύθο, πληρώνοντας το βοηθό του, το δάσκαλο, σε μετρητά. Σε ψίχουλα. Σε τριάντα αργύρια πλαστής ευημερίας.
Σημειώσεις
Ψηφιακή εποχή
Εσύ θα μπορέσεις να βλαστήσεις
ψηφιακό φιλί σ’ αυτό το ντουνιά
με τα θηρία. Να βγάλεις κραυγές
και σάλιο και πείσμα, υγρασία στην
ουρά με τους μασκοφόρους που
περιμένουν τη σύνταξη, στο στρατό
με τους φαντάρους, στο μπακάλικο
με τις κονσέρβες, στις αγορεύσεις
και στον έρωτα στα όρθια στο
σκοτεινό κλιμακοστάσιο, εσύ θα
μπορέσεις να θριαμβεύσεις αρκεί
να μην κόψουν το ρεύμα, αρκεί να
ρίχνονται στον Άδη τόσες ψυχές και
στα καμίνια τόσες εύκαιρες υπάρξεις.
Ειδήσεις
Χαμογελάει η όμορφη στο φακό
κάνει γλωσσόφιλα στον τηλεθεατή.
Δίνει υποσχέσεις σαν αηδόνι, έχει
δράκοντες να τη φυλάνε και να την
ταΐζουν κόκα στην ώρα της. Μαργαρίτες
μαδώντας βραδάκι μήνα Μάιο. Σταυρόν
γαρ υπομείνας ομορφιά δούλη του Κυρίου
μετρώντας φιλιά και προβατάκια στον ύπνο
με τον έρωτα ήσυχο ποτάμι που κυλάει αλλού
και την ένδοξη τρέλα να σαλπίζει στύσεις
σ’ όλα τα μήκη πάντα και τα πλάτη.
Πάναγνο αιδοίο γλώσσα κομμένη το χάραμα
θεριά και δαίμονες στο φορτηγό προς
την Άβυσσο στην τρομερή νταλίκα
που κρύβει στα σπλάχνα της νεκρούς
μετανάστες Ηγουμενίτσα Μπάρι
Χαίρε ποτέ κι ο ασβέστης στα ντουβάρια λευκός.
Παιδαγωγικό ποίημα
Στη μικρή πόλη όπου υπηρετούσα όλα σχεδόν ήταν απαγορευμένα. Οι απαγορεύσεις ήταν ο κανών. Δεν μπορούσα να πάω με το ποδήλατο στη δουλειά ή να γλείφω στο δρόμο ένα παγωτό. Καθετί γινόταν κρυφά με προφυλάξεις. Μονάχα η απαγόρευση ήταν μεγαλοπρεπώς φανερή και η τιμωρία. Κάποτε που είχα τις μαύρες μου θέλησα να αγοράσω ένα σκυλάκι για παρέα αλλά επειδή κόστιζε αρκετά άλλαξα γνώμη και προτίμησα βιβλία και δίσκους. Μου έμεινε όμως το λουράκι. Αυτό το λουράκι λοιπόν μου χρησίμευε για να τρομοκρατώ τους μαθητές μου. Ήταν αρκετά ακριβό εξάλλου. Αληθινό δέρμα.
Το απαρτχάιντ της Κικίτσας
Ο πιο άγριος πόλεμος είναι ο πόλεμος των ιδεών. Κι όταν εκφράζεις ιδέες θα πρέπει να περιμένεις τον πόλεμο. Οι ιδέες της επίσημης διανόησης του άστεως είναι οι ιδέες του κατεστημένου. Απλώς, οι διανοούμενοι γίνονται φορείς αυτών των ιδεών. Ξεπέφτουμε συχνά στο συναισθηματισμό και χάνουμε την αλήθεια. Ανακαλύπτουμε ξαφνικά πως η Κικίτσα είναι ρατσίστρια και σάπια. Πως, ω! ναι, γράφει καλή ποίηση αλλά λέει μπούρδες στις συνεντεύξεις. Ανακαλύπτουμε-πέφτοντας απ’ τα σύννεφα- πως ένα ολόκληρο σκυλολόι σοφών του δημόσιου βίου, την υπερασπίζεται με βασική θέση αιχμής, το κόμπλεξ της αριστεράς εν Ελλάδι να κάνει κριτική στους νεωτερικούς μαγείρους, που μπορούν να γλείψουν κατουρημένες ποδιές ή να φάνε ξερασμένο σκατό για να γίνουν ακαδημαϊκοί ή να τυπώσουν βιβλίο στον Ίκαρο. Για να τους δείξει το μέγκα ή να τους πάρει συνέντευξη η Στάη. Για να ανθολογηθούν στα σχολικά βιβλία και να μπολιάσουν με το μεταφυσικό τους οίστρο τους λωτοφάγους της γνώσης.
Υπάρχει ένας μηχανισμός που συγκαλύπτει ρομαντικά τα γεγονότα. Σκεφτείτε τους κατοίκους της Κυψέλης που μαζεύτηκαν οι άμοιροι για να κλάψουν τη νεκρή γειτονιά τους. Για ν’ αναπολήσουν περασμένα μεγαλεία και να καταλήξουν εκεί που καταλήγει το χάος. Στους ξένους. Στους μαύρους. Στους πακιστανούς. Που μπορεί να σκοτώνουν και κανέναν μέσα μέσα και να φοβόμαστε να καθίσουμε μαζί τους στα παγκάκια αλλά έχουν κι έναν μόδιστρο μούρλια στη Φαέθοντος. Σκεφτείτε την κούραση των πνευματικών ανθρώπων απ’ τις εξαντλητικές συνεντεύξεις και τις εκδηλώσεις. Την τραγωδία τους να συνυπάρχουν με μαύρους και Αλβανούς. Να βλέπουν τα παλαιά νεοκλασικά όπου εσυνουσιάζοντο οι ένδοξοι καθαρόαιμοι Αθηναίοι πρόγονοί τους να γίνονται βορά καταληψιών, νιγηριανών, πακιστανών και άλλων αναξιοπαθούντων υπάρξεων που παλιότερα υπήρχαν μόνο στα ντοκιμαντέρ και στις καρτ ποστάλ.
Οι διανοούμενοι αυτοί έχουν μαντρωθεί μέσα στον ιδεολογικό περίγυρο αυτού του τόπου, έχουν χάσει τη ματιά και το περίγραμμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε διαφορετικός άνθρωπος τους φαίνεται παράξενος. Κάθε άνθρωπος που αναζητά την ελευθερία του τους φαίνεται ύποπτος και κάθε ανυπάκουη φωνή εναντίον του καταστημένου βαφτίζεται αντιπατριωτική πράξη.
Οι φίρμες εμφανίζονται πλέον ομαδηδόν και κάνουν παρεμβάσεις ως πνευματικοί άνθρωποι κουνώντας το δάχτυλο σε όσους δεν δέχονται τον εξευτελισμό και τον αφανισμό τους. Σε όσους πιστεύουν πως το σύστημα δε διορθώνεται αλλά γκρεμίζεται γιατί είναι σάπιο. Γιατί παράγει πλέον με γεωμετρική πρόοδο ανεργία, εκμετάλλευση, συσσίτια, κακομοιριά. Κουνώντας το δάχτυλο στην τάξη που πατικώνεται απ’ την υπερσυσσώρευση του πλούτου που παράγει αλλά δε μπορεί να χαρεί.
Μπερδεύουμε συχνά τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας με τη Χρυσή Αυγή. Δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος πως η Χρυσή Αυγή είναι η στρατιωτική έκφραση των απόψεων του Στουρνάρα και των 32 πνευματικών. Πως ο νεοναζισμός είναι καλά κρυμμένος μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους και πως κάθε επιβολή απ’ τα πάνω έχει άκρως φασιστικά χαρακτηριστικά.
Το παρακράτος που στον καιρό της καπιταλιστικής ευδαιμονίας ήταν αθέατο τώρα πρέπει να δείξει τα δόντια του. Να εκφραστεί και κοινωνικά, είτε απ’ τους ηλίθιους αυτού του τόπου που γλίστρησαν εύκολα απ’ τις φασιστικές συγκεντρώσεις των δυο μεγάλων κομμάτων της δεκαετίας του ογδόντα, είτε απ’ τους καπάτσους πατριδέμπορους που περιμένουν να αυγατίσουν τα γρόσια.
Κάθε δήλωση μισαλλοδοξίας απ’ τους ανθρώπους-υποτίθεται- των γραμμάτων καταγράφεται στο συλλογικό ασυνείδητο με διαφορετικό τρόπο. Αφού ο δημόσιος λόγος λειτουργεί ως σχολείο.
Ο οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να έχει απόψεις και μάλιστα ρατσιστικές. Αλλά έχει και την υποχρέωση να κατανοεί πως μπορεί αυτές οι δηλώσεις όταν βγαίνουν απ’ το κεφάλι του είτε γραπτώς είτε προφορικώς να προκαλέσουν τυφλή βία. Και η τυφλή βία να φέρει την καταστολή. Και πάει λέγοντας.
Πράγματι η φιλελεύθερη δεξιά σκέψη θέλει τους ξένους. Φυσικά τους καλούς. Και φυσικά τους θέλει είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε σε διαφορετικά παγκάκια. Είτε φτηνούς εποχιακούς στη Μανωλάδα, είτε οικιακούς δούλους στα υποστατικά τους. Αυτή τη φιλελεύθερη σκέψη έρχεται να ενισχύσει με πανηγυρικό τρόπο η Κικίτσα. Τη σκέψη που λέει, εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους ξένους αλλά γιατί κουβαληθήκαν εδώ; και μου χάλασαν τη θέα και τα ποιήματα που έγραφα για τις σκόνες, τους πληθυντικούς αριθμούς και το λίγο του κόσμου. Γιατί μου χάλασαν τη ραστώνη της πνευματικής μου μιζέριας κι έσπειραν μέσα μου το φόβο, αφού στα μάτια του καθενός βλέπω κι έναν άγνωστο που επιβουλεύεται το χώρο μου.
Στο Γιοχάνεσμπουργκ υπάρχουν παγκάκια που γράφουν Europeansonly. Αν καθίσουμε να κλώσουμε τέτοιες απόψεις θα δούμε και στη γειτονιά μας τέτοια παγκάκια. Κι αυτό δεν είναι μια υπόθεση φανταστική αλλά μια πραγματικότητα που ήδη υπάρχει. Οι άνθρωποι μοιρασμένοι σε ενορίες και παγκάκια. Έλληνες και Ξένοι. Οι άνθρωποι μοιρασμένοι σε φτωχούς Έλληνες και σε φτωχούς ξένους. Σε άνεργους Έλληνες εργάτες και σε άνεργους ξένους εργάτες. Συσσίτια και αίμα για Έλληνες. Εμβόλια για ελληνόπουλα και λοιπά.
Η μπουρζουαζία είναι καταδικασμένη να καταστραφεί απ’ τις εσωτερικές της αντιφάσεις που με την ανάπτυξή της αποβαίνουν φονικές. Το ερώτημα είναι αν θα καταστραφεί από μόνη της ή αν θα καταστραφεί απ’ το προλεταριάτο. Αυτό το προλεταριάτο που δεν έχει Έλληνες και ξένους αλλά ανθρώπους και μόνο ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν και τίποτε άλλο. Κι ας ψάξουμε κάποτε σ’ αυτή τη χώρα την αληθινή ποίηση κι όχι τις μούφες των εργαστηρίων των εκδοτών και των ιδρυμάτων.
Ιδού:
Νεοελληνική ιστορία
του Γιάννη Υφαντή
Είκοσι χρόνια δούλεψα καπνά∙ είκοσι χρόνια
φυντάνια, βοτανίσματα, ποτίσματα,
όργωμα, ξαναόργωμα και σβάρνισμα
και φύτεμα και σκάλισμα και πότισμα και μάζεμα κι
αρμάθιασμα και διάλεγμα και λιάσιμο και κόψιμο
και τέλος
δεμάτιασμα
για να ‘ρθει ο έμπορας και να βαθμολογήσει
66 τοις εκατό στο κράτος
27 τοις εκατό στην τσέπη του
κι 7 τοις εκατό σ’ εμάς
και μες σ’ αυτά τα εφτά τοις εκατό,
να ‘ναι λιπάσματα, ποτίσματα, οργωτικά, εργατικά
δικός μας μόχτος, χρέη, κ’ η ζωή
που θέλει τη ζωή και τίποτε
δεν την παρηγορεί έξω απ’ αυτή.
Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε
αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά
και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαΐ
δεν είναι που δεν εργαστήκαμε
δεν είναι που δεν κάναμε οικονομίες
δεν είναι που δεν ήμασταν οι τυχεροί∙
είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν:
Όχι οι Πέρσες μήτε οι Ενετοί
μήτε οι Τούρκοι μήτε οι Γερμανοί
μα οι δικοί μας
γενίτσαροι του πλούτου και της μόρφωσης
πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί
και Εκκλησία και βιομήχανοι.
Είναι που μας ληστεύανε
και μας ληστεύουν.
Περί ιδιοκτησίας
Είναι αλήθεια πως η μυρουδιά
της βροχής μου ανήκει. Η μυρουδιά
κάποιων γυναικών που έχω στο
κεφάλι μου, επίσης. Μου ανήκει
ο ήλιος και το βύθισμα στην άμμο.
Είμαι ο ιδιοκτήτης του ουράνιου θόλου
και του μεταμεσονύχτιου σπασμού.
Έχω την υψηλή κυριότητα της συνουσίας.
Έχω συμβόλαιο με τον άγριο αισθησιασμό
κι έχω κλείσει συμφωνίες εκμετάλλευσης
με το φαράγγι των μελισσών. Έχω
με τις πεταλούδες από κοινού μια φοβερή
κοιλάδα κι έναν τρομερό γλυπτό λαιμό.
Είμαι ιδιοκτήτης χιλιάδων βλεμμάτων και
άστρων και πλανητών. Έκανα περιουσία
απ’ το μηδέν. Είμαι αυτοδημιούργητος.
Έχω ένα στρατό που με προστατεύει.
Έχω λύκους και φίδια. Έχω τσακάλια
και γυπαετούς. Είμαι ζάμπλουτος και
μαθαίνω τα ωραία ελληνικά και τα ονόματα
των λουλουδιών και περιμένω τα φουστάνια
του ανέμου να με σκεπάσουν και τους
δαίμονες της υγρασίας να με καταπιούν.
Βάρβαρες ωδές
Μας βρήκαν πάνω στα δέντρα
οι άνεμοι την ώρα που γράφαμε
τις βάρβαρες ωδές. Την ώρα που
τα χείλη μας λάτρευαν τον οπλισμένο
ήλιο. Με το καλοκαίρι να μπαίνει
απ’ τα παράθυρα, να σχίζει τα ρούχα
μας, να ξεγυμνώνει τα στήθια. Με τα
σκληρά κύματα των τρυφερών γυναικών.
Με τα σκέλια τους δέλεαρ του βυθού.
Με τη χνουδωτή τους βλάστηση να
σαλεύει. Με τις μνήμες απ’ την υγρασία
της πολύμοχθης σάρκας. Κάργα
μεσοπόλεμος υγρών. Οπωροφόρα.
Πίνοντας απανωτές πορτοκαλάδες
σε φανταστικά καφενεία με φαντάρους
και θυγατέρες και νοικοκυρές που ζεματίζουν
στο νεροχύτη τ’ ανυπάκουα κοκόρια.
Αντί στεφάνου
Έβγαζε νερό με τον κουβά απ’ το πηγάδι
μια κοπέλα όμορφη μια κοπέλα γάργαρη
το σούρουπο και το ωραίο βραδάκι και
γύρω χάος μαύρος κάμπος κοιμητήρια
υπέροχα λευκά ολούθε γύρω ερωτική
σιωπή εγώ κι αυτή ανάλαφρα πατούσαμε
μας πάντρεψε ο παντοκράτωρ οργασμός
και μας επήγε στη ζωή και στους πολέμους
μας έβαλε στους λόφους να δακρύζουμε
μαύρες μύγες και φεγγάρια στην επαρχία
ιερές αγελάδες στις πόλεις στις επάλξεις
αντρόγυνα το Πάσχα με τη μπίρα και το
ψητό και τον πλαστικό Μάη στην πόρτα
καρφωμένο στου σπιτιού το μέτωπο μια
φοβερή τρύπα προς την ελευθερία το στόμα
της Άνοιξης και το ρουθούνι της ζωής να
καταπίνει τα συρτάρια και τα πιάτα μας
βιβλία κατσαρόλες και κοσμήματα επιστολές
καρέκλες έγγραφα τραπέζια και γραφεία
να καταπίνει τους μπαξέδες τα εργοτάξια
τους διπλωμάτες και τους σεβάσμιους γέρους
τα ποιήματα για την Άνοιξη που γράφτηκαν
το χειμώνα ν’ αφήνει πίσω τους τουρίστες
στο Σύνταγμα και τον πολιτισμό που έκανε
έκτρωση τον έρωτα ν’ αφήνει τα πλαστικά
και τις συνταγές Ελληνοσύρων μάγων την
αντικουλτούρα εργαστηρίων της κυπ και το
διευθυντή εφημερίδων και το χασάπη της
γειτονιάς και το δούρειο ίππο και τις βιομηχανίες
και το Σεφέρη στο Κάιρο. θα δραπετεύσουμε
θα φύγουμε η αγαπημένη μου κι εγώ απ’ την
τρύπα της Άνοιξης και την τρύπα της ζωής
απ’ το βραχιόλι κι απ’ το περιδέραιο κι απ’ το
κολιέ απ’ το μηδέν κι απ’ την τρύπα του τοίχου
θα σβήσουμε σχεδόν ερωτικά στο πρωινό κρεβάτι
αγναντεύοντας τη θάλασσα τα βουνά και τ’ αστέρια.
Ο φασισμός του ιερού πένθους
Οι επαγγελματίες πεθαμενατζήδες χτυπούν την καμπάνα ως κηδεμόνες του σεξουαλικού ενστίκτου. Απ’ το πένθος στη χαρά κι απ’ τη χαρά στο πένθος. Ένας φαύλος κύκλος που εκμεταλλεύεται τη βαρύτητα των στερήσεων. Η στέρηση έχει πάντα κοινωνικό αντίκρισμα. Γι’ αυτό και το κομμάτι του έλεγχου των ηδονών και των παθών το έχει αναλάβει η θρησκεία. Ακόμα και στην ξεσχισμένη Αμερική οι προτεστάντες ψυχίατροι χαράσσουν την αισθητική των διαφημίσεων και την εξωτερική πολιτική. Τα πάθη του Κυρίου είναι τα πάθη του ηγεμόνα. Του Άντρα. Του δίκαιου τιμωρού που δε χρειάζεται σπαθί γιατί επένδυσε στο λόγο. Του Άντρα που κατέχει το Λόγο, ο οποίος λόγος θαυματουργεί. Και μπορεί να πολλαπλασιάσει τα ψάρια και το κρασί ή να σηκώσει τον ανάπηρο απ’ το κρεβάτι του. Οι παπάδες πάτησαν σωστά στα μεγάλα σκοτάδια του ανθρώπου και μπαστάρδεψαν με την ευκολία του μύθου τις τραγικές δυσκολίες της ζωής. Η εκκλησία υπήρξε το μέγα επίτευγμα της εξουσίας γιατί κράτησε τον όχλο στα σκοτάδια του. Μαγάρισε τον πόθο του ανθρώπου για την ελευθερία χτίζοντας μια φοβερή Βαβέλ απαγορεύσεων και καταναγκασμών. Η αυτοκρατορική μήτρα είναι κατάλληλη μόνο για να χέσει ένα μικρό παιδί μέσα της αφού του φόρτωσαν το προπατορικό αμάρτημα. Δηλαδή ποτέ δε θα σου συγχωρέσω νεογέννητε άνθρωπε το γεγονός ότι τόλμησες να δοκιμάσεις τους καρπούς της γνώσης. Να μάθεις την αλήθεια και να ζεσταθείς. Θα σε καθοδηγήσω απ’ τη στιγμή που θα γεννηθείς στη δειλία και στη νωθρότητα. Εγώ, ο ευνουχισμένος τράγος θα βυθίσω το κεφάλι σου στην κολυμβήθρα. Θα σου μάθω τη βία το φόβο και τον πνιγμό απ’ τα γεννοφάσκια. Θα σε φορτώσω απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο της ζωής. Η πίστη είναι το δίκρανο κάτω απ’ το οποίο στενάζει το πεπρωμένο. Μια ζωή που δε βιώθηκε αλλά παραδόθηκε σε πνεύματα πνευματικούς προφήτες και αγίους εξαντλώντας τη και αχρηστεύοντάς τη για να την παραδώσουν βεβηλωμένη και άχρηστη στα σκουλήκια. Η θρησκεία έχει ως μέλημα την τακτοποίηση. Την κοινωνική ειρήνη. Η θρησκεία επένδυσε στο γάμο και τη μονογαμία για να λύσει ένα βασικό πρόβλημα ουσίας. Να προφυλάξει τον καταπιεστή απ’ τον καταπιεζόμενο. Αφού αν ο καταπιεζόμενος καταλάβει ποιος τον καταπιέζει θα του δαγκώσει το σβέρκο. Και πάει περίπατο τότε το σούπερ μάρκετ της πίστης. Ο γάμος επιτελεί διπλό ρόλο. Από τη μία η εύκολη ταξινόμηση κι απ’ την άλλη ένα εργαστήριο πάλης και ανταγωνισμών ερμητικά κλειστό. Έτοιμο όμως να επανδρώσει την κοινωνική αρένα. Όμως, μέσα μέσα φοβερές εκλάμψεις έρχονται να σκεπάσουν τον πένθιμο σπασμό της καμπάνας και το θεατρινίστικο θρήνο. Οι καυλωμένοι λαοί μαθαίνουν αστρονομία. Κέπλερ. Κοπέρνικο. Τύχο ντε Μπράχε. Μαθαίνουν πως ο άνθρωπος μέσα απ’ την κοινότητα μπορεί να επικοινωνήσει με τις δυνάμεις του σύμπαντος. Και πως η μεγάλη ερωτική διεκδίκηση του σύμπαντος έχει αρχίσει. Και πως ο άνθρωπος θα πρέπει να βάλει το δάχτυλο στο μέλι. Να διεκδικήσει όσο του χρειάζεται για να ζει απ’ το κέρας της Αμάλθειας. Για να ζει σωστά. Για να πετάξει στον καιάδα τη νεκρική μάσκα του φόβου. Τα εξαπτέρυγα και τα ξόανα και τους κώδικες ηθικής των αυτοκρατόρων.
Ακολουθία του νιπτήρος
Σε φιλώ παράλογη πατρίδα
που μεγαλώνεις το χάσμα μου.
Κύτταρο της αδικίας
γεμάτη φαρμακαποθήκες
και φίλια πυρά.
Όλο γνωστούς μουντούς
που βγαίνουν μπροστά.
Τα βιβλία σου δε διαβάζονται
με τίποτα πατρίδα μου
και τα παιδιά σου παρεκκλίνουν
και τήκονται και λουφάζουν
σε κωμοπόλεις με κουνούπια.
Γαμούν στα γρήγορα
γιατί κάτι τα τρομάζει.
Βιντεοσκοπούν τη φίλη τους
που αυνανίζεται και τρέχει
πιο γρήγορα απ’ τ’ αυτοκίνητο
καθώς αποσχηματίζεται
και καθώς χάνεται στον
ορίζοντα της οθόνης του κινητού.
Πατρίδα μου κάθομαι στο κρεβάτι
αγκαλιά με την ποίηση
κι αγναντεύω ένα κοπάδι από
νεόπλουτα κοράκια αδιάφορους
ξεθυμασμένους εραστές
γευσιγνώστες της ποίησης του κάμπου
εξπρεσιονιστές κτηνοτρόφους
που τα παράτησαν ντάμες κούπα
και βαλέδες των συνεταιρισμών
και της γηραιάς Ευρώπης
μάζες ανεξιχνίαστες στα θερμοκήπια
που τρώνε βοδινό κρέας Αργεντινής
σε κονσέρβα και μαζεύουν τηλεκάρτες
και πένθη. Πατρίδα μου
ωραία εκδοχή του θανάτου
τρυφερή Πίνδος στα χέρια ληστών
και τοπογράφων σε φιλώ
αθροίζοντας σάπια αλώνια δοντιών
ποιητών που πέρασαν
και κρεμάστηκαν και θάφτηκαν
από γνωστούς και φίλους
και ξεπουλήθηκαν
σα μπουκάλες ουίσκι σε κάβες
και σε φιλώ σαν μετανάστης
που γύρισε γέρος τρελός και μόνος
στο χωριό και στα σκέλια σου
πατρίδα μου που παραμένεις ζωντανή
με κτηνώδεις πράξεις
ποθώντας ακόμα το κεφάλι μου
ανάμεσα στα βυζιά σου
πατρίδα μου πανούκλα
του εθνικισμού και
του εθισμού στον έρωτα
και στο θάνατο
που διαγωνίζονται για τα έπαθλα
με λεωφόρους των φαλλών
και επιταφίους
κι εξασθενημένη μουντή θράκα
σπονδές και στίχοι στα χασάπικα
κερασιές θεσπέσιες ανθισμένες
σεξουαλικές
και λούνα Παρκ απ’ το Παλέρμο
δίπλα στον Αχελώο
δίπλα στα κοριτσόπουλα
και στις πατάτες
με μπογιατζήδες ξυλουργούς
ταριχευτές και ταραχοποιούς
παιδιά αλάνια στην αιωνιότητα του χασίς.
Πατρίδα μου σανιδένιοι πάτοι
σε ρομαντικές χέστρες
δίπλα στη θάλασσα
ανταλλακτήρια συναλλάγματος
και φοβερά λιμάνια
με αγάλματα και αποχετεύσεις
γεμάτος αφέλεια και πνεύμα
και πασχαλινά αυγά ο λαός σου
αδράχνει τη μέρα και αδράχνει τη νύχτα
carpe diem, carpe noctem.
Όνειρο ανοιξιάτικης νυκτός
Ένα βιβλίο έχω ανοιχτό στη σελίδα εννιά
και μπαινοβγαίνω στην κουζίνα και ψιθυρίζω
όσα έμαθα κι όσα ξέρω και η πίστη μου πάει
περίπατο και οι φανατικοί κροταλίζουν δίπλα
στο κορμάκι μου. Ραμφίζουν τα χείλη μου οι
ρεπόρτερ με ανάβουν οι φοβερές εικόνες όλα
όσα δε βλέπω μα πλησιάζουν. Ένα κενό ένα
τέχνασμα κρυφακούγοντας το μεγάλο κόλπο
το φλογερό ήλιο, την οχιά, την πέτρα στο λαιμό
τη φαντασία μου. Τη νύχτα έξω, κοντό σπαθί
και τρύπιο παπούτσι, που έρχεται.
Βιβλικόν ποίημα
Ποιος χρειάζεται τόσες βαρετές σελίδες και
τόσα βαρετά βιβλία και τόσους βραβευμένους
και τόσο μέγα πλήθος να ρουφά τη μαζική του
κουλτούρα και να τα περνά καλά περιμαζεύοντας
όσα δε λέγονται αλλά γράφονται κι όσα ολίγη
σχέση έχουν με το σπασμό των όντων όταν χύνουν
κι όταν η τραγική τους μοίρα τα οδηγεί στο λιώσιμο
στα όργια του θανάτου στο γάμο στο γήπεδο στη
δουλειά και στα βαρετά βιβλία με τις βαρετές σελίδες
και τους βαρετούς βραβευμένους στη βαρετή πρώτη
γραμμή της φθοράς και του φθαρτού συστήματος
που λίγο θέλει να το φυσήξεις για να γκρεμιστεί
και να καταπλακώσει τη σοφία αιώνων και το
σφρίγος τόσης σπουδαίας βαρεμάρας και τόσης
μαστοριάς από τύμπανα, τελετές, σημαιοστολισμούς,
χειροκροτήματα, υπουργούς, πρωθυπουργούς,
διαταγές, διατάγματα, εκκλήσεις, τηρητές, ταγούς,
αξιωματούχους.