Σε φιλώ παράλογη πατρίδα
που μεγαλώνεις το χάσμα μου.
Κύτταρο της αδικίας
γεμάτη φαρμακαποθήκες
και φίλια πυρά.
Όλο γνωστούς μουντούς
που βγαίνουν μπροστά.
Τα βιβλία σου δε διαβάζονται
με τίποτα πατρίδα μου
και τα παιδιά σου παρεκκλίνουν
και τήκονται και λουφάζουν
σε κωμοπόλεις με κουνούπια.
Γαμούν στα γρήγορα
γιατί κάτι τα τρομάζει.
Βιντεοσκοπούν τη φίλη τους
που αυνανίζεται και τρέχει
πιο γρήγορα απ’ τ’ αυτοκίνητο
καθώς αποσχηματίζεται
και καθώς χάνεται στον
ορίζοντα της οθόνης του κινητού.
Πατρίδα μου κάθομαι στο κρεβάτι
αγκαλιά με την ποίηση
κι αγναντεύω ένα κοπάδι από
νεόπλουτα κοράκια αδιάφορους
ξεθυμασμένους εραστές
γευσιγνώστες της ποίησης του κάμπου
εξπρεσιονιστές κτηνοτρόφους
που τα παράτησαν ντάμες κούπα
και βαλέδες των συνεταιρισμών
και της γηραιάς Ευρώπης
μάζες ανεξιχνίαστες στα θερμοκήπια
που τρώνε βοδινό κρέας Αργεντινής
σε κονσέρβα και μαζεύουν τηλεκάρτες
και πένθη. Πατρίδα μου
ωραία εκδοχή του θανάτου
τρυφερή Πίνδος στα χέρια ληστών
και τοπογράφων σε φιλώ
αθροίζοντας σάπια αλώνια δοντιών
ποιητών που πέρασαν
και κρεμάστηκαν και θάφτηκαν
από γνωστούς και φίλους
και ξεπουλήθηκαν
σα μπουκάλες ουίσκι σε κάβες
και σε φιλώ σαν μετανάστης
που γύρισε γέρος τρελός και μόνος
στο χωριό και στα σκέλια σου
πατρίδα μου που παραμένεις ζωντανή
με κτηνώδεις πράξεις
ποθώντας ακόμα το κεφάλι μου
ανάμεσα στα βυζιά σου
πατρίδα μου πανούκλα
του εθνικισμού και
του εθισμού στον έρωτα
και στο θάνατο
που διαγωνίζονται για τα έπαθλα
με λεωφόρους των φαλλών
και επιταφίους
κι εξασθενημένη μουντή θράκα
σπονδές και στίχοι στα χασάπικα
κερασιές θεσπέσιες ανθισμένες
σεξουαλικές
και λούνα Παρκ απ’ το Παλέρμο
δίπλα στον Αχελώο
δίπλα στα κοριτσόπουλα
και στις πατάτες
με μπογιατζήδες ξυλουργούς
ταριχευτές και ταραχοποιούς
παιδιά αλάνια στην αιωνιότητα του χασίς.
Πατρίδα μου σανιδένιοι πάτοι
σε ρομαντικές χέστρες
δίπλα στη θάλασσα
ανταλλακτήρια συναλλάγματος
και φοβερά λιμάνια
με αγάλματα και αποχετεύσεις
γεμάτος αφέλεια και πνεύμα
και πασχαλινά αυγά ο λαός σου
αδράχνει τη μέρα και αδράχνει τη νύχτα
carpe diem, carpe noctem.
Day: 2 Μαΐου, 2013
Όνειρο ανοιξιάτικης νυκτός
Ένα βιβλίο έχω ανοιχτό στη σελίδα εννιά
και μπαινοβγαίνω στην κουζίνα και ψιθυρίζω
όσα έμαθα κι όσα ξέρω και η πίστη μου πάει
περίπατο και οι φανατικοί κροταλίζουν δίπλα
στο κορμάκι μου. Ραμφίζουν τα χείλη μου οι
ρεπόρτερ με ανάβουν οι φοβερές εικόνες όλα
όσα δε βλέπω μα πλησιάζουν. Ένα κενό ένα
τέχνασμα κρυφακούγοντας το μεγάλο κόλπο
το φλογερό ήλιο, την οχιά, την πέτρα στο λαιμό
τη φαντασία μου. Τη νύχτα έξω, κοντό σπαθί
και τρύπιο παπούτσι, που έρχεται.